Τρίτη 16 Σεπτεμβρίου 2014

ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Β΄ ΛΥΚΕΙΟΥ: ΒΙΖΥΗΝΟΣ, ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ, Κ. ΘΕΟΤΟΚΗΣ, ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ, ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ, Τ. ΑΓΡΑΣ, Γ. ΣΕΦΕΡΗΣ



ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΕΣ ΤΕΧΝΙΚΕΣ

  1. αφηγητής (με βάση τη συμμετοχή στα γεγονότα)  
- ομοδιηγητικός: συμμετέχει στην ιστορία είτε ως πρωταγωνιστής (αυτοδιηγητικός) είτε ως παρατηρητής ή αυτόπτης μάρτυρας
- ετεροδιηγητικός: δε συμμετέχει στην αφηγούμενη ιστορία
- παντογνώστης: γνωρίζει τα πάντα (μηδενική εστίαση), είναι πανταχού παρών, δε μετέχει στη δράση.


  1. εστίαση
- μηδενική: ο αφηγητής γνωρίζει περισσότερα από τα πρόσωπα της ιστορίας, γνωρίζει και σχολιάζει τα κίνητρα που τους ωθούν στις πράξεις τους, τις βαθύτερες σκέψεις τους. Είναι ο παντογνώστης αφηγητής, που δε μετέχει στα διαδραματιζόμενα γεγονότα.
- εσωτερική: ο αφηγητής γνωρίζει τόσα όσα τα πρόσωπα της ιστορίας, γιατί είναι πρωταγωνιστής ή παρατηρητής ή αυτόπτης μάρτυρας.
- εξωτερική: ο αφηγητής γνωρίζει λιγότερα από όσα τα πρόσωπα της ιστορίας (π. χ. αστυνομικά μυθιστορήματα)

  1. χρόνος αφήγησης
ΕΞΩΚΕΙΜΕΝΙΚΟΣ
-       ο χρόνος του πομπού (συγγραφέας)
-       ο χρόνος του δέκτη των γεγονότων (αναγνώστης)
ΕΣΩΚΕΙΜΕΝΙΚΟΣ
- ο χρόνος της ιστορίας (ο χρόνος δηλαδή κατά τον οποίο διαδραματίζονται τα γεγονότα της αφήγησης)
- ο χρόνος της αφήγησης
(για παράδειγμα όταν μου αφηγείστε πώς έγινε η βάφτισή σας, ο χρόνος της ιστορίας αναφέρεται στο 2000, ενώ ο χρόνος της αφήγησης είναι το σήμερα που αφηγείστε τα γεγονότα, δηλαδή το 2014)

Η αφήγηση των γεγονότων, λοιπόν, μπορεί να γίνει με τους εξής τρόπους:
- γραμμική αφήγηση: αφήγηση των γεγονότων με τη χρονολογική τους σειρά
- αναδρομή: τότε ενώ αφηγούμαστε ένα γεγονός, κάνουμε αναφορά σε κάτι που έγινε πριν από αυτό.
- πρόληψη ή πρόδομη αφήγηση: κατά την αφήγηση ενός γεγονότος αναφερόμαστε σε κάτι που θα συμβεί ύστερα από αυτό.
οι αναδρομές και οι προλήψεις ονομάζονται αναχρονίες

  1. ρυθμός αφήγησης
- επιτάχυνση: τότε η διάρκεια των γεγονότων της αφήγησης είναι μικρότερη από τη διάρκεια των γεγονότων  της ιστορίας (αφηγούμαστε τα γεγονότα σύντομα ώστε στην αφήγησή μας να διαδραματίζονται συντομότερα από ό,τι στην πραγματικότητα)
- επιβράδυνση: ο χρόνος της αφήγησης είναι μεγαλύτερος από ό,τι ο χρόνος της ιστορίας (αφηγούμαστε τα γεγονότα προσδίδοντάς τους μεγαλύτερη διάρκεια από ό,τι στην πραγματικότητα με σκοπό να εντείνουμε την αγωνία ή να δημιουργήσουμε ισχυρότερες εντυπώσεις)
- σκηνή: ο χρόνος της αφήγησης είναι ίσος με το χρόνο της ιστορίας (διαλογικά μέρη)
- έλλειψη ή αφηγηματικό κενό: παράλειψη μέρους των γεγονότων της πραγματικής ιστορίας (για παράδειγμα, όταν είναι ασήμαντα)
- περίληψη

  1. οπτική γωνία
με τον παραπάνω όρο εννοούμε τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουν και αφηγούνται τα ίδια γεγονότα, διαφορετικοί άνθρωποι (για παράδειγμα ένα επεισόδιο μέσα στην τάξη θα το αφηγηθεί με τον ίδιο τρόπο ο καθηγητής που τιμώρησε το μαθητή και ο μαθητής που τιμωρήθηκε;)

  1. αφηγηματικοί τρόποι
- διήγηση: τριτοπρόσωπη αφήγηση με  μηδενική εστίαση όπου ο αφηγητής είναι παντογνώστης
- μίμηση: α) πρωτοπρόσωπη αφήγηση με εσωτερική εστίαση, β) τριτοπρόσωπη αφήγηση, όμως από την οπτική γωνία ενός συγκεκριμένου προσώπου της ιστορίας  γ) διάλογος, δ) εσωτερικός μονόλογος
- μεικτός τρόπος: συνδιασμός διήγησης και μίμησης
- περιγραφή

  1. εκφραστικοί τρόποι
σχήματα λόγου ή οτιδήποτε σχετίζεται με την ιδιαιτερότητα της έκφρασης του κειμένου(π.χ. γλώσσα με ιδιωματισμούς, καθαρεύουσα κ.λ.π.)

Σχήματα λόγου
Aλληγορία: Η αλληγορία είναι ένας μεταφορικός εκφραστικός τρόπος, ο οποίος κρύβει νοήματα διαφορετικά από εκείνα που φανερώνουν οι χρησιμοποιούμενες συγκεκριμένες λέξεις. Με την τεχνική αυτή, επομένως, επιδιώκεται και επιτυγχάνεται η απόκρυψη του πραγματικού νοήματος. Συνεπώς, οπουδήποτε λειτουργεί η έννοια της αλληγορίας, χρειάζεται και απαιτείται μια ειδική ανάγνωση για την αποκωδικοποίηση και την κατανόηση του πραγματικού νοήματος. Αυτή η ειδική ανάγνωση προϋποθέτει την ικανότητα να διαβάζουμε ένα αλληγορικό κείμενο «κάτω από τις λέξεις», για να αποκαλύψουμε τα κρυμμένα ή, έστω, τα δυσδιάκριτα νοήματα. Στο χώρο της λογοτεχνίας η αλληγορία είναι μια ιδιαίτερα συχνή τεχνική. Συγκεκριμένα, ο πεζογράφος ή ο ποιητής, για να προσδώσει στα νοήματά του μεγαλύτερη υποβλητικότητα και για να καταστήσει περισσότερο αισθητά και, επομένως, ζωντανά, καταφεύγει συχνά στην τεχνική και στους τρόπους της αλληγορίας.

Αναδίπλωση: Υπάρχουν δύο τρόποι για να προσδιορίσουμε την έννοια της αναδίπλωσης. Ο ένας ο στενός και καθιερωμένος και ο άλλος είναι ο ευρύτερος και ουσιαστικότερος. Σύμφωνα με τον πρώτο τρόπο, η αναδίπλωση είναι ένα σχήμα λόγου (ή ένας εκφραστικός τρόπος), σύμφωνα με το οποίο μια λέξη (ή και μια φράση) τίθεται στο λόγο μια φορά και αμέσως μετά επαναλαμβάνεται. Έτσι, η ίδια λέξη ακούγεται στο λόγο δύο φορές, χωρίς όμως ανάμεσά τους να μεσολαβεί κάτι άλλο. π.χ. Απρίλη, Απρίλη δροσερέ και Μάη με τα λουλούδια.

Η αναδίπλωση αυτής της μορφής, από άποψη αισθητικής και νοηματικής λειτουργίας, αποσκοπεί στο να προβάλει με ιδιαίτερη ένταση και έμφαση την επαναλαμβανόμενη έννοια. Στα ποιητικά, όμως, κείμενα, η έννοια της αναδίπλωσης λειτουργεί και με έναν ευρύτερο, πιο ελεύθερο και πολύ πιο ουσιαστικό τρόπο. Για παράδειγμα στο ποίημα του Σεφέρη «Ελένη», διαβάζουμε τα εξής:

Δακρυσμένο πουλί, στην Κύπρο τη θαλασσοφίλητη
που έταξαν για να μου θυμίζει την πατρίδα,
άραξα μοναχός μ’ αυτό το παραμύθι,
αν είναι αλήθεια πως αυτό είναι παραμύθι,
αν είναι αλήθεια πως οι άνθρωποι δε θα ξαναπιάσουν
τον παλιό δόλο των θεών,
αν είναι αλήθεια πως κάποιος άλλος Τεύκρος, ύστερα από χρόνια...

Σε αυτό το απόσπασμα ο εκφραστικός τρόπος της αναδίπλωσης χρησιμοποιείται και αξιοποιείται με έναν πολύ πιο ελεύθερο τρόπο. Συγκεκριμένα ο ποιητής χρησιμοποιεί και επαναλαμβάνει τρεις φορές την ίδια έκφραση (αν είναι αλήθεια) στην αρχή ισάριθμων στίχων. Με την τριπλή αυτή αναδίπλωση ο ποιητής θέτει εμφατικά, δηλαδή με ιδιαίτερη ένταση, το γεγονός ότι και στο μέλλον ο άνθρωπος θα ξαναζήσει την ίδια περιπέτεια ενός μάταιου πολέμου σαν ένας άλλος Τεύκρος.

Ανακόλουθο: Στο σχήμα αυτό παραβιάζεται η συντακτική συνέπεια μιας πρότασης λόγω ταχύτητας του λόγου, ψυχικής ταραχής ή και σκοπιμότητας του ομιλητή ή συγγραφέα. π.χ. «Ο Διάκος (αντί του Διάκου) σαν τ’ αγροίκησε πολύ του κακοφάνη».

Αναστροφή: Η σκόπιμη αλλαγή της φυσικής σειράς των λέξεων μιας φράσης.
π.χ. του προδομένου ο πόνος της καρδιάς αντί: ο πόνος της καρδιάς του προδομένου.

Αναφώνηση (ή επιφώνηση): Μια λέξη ή φράση επιφωνηματική (επίκληση σε κάποιο πρόσωπο) που φανερώνει τη συναισθηματική κατάσταση εκείνου που μιλάει. π.χ. Και η φωνή του, Θεέ μου! Τι φωνή!

Αντίθεση: Σχήμα λόγου κατά το οποίο αντίθετες λέξεις ή έννοιες παρατίθενται για να δημιουργήσουν εντύπωση. π.χ. τις Εστιάδες τις σεμνές μα κολασμένες. Η αντίθεση ενδέχεται να εκφράζεται μόνο με δύο λέξεις αλλά και με δύο φράσεις ακόμα και με δύο μεγάλα τμήματα λόγου.

Αντονομασία: Λεκτικός τρόπος ή σχήμα αντικατάστασης κύριου ή προσηγορικού ονόματος από άλλη συνώνυμη ή ισοδύναμη λέξη ή φράση. π.χ. Ο Γέρος του Μοριά αντί για Κολοκοτρώνης.

Από κοινού: Μια λέξη (ή περισσότερες) ή μια πρόταση, που παραλείπεται, εννοείται από τα προηγούμενα όπως ακριβώς είναι εκεί, αμετάβλητη. π.χ. Σε τραγουδά, όπως το πουλί τον ήλιο που ανατέλλει (ενν. όπως τραγουδά). Το σχήμα από κοινού είναι είδος βραχυλογίας, η οποία με τη σειρά της είναι μορφή έλλειψης.

Αποσιώπηση: Διακόπτεται ο λόγος και παραλείπονται όσα θα ακολουθούσαν, ενώ στη θέση τους σημειώνονται τρεις τελείες (αποσιωπητικά), μιας και ο αφηγητής δε θέλει να μας πει περισσότερα λόγω συναισθηματικής φόρτισης ή για να υπαινιχθεί κάτι.
π.χ. Και τότε η μάνα του τον κοίταξε δακρυσμένη…
Αποστροφή: Το σχήμα λόγου κατά το οποίο ο ομιλητής διακόπτει τη ροή του λόγου του και στρέφεται προς συγκεκριμένο πρόσωπο, σε προσωποποιημένο αντικείμενο ή σε αφηρημένη ιδέα.

Άρση και θέση: Πρώτα λέγεται τι δεν είναι κάτι (ή τι δε συμβαίνει) και αμέσως μετά τι είναι (ή τι συμβαίνει) – πρώτα αίρεται κάτι και στη συνέχεια τίθεται. π.χ. Εγώ δεν είμαι Τούρκος. Είμαι καλογεράκι απ΄ το ασκηταριό.

Ασύνδετο: Η παράθεση ομοειδών συντακτικών όρων, που δε συνδέονται μεταξύ τους με συνδετικά στοιχεία. «ήπιε, χόρεψε, τραγούδησε…»

Βραχυλογία: Το σχήμα λόγου που συνίσταται στην παράλειψη των ευκόλως εννοούμενων όρων μιας πρότασης χάριν συντομίας. π.χ. Την άλλη μέρα δεν έφυγα, όπως είχα σκοπό.(εννοείται να φύγω…), Είδα τις αστραπές και τις βροντές και τρόμαξα. (Αντί είδα τις αστραπές, άκουσα τις βροντές και τρόμαξα.

Ειρωνεία: Η ειρωνεία στην ποιητική έκφρασή επιτυγχάνεται με διάφορους τρόπους και δεν είναι εύκολο να δοθεί ένας απλώς ορισμός αυτού του πολυδύναμου εκφραστικού μέσου. Η αίσθηση της ειρωνείας δημιουργείται με την αντίθεση που εμφανίζεται ανάμεσα στα λεγόμενα ή στα σχέδια των προσώπων και στην τελική έκβαση των γεγονότων. Υπάρχει επίσης η τραγική ειρωνεία, στην οποία οι αναγνώστες γνωρίζουν την εξέλιξη που θα έχουν τα πρόσωπα του λογοτεχνικού έργου και κατανοούν πότε οι ήρωες κινούνται προς την καταστροφή. Παράλληλα, οι λογοτέχνες καταφεύγουν συχνά και στη λεκτική ειρωνεία, όπως την αντιλαμβανόμαστε στην καθημερινή μας ομιλία, χρησιμοποιώντας με προσποίηση λέξεις που το σημασιολογικό τους περιεχόμενο είναι αντίθετο από αυτό που έχει ο ομιλητής στο μυαλό του. πχ. Ωραία τα κατάφερες!

Έλλειψη: Παραλείπονται λεκτικά στοιχεία που εννοούνται εύκολα από την κοινή πείρα, από τη σειρά του λόγου και από τα συμφραζόμενα. πχ. Περασμένα ξεχασμένα1 (αντί τα περασμένα ας είναι ξεχασμένα!)

Έμφαση: Ένα στοιχείο του λόγου τονίζεται με οποιονδήποτε τρόπο, ώστε να εστιαστεί σε αυτό η προσοχή του αναγνώστη. πχ. Εμένα να ακούς! (Χωρίς έμφαση: Να με ακούς!)

Ένα με δύο (εν διά δυοίν): Μια έννοια εκφράζεται με δύο λέξεις που συνδέονται με το και, ενώ σύμφωνα με το νόημα η μία από αυτές έπρεπε να είναι προσδιορισμός της άλλης. π.χ. Γυναίκες που είν’ οι άντροι σας και οι καπεταναραίοι. αντί για: οι άντροι σας, οι καπεταναραίοι.

Επανάληψη: Μια έννοια ή ένα νόημα εκφράζεται δύο φορές στη σειρά με την ίδια λέξη ή φράση (αυτούσια ή ελαφρώς αλλαγμένη).
πχ. Αχός βαρύς ακούεται, πολλά ντουφέκια πέφτουν. Μήνα σε γάμο ρίχνονται, μήνα σε πανηγύρι; Μηδέ σε γάμο ρίχνονται, μηδέ σε πανηγύρι.
Ευφημισμός: Χρησιμοποιούνται λέξεις ή φράσεις με καλή σημασία για την ονομασία κακού ή δυσάρεστου πράγματος (π.χ. Εύξεινος Πόντος).

Το σχήμα κατεξοχήν δημιουργείται, όταν η σημασία μιας λέξης στενεύει και χρησιμοποιείται με μία και μόνο, ορισμένη έννοια

α. Η Πόλη έπεσε
(Με τη λέξη Πόλη εννοείται η Κωνσταντινούπολη.)


Κλιμακωτό: Αυξάνει βαθμιαία (κλιμακωτά) η ένταση στην παρουσίαση μιας σειράς από ενέργειες ή καταστάσεις (παρουσιάζεται μια σειρά από καταστάσεις ή ενέργειες, από τις οποίες η καθεμιά είναι πιο έντονη από την προηγούμενή της (π.χ. δυσαρεστήθηκε, γκρίνιαξε, διαμαρτυρήθηκε, φώναξε με οργή, αλλά μάταια… κανένας δεν τον άκουσε).

 
Κύκλος: Μια πρόταση ή μια περίοδος, ένα ποίημα ή ένα διήγημα τελειώνει με την ίδια λέξη ή εικόνα με την οποία αρχίζει. π.χ.
Δεν τραγουδώ παρά γιατί μ' αγάπησες
στα περασμένα χρόνια.
Και σε ήλιο, σε καλοκαιριού προμάντεμα
και σε βροχή, σε χιόνια,
δεν τραγουδώ παρά γιατί μ' αγάπησες.

Λιτότητα: Αντί για κάποια λέξη χρησιμοποιείται η αντίθετή της με άρνηση. π. χ.  - πως τα πας με την υγεία σου; - όχι και πολύ καλά…)

Μεταφορά: Η ιδιότητα ενός προσώπου (ζώου, πράγματος, αφηρημένης έννοιας) μεταφέρεται σε άλλο πρόσωπο (ζώο, πράγμα, αφηρημένη έννοια) το οποίο την έχει σε μεγαλύτερο βαθμό και πιο εντυπωσιακή. π.χ. Έχει καρδιά πέτρινη.

Μετωνυμία: Οι λέξεις δε χρησιμοποιούνται με την αρχική τους σημασία, αλλά με διαφορετική, που έχει βέβαια κάποια σχέση με την αρχική. Για παράδειγμα, χρησιμοποιείται το όνομα του δημιουργού αντί για τη λέξη που δηλώνει το δημιούργημά του (π.χ. διαβάζω Όμηρο, αντί διαβάζω διαβάζω την Ιλιάδα ή την Οδύσσεια
). Το όνομα του εφευρέτη αντί για τη λέξη που δηλώνει την εφεύρεση (Καλάσνικοφ (το όπλο) από το όνομα του κατασκευαστή του). Η λέξη που δηλώνει αυτό που περιέχει κάτι αντί για τη λέξη που δηλώνει το περιεχόμενο και αντίστροφα. (π.χ. κάτσε να πιούμε ένα ποτήρι..)

Ομοιοτέλευτο ή ομοιοκατάληκτο: Στο τέλος διαδοχικών προτάσεων ή περιόδων υπάρχουν λέξεις με καταλήξεις όμοιες ηχητικά.
(π.χ. Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει·
λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί, κι η μάνα το ζηλεύει).


Οξύμωρο: Συνδέονται δύο έννοιες που φαινομενικά αποκλείουν η μία την άλλη (είναι αντιφατικές μεταξύ τους), ωστόσο, όταν συνδυάζονται, εκφράζουν ένα λογικό νόημα. π.χ.
Πάω αργά γιατί βιάζομαι" (αντιφ. λέξεις: αργά - βιάζομαι), ή "Χαίρε νύμφη ανύμφευτε", ή και ακόμα "ζωντανός νεκρός", "Ελεύθεροι πολιορκημένοι"

Παραλληλία ή παραλληλισμός: Μια έννοια ή ένα νόημα εκφράζεται ταυτόχρονα και καταφατικά και αρνητικά με δύο ισοδύναμες αντίθετες εκφράσεις. (π. χ. Ναι, είναι νεκρός, δεν είναι ζωντανός).

Παρομοίωση: Συσχετίζεται η ιδιότητα ενός προσώπου (ζώου, πράγματος, αφηρημένης έννοιας) με την ιδιότητα κάποιου άλλου προσώπου, η οποία υπάρχει σε αυτό σε μεγαλύτερο βαθμό και είναι πιο εντυπωσιακή. Η παρομοίωση αρχίζει με τις λέξεις σαν, καθώς, όπως και με το σαν να, όταν έχουμε υποθετική παρομοίωση (με αναφορική παρομοιαστική πρόταση.

Παρονομασία ή παρήχηση ή ετυμολογικό σχήμα: Λέξεις που μοιάζουν ηχητικά (ομόηχες) συνήθως συγγενικές ετυμολογικά, βρίσκονται η μία κοντά στην άλλη. π.χ.  Ήχος συρτός, συλλογιστός, συνέρημος...


Περίφραση: Μια έννοια εκφράζεται με δύο ή περισσότερες λέξεις, ενώ μπορούσε να εκφραστεί με μία. π.χ. Στη μάχη πολέμησε ο Γέρος του Μωριά, αντί ο Κολοκοτρώνης, η γηραιά ήπειρος, (αντί η Ευρώπη)

Πλεονασμός: Για να εκφραστεί ένα νόημα, χρησιμοποιούνται περισσότερες λέξεις από όσες χρειάζονται κανονικά. (π.χ. πάλι ξαναήρθε η άνοιξη, ανέβηκα επάνω στο δέντρο).

Πολυσύνδετο: Τρεις ή περισσότεροι όμοιοι όροι ή όμοιες προτάσεις συνδέονται με συμπλεκτικούς ή διαχωριστικούς συνδέσμους.. π.χ. ήταν και ευγενικός και έξυπνος και όμορφος και καλόκαρδος.

Προσωποποίηση: Αποδίδονται ανθρώπινες ιδιότητες σε μη ανθρώπινα: σε ζώα, σε φυτά, σε πράγματα και σε αφηρημένες έννοιες. (π.χ. αμπέλια τραβάν κατά τη θάλασσα).

Πρωθύστερο: Από δύο σχετικές ενέργειες ή έννοιες τοποθετείται στη σειρά του λόγου πρώτη εκείνη που είναι χρονικά και λογικά δεύτερη. (πχ. ξεντύθη ο νιος, ξεζώστηκε και στο πηγάδι μπήκε).

Συνεκδοχή: Οι λέξεις δε χρησιμοποιούνται με την αρχική τους σημασία, αλλά με διαφορετική, που έχει βέβαια κάποια σχέση με την αρχική. Έτσι δηλώνεται:
α) το ένα αντί για τα πολλά

α. Ο Κρητικός είναι πάντα υπερήφανος
(αντί: Οι Κρητικοί είναι πάντα υπερήφανοι)

β. Χαίρεται ο Τούρκος στ' άλογο κι ο Φράγκος στο καράβι.
(αντί: Χαίρονται οι Τούρκοι στ' άλογο κι οι Φράγκοι στο καράβι.)
  
β) το μέρος ενός συνόλου αντί για το σύνολο ή αντίστροφα

α. Κάθε κλαδί και κλέφτης
(αντί: Κάθε δέντρο και κλέφτης)

β. Τα μαύρα μάτια την αυγή δεν πρέπει να κοιμώνται
(αντί: η μαυρομάτα την αυγή δεν πρέπει να κοιμάται)

γ) η ύλη αντί για το πράγμα που έχει γίνει από την ύλη αυτή

α. Να τρώει η σκουριά το σίδερο κι η γη τον αντρειωμένο.
(αντί: Να τρώει η σκουριά τα σιδερένια όπλα κι η γη τον αντρειωμένο.)

δ) εκείνο που παράγει αντί για κείνο που παράγεται από αυτό

α. Τρία τουφέκια του 'δωσαν, τα τρία αράδα αράδα
(αντί: Τρεις τουφεκιές του 'δωσαν)



Υπερβατό: Ανάμεσα σε δύο όρους μιας πρότασης, οι οποίοι έχουν μεταξύ τους στενή λογική και συντακτική σχέση και θα έπρεπε να βρίσκονται ο ένας δίπλα στον άλλο, παρεμβάλλεται μια λέξη ή φράση και τους αποχωρίζει. (π.χ.
 Κάποια χρυσή, λεπτότατη στους δρόμους ευωδιά
(αντί: Κάποια χρυσή, λεπτότατη ευωδιά στους δρόμους)


Υπερβολή: Παρουσιάζεται μια ενέργεια, μια ιδιότητα, μια κατάσταση κτλ. μεγαλοποιημένη σε βαθμό που βρίσκεται έξω από την πραγματικότητα και τα φυσικά όρια. π.χ.  Σα δυο βουνά είναι οι πλάτες του

Υποφορά και ανθυποφορά: Σε αυτό το σχήμα υπάρχει η ακόλουθη διαδικασία: α) διατυπώνεται μια ερώτηση, β) ύστερα δίνεται πάλι με ερώτηση κάποια πιθανή εξήγηση στην απορία, γ) στη συνέχεια απορρίπτεται η εξήγηση αυτή, δ) και τέλος ακολουθεί η απάντηση για το τι συμβαίνει στην πραγματικότητα. π.χ.
i) Αχός βαρύς ακούγεται, πολλά τουφέκια πέφτουν.
ii) Μήνα σε γάμο ρίχνονται, μήνα σε χαροπόπι.
iii) Ουδέ σε γάμο ρίχνονται ουδέ σε χαροκόπι.
iv) Η Δέσπω κάνει πόλεμο με νύφες και μ' αγγόνια.

β. 
i) Γιατί είναι μαύρα τα βουνά και στέκουν βουρκωμένα;
ii) Μην άνεμος τα πολεμά, μήνα βροχή τα δέρνει;
iii) Κι ούδ' άνεμος τα πολεμά, κι ουδέ η βροχή τα δέρνει.
iv) Μόνο διαβαίνει ο Χάροντας με τους αποθαμένους.


Χιαστό: Στο σχήμα αυτό δύο προτάσεις παρουσιάζουν την ίδια συντακτική και σημασιολογική δομή, αλλά οι όροι της μιας πρότασης είναι σε αντίστροφη θέση από αυτούς της άλλης π.χ. 


 
Όταν σε βλέπω
β
χαίρομαι
β1
λυπούμαι
α1
όταν σε χάσω




Γεώργιος Βιζυηνός (πραγματικό ονοματεπώνυμο Γεώργιος Μιχαήλ Σύρμας ή Μιχαηλίδης, Βιζύη 1849Αθήνα 1896)



Το τραγικό τέλος ενός μεγάλου λογοτέχνη στο “Δρομοκαϊτειο Φρενοκομείο” το 1896

-Δημοσιογράφος περιγράφει πώς είδε τον Γ. Βιζυηνό πριν πεθάνει
-Ο μεγάλος έρωτας σάλεψε τα μυαλά του…
Τις παραμονές των Χριστουγέννων του 1895 ένας δημοσιογράφος επισκέφθηκε στο «Δρομοκαϊτειον Φρενοκομείον» τον μεγάλο λογοτέχνη Γεώργιο Βιζυηνό, ξεχασμένο από όλους, όπως είναι σήμερα παρόμοιοί του «παρκαρισμένοι» σε ιδρύματα ( ψυχιατρεία) ή ηλικιωμένοι σε γηροκομεία. Ο δημοσιογράφος επισκέφθηκε τον Βιζυηνό για να του δώσει λίγη χαρά, στοργή, ζεστασιά όπως προσδοκούν οι δύσμοιροι τούτοι συνάνθρωποί μας τέτοιες μέρες…


«Ερράγησεν η ψυχή μου και δάκρυα επλημμύρρησαν τους οφθαλμούς μου μόλις είδον εις μίαν γωνίαν, εξηπλωμένον επι κλιντήρος ( σημ. συντ. πολυθρόνας ) και ατενώς προσβλέποντα εις το κενόν με μίαν αφατον μελαγχολίαν διαχεομένην επι του προσώπου τον Γεώργιον Βιζυηνόν».
Έτσι άρχισε ο δημοσιογράφος το ρεπορτάζ του. Σε λίγες γραμμές εδωσε την σκληρή εικόνα της κατάστασης που βρισκόταν ο μεγάλος εκείνος λογοτέχνης που πέρασε τα τελευταία του χρόνια στο «Δρομοκαϊτειον Φρενοκομείον, εις εξοχικήν υγιειονοτάτην, ελαττον ώρας απέχουσα των Αθηνών, κείται ως γνωστόν επι της αμαξωτής οδού Ελευσίνος, πλησίον του Δαφνίου και λειτουργεί ανελλιπώς απο της 1ης Οκτωβρίου 1889».

Είναι το ίδρυμα που έφτιαξε ο χιώτης μεγαλέμπορος Ζωρζής Δρομοκαϊτης και στο οποίο «φιλοξενήθηκαν» προσωπικότητες όπως ο Μιχαήλ Μητσάκης, ο Άριστος Καμπάνης, ο Γεράσιμος Βώκος και πολλοί άλλοι.
Δεν είναι τίποτα καινούργιο, όταν ερχεται η τρέλα στον άνθρωπο. Είναι η συνηθισμένη του κατάσταση, χωρίς τον έλεγχο… Ο τρελλός είναι ο ίδιος, ο φρόνιμος, που παύει να κρύβεται… Ο Βιζυηνός, όταν το δρολάπι της αρρώστειας είχε φαρμακώσει το αίμα του και τσακίσει τα τελευταία φράγματα του ελέγχου, άφησε ακούσια την ψυχή του να παραδοθεί ανεμπόδιστα στο παραλήρημά της…

Ο άτυχος έρωτας
Καθηγητής της ρυθμικής και δραματολογίας στα 40 του το 1890, ερωτεύεται τη 16χρονη μαθήτριά του Μπετίνα Φραβασίλη, «το ξανθό και γαλανό και ουράνιο φώς του». Ο άτυχος αυτός έρωτας στάθηκε μοιραίος αφού τον οδήγησε στην ψυχασθένεια και στον εγκλεισμό του στο Δρομοκαϊτιο…
Ο Βιζυηνός, όταν έγινε δέκα χρόνων, οι γονείς του τον έδωσαν σε συγγενή τους ράφτη στην Κωνσταντινούπολη για να μάθει την τέχνη. Ο συγγενής πέθανε και ενας συντοπίτης του τον εστελε στον συγγενή του μητροπολίτη Κύπρου. Έκανε τον ψάλτη, του φόρεσαν ράσο κι έμαθε γράμματα δουλεύοντας ως παιδονόμος.
Μια μέρα τον τσάκωσαν να κρεμιέται απο το παράθυρο της κάμαράς του μ’ ένα σχοινί και να ξενυχτάει κάτω απο το αντικρυνό σπίτι, οπου μια ξανθή μαυροματούσα κοπελίτσα τον είχε γοητεύσει . Τότε ο “γέροντάς” του τον εβαλε σαράντα μέρες αυστηρή νηστεία (ψωμί ξερό και νεράκι) και εκατόν πενήντα μετάνοιες την ημέρα. Απο το σχολειό της Κύπρου βρέθηκε στη Σχολή της Χάλκης με καθηγητή τον τυφλό ποιητή, τον σοφό Ηλία Τρανταλίδη. Απο εκεί και επειτα ολα εξελίχθηκαν ομαλά για τον ανήσυχο Γεώργιο Βιζυηνό. Οι τριγμοί στας φρένας εμφανίστηκαν αργότερα…


«Το Δρομοκαίτειον Φρενοκομείον» όπως ήταν την εποχή του Βιζυηνού
Ο Δηλιγιάννης και τα… εκατομμύρια
Αλλά ας γυρίσουμε πίσω, στο Δρομοκαϊτειο και ας αφήσουμε τον δημοσιογράφο να συνεχίσει την περιγραφή του:
«Η φυσιογνωμία την οποίαν άλλοτε εγνωρίσαμεν, είναι ολίγον εξηντλημένη, το αυτό γένειον, η αυτή φαλάκρα. Το ζωηρόν των οφθαλμών απεξηράνθη και το πυρ των εσβέσθη μαζί με την δάδαν του νού. Εμειδίασε μόλις με είδε.
-Γνωστή φυσιογνωμία, παρετήρησεν, τείνων μοι συγχρόνως την χείρα. Ηθέλησα ευθύς εξ αρχής να τον προκαταλάβω, και αποσπάσω λογικήν τινα απάντησιν και δεν απέτυχον.
– Δεν ετυχε να μάθετε, οτι η “Εστία” δημοσιεύει τώρα τον “Μοσκώβ Σελήμ” σας ;
– “Η “Εστία” τον “Μοσκώβ Σελήμ” μου; Και εσιώπησεν επί τινας στιγμάς, ωσεί προσπαθών να θέση εις τάξιν τον λαβύρινθον της μνήμης του. Ναί, ναί, εχετε δίκαιον. Ετυχε μίαν απο αυτάς τας ημέρας να κρατή κάποιος εδώ πέρα το φύλλον της “Εστίας” και επειδή είδε το ονομά μου ήλθε και μου το εδειξεν. Αλήθεια, η “Εστία” έγινε καθημερινή ; Επαυσε το εύμορφον περιοδικόν της ; Όχι, του είπον, εκδίδεται όπως πριν κατά οκταήμερον, όταν είσθε συνεργάτης, τώρα ανέλαβε την διεύθυνσίν της ο Ξενόπουλος. “ Ο Γρηγόρης; Τον κακομοίρη! Θα του κάμω κι εγώ κανένα καλό ποίημα, οταν εβγω απ΄εδώ μέσα. Το ζήτημα είναι να πεισθή ο βασιλεύς οτι τα 700 εκείνα εκατομμύρια δεν θα τα δώσω εις τον Δηλιγιάννην…»
Οι σκηνές και οι εικόνες που περιγράφει ο δημοσιογράφος είναι συγκλονιστικές. Ο συγγραφέας των σπουδαιοτάτων εργων «το αμάρτημα της μητρός μου» και «ποίος ο φονεύς του αδελφού μου», μιλά ασυνάρτητα, αναφέρεται σε φανταστικές συναντήσεις του με τον Βασιλέα Γεώργιο τον Α΄ του υπόσχεται οτι δεν πρόκειται να δώσει τα εκατομμύρια που εχει στον πολιτικό αντίπαλο του Τρικούπη τον Δηλιγιάννη και απαγγέλει ενα ωραίο του ποίημα την “Μαργαρώ”, με τα κατάμαυρα μάτια του να σπινθηροβολούν και μετά να χάνουν την ζωντάνια τους, η διάνοιά του να θολούται και τα μάτια του να ξαναπαίρνουν την χαύνουσα εκφραση και να αρχίζει να γελά…
«Ηγέρθην να αναχωρήσω. “Μου κάμνετε την χάριν, είπε στρεφόμενος προς το μέρος μου, να προσφέρετε τους χαιρετισμούς μου, εις τον Παλαμάν και τον Δροσίνην…
-Υπάρχει καμία ελπίς ιατρέ, ήτο η πρώτη μου ερώτησις μόλις εξήλθομεν της αιθούσης.
“Δυστυχώς ουδεμία, ούδ’ η αμυδροτέρα ακτίς ελπίδος, Πάσχει εκ προϊούσης γενικής παραλύσεως και η νόσος του ευρίσκεται εις το τελευταίον της στάδιον…
Ο Γεώργιος Βιζυηνός, διαισθανόμενος το τέλος του ζήτησε παπά από τη Μονή Δαφνίου να τον μεταλάβει. Εγκατέλειψε τα εγκόσμια, αλλά τα κείμενα του παραμένουν αθάνατα.

Σάββατο, 19 Δεκεμβρίου 2009
Το άρθρο δημοσιεύεται στην εφημερίδα REAL NEWS (20-12-2009)

Στίχοι του Φρενοκομείου
Μεσ’ στα στήθια η συμφορά
σαν το κύμα πλημμυρά,
σέρνω το βαρύ μου βήμα
σ’ ένα μνήμα!

Σαν μ’ αρπάχθηκε η χαρά
που εχαιρόμουν μια φορά
έτσι σε μιαν ώρα..
μεσ’ σ’ αυτήν την χώρα
όλα άλλαξαν τώρα!

Κι απο τότε που θρηνώ
το ξανθό και γαλανό
και ουράνιο φώς μου,
μετεβλήθη εντός μου
και ο ρυθμός του κόσμου.

Μεσ’ στα στήθια η συμφορά
σαν το κύμα πλημμυρά,
σέρνω το βαρύ μου βήμα
σ’ ένα μνήμα…

Τον σταυρό τον αψηλό
αγκαλιά γλυκοφιλώ
το μυριάκριβο όνομά της
κι απ’ τα χώματά της

η φωνή της η χρυσή
με καλεί “έλα και σύ
δίπλα στο ξανθό παιδί σου
και κοιμήσου!”

Πηγή: http://christiannaloupa.wordpress.com/2010/05/14/%CE%B3%CE%B5%CF%8E%CF%81%CE%B3%CE%B9%CE%BF%CF%82-%CE%B2%CE%B9%CE%B6%CF%85%CE%B7%CE%BD%CF%8C%CF%82-%CF%84%CE%BF-%CF%84%CF%81%CE%B1%CE%B3%CE%B9%CE%BA%CF%8C-%CF%84%CE%AD%CE%BB%CE%BF%CF%82-%CE%B5%CE%BD/





Σκέψεις που διατυπώθηκαν για το έργο του



« Ο Βιζυηνός εκδηλώνει σε κάθε σελίδα την ικανότητά του να κατανοεί το πολυσύνθετο κι αντιφατικό βάθος των ανθρώπων, να ψυχολογεί, να εμψυχώνει, να δονίζει και να κινεί τα πρόσωπά του, να παρακολουθεί και να ξεδιπλώνει βαθμιαία την εξέλιξη και τις πτυχές των χαρακτήρων
( Άλκης Θρύλος)


«Ο Βιζυηνός φρόντισε να καλομελετήσει τους ήρωές του και την εξέλιξη των αισθημάτων και των σκέψεών των να την συνδέσει με τραγικήν υπόθεση, ώστε να είναι δυνατό να εμφανιστεί έτσι το εσωτερικό τους εγώ μ’ όλο του το πλάτος (…) Έτσι αποτελεί το καθένα ξεχωριστό ψυχογραφικό κόσμο, όπου τα υποκείμενα εξετάζονται με λεπτομέρεια και μεγάλη ποικιλία περνώντας κάτω από τα μάτια μας γεμάτα συνταραγμό από τα πάθη και τους πόνους που τα δέρνουν
( Α. Γιαλούρης)

« Στα διηγήματα του Βιζυηνού, όπως και στα ποιήματά του, είδαμε, βρίσκει κανείς την ελληνική ζωή. Στο Βιζυηνό αναπνέει κανείς ελληνικό αέρα, ξαναβρίσκει το ελληνικό χωριό, γνώριμους τύπους, ελληνικές συνήθιες. (…) Τα διηγήματα του Βιζυηνού είναι ψυχολογικά, γραμμένα στην καθαρεύουσα αλλά στα διαλογικά τους μέρη στη δημοτική. Κι επειδή σ’ ένα μεγάλο μέρος τους μιλάνε ή διηγούνται τα πρόσωπα, μπορεί να πη κανείς πως η δημοτική μπήκε στον πεζό λόγο από τον Βιζυηνό»
(Γ. Βαλέτας)

« Δεν είναι ο στενός ηθογράφος, φωτογράφος των ρηχών ψυχικών καταστάσεων του χωριού· είναι βέβαια ηθοποιός, κατορθώνει, δηλαδή, να υποκαθίσταται στο ύφος και στα ήθη των προσώπων που μας παρουσιάζει, μα μέσα στη δράση και τα αισθήματα των ηρώων, είτε ο άλλοτε εαυτός του είναι, είτε άλλος, νιώθουμε κατευθύνσεις και καϋμούς, ψυχικές ενέργειες και πάθη πανανθρώπινα.
( Κ. Κόντος)

«Ο Βιζυηνός είναι επιπλέον δραματικός και είναι ζωγράφος χαρακτήρων. Μέσα στα δράματα αυτά δεν παριστάνονται κοινωνικά ήθη, αλλ’ αναπτύσσονται χαρακτήρες ατομικοί, που διακρίνονται από τον γύρω κόσμο.»
(Π.Παπαχριστοδούλου)

« Κάθε ήρωας ζει το δικό του απόλυτα συνειδητό δράμα, πιο συγκεκριμένα ακόμα υποφέρει από κάποια βασανιστική σκέψη, που του καταντά τη ζωή μαρτύριο. Κι απ’ αυτή την έμμονη και βασανιστική σκέψη, δε βρίσκει στο τέλος τη λύτρωση, όσο κι αν προσπαθήσει. Γι’ αυτό διαβάζοντας κανείς τα διηγήματα του Βιζυηνού αισθάνεται λύπη και πόνο πολύ για την ανθρώπινη αδυναμία.»
( Κ. Μαμμώνη)

«Λυρική αυτοβιογραφία είναι ο καλλίτερος ορισμός που δόθηκε στο έργο του Βιζυηνού (…) [άλλες αρετές του έργου του Βιζυηνού είναι] η απλότητα, η ειλικρίνεια, το βαθύ αίσθημα, η αληθινή δραματικότητα και ιδιαίτερα η ηθογραφική και ψυχογραφική ικανότητα.»
(Ε. Καμαριανάκης)

« Δεν τον ενδιαφέρει η επιφάνεια και η εξωτερική περιπέτεια. Ενδιαφέρεται περισσότερο για τη δραματική, ηθική και ψυχολογική δομή, συλλαμβάνοντας εκ των «έσω» τον άνθρωπο μέσα στις αμοιβαίες συγκρούσεις των αντίθετων χαρακτήρων των ηρώων του. Αυτή η μέθοδο των ψυχολογικών αντιθέσεων του είναι ιδιαίτερα αγαπητή και τη χειρίστηκε με μεγάλη επιτυχία (…)
( Κ. Θρακιώτης)

« Στις σελίδες των διηγημάτων του πάνε πλάι πλάι ο ηθογράφος κι ο ψυχογράφος σε μια συνεργασία κι ένα σφιχτό δέσιμο με το άφθονο αυτοβιογραφικό υλικό και παρουσιάζει υποδειγματική ενότητα.»
(Π. Χάρης)


Πηγη: http://logotexniakatefthinsis.blogspot.com/



«Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου»



Άλλα αποσπάσματα του έργου



Η μοιραία ομοιότητα του Χρηστάκη και του ταχυδρόμου



«Ήταν συνομήλικος του Χρηστάκη και τον έμοιαζε πολύ στο ανάστημα και ταις πλάταις. Όσον ήτο μικρός ήρχετο συχνά στο σπίτι μας· μα σαν εμεγάλωσε κ’ επήρεν άσχημο  δρόμο, δεν ημπορούσα να τον βλέπω μπροστά μου. Γιατί πολλές φορές έκαμνε το κακό, και τον έπαιρναν για τον Χρηστάκη. Τόσο πολύ τον έμοιαζε· και σαν συντεχνίταις όπου ήτανε φορούσαν και τα ίδια τα ρούχα. Γι’ αυτό τον έβαλα μιαν ημέρα μπροστά. Από τότε δεν εξαναπάτησε στο κατώφλοιό μας· κ’ εκείνη τη βραδειά ήλθε…»



Ηθογραφία – μια σκηνή επαρχιακής δεισιδαιμονίας, που προοικονομεί το τέλος του Χρηστάκη

«Η μητέρα και οι δύο γιοι της, Χρηστάκης και Μιχαήλος, βάζουν στη ζεστή πλάκα του τζακιού τα «σούρβα», τα μάτια της κρανιάς, για να μάθουν το μέλλον τους:

Ύστερα ωνομάτισε τον Χρηστάκη – και διες εσύ! Το μάτι της σουρβιάς έμεινε πα’ στην πλάκα που τώβαλε, σιγανό και ακίνητο, ώστε που εμαύρισε κ’ εκάπνισε κ’ έγειρεν  ολίγο και εκάηκε! – Χριστός και Παναγιά, παιδάκι μου! του είπα. Δεν έβαλες καλό σούρβο! Κ’ επήρα την σουρβιάν από το χέρι του κ’ εδιάλεξα το πιο καλό το μάτι και άνοιξα καινούριο τόπο στην φωτιά και το έβαλα...Εκάπνισεν ολίγο, εμαύρισεν, ετανίσθη κ’ έμεινε στον τόπο! Τοτ’ εγέλασεν ο Χρηστάκης δυνατά κ’ επήρεν ένα δαυλί και ανεκάτωσε τα κάρβουνα και είπε·
- Εγώ, μητέρα, είμαι βασταγερός άνθρωπος, το ξέρεις. Έτσι εύκολα εύκολα δεν πηδώ να φύγω μεσ’ από λίγη ζέστη σαν και λόγου σας. Αν θέλεις να ιδής την τύχη μου, φερ’ εδώ!
- Και πήρε το κλωνί από το χέρι μου και το έβαλε μεσ’ στην φωτιά. Κ’ επυρώθηκαν τα σούρβα και ήρχησαν να βροντούν και να πηδούνε…     (σσ. 62-63)

           
Τώρα, λέγε μου εσύ ό,τι θέλεις. Σούρβα είναι σούρβα, το ξέρω. Και την τύχη την βλέπουν για την συνήθεια, όχι για την αλήθεια, κι αυτό σωστό. Μα όταν θυμηθώ τους κούφιους εκείνους κρότους και ταις μακρυναίς τουφεκαίς, που ύστερ’ από λίγαις ημέραις άρχησαν ν’ ακούγωνται τριγύρω στα χωριά, μου ξεσηκόνετ’ η καρδιά μου, και δεν μπορώ να ησυχάσω. Το πράγμα ήταν καθαρό και ξάστερο, μα μεις δεν το ψηφήσαμε, μόνο το πήραμ’ έλαφρυά κ’ εγελάσαμεν». 

Απαντήσεις στις ερωτήσεις του σχολικού βιβλίου:

Μέσα από το διάλογο αποκαλύπτονται οι χαρακτήρες των προσώπων και η σχέση και οι δεσμοί ανάμεσά τους. Να τους βρείτε και να παρακολουθήσετε πώς γίνεται αυτό.

Από τα πρόσωπα που παρουσιάζονται στο απόσπασμα του διηγήματος κυριαρχεί η μητέρα του αφηγητή, ο χαρακτήρας της οποίας αποκαλύπτεται τόσο μέσα από το διάλογό της με τον αφηγητή όσο και στην εκτενέστερη σκηνή με τον αδερφό του αφηγητή, το Μιχαήλο. Η πρώτη εντύπωση που λαμβάνουμε για τη μητέρα είναι πως έχοντας βιώσει ανείπωτο πόνο από τη δολοφονία του γιου της, του Χρηστάκη, επιθυμεί πλέον, όσο τίποτε άλλο, να εκδικηθεί το φονιά του γιου της. Η μητέρα, μάλιστα, δε θέλει απλώς να τιμωρηθεί ο φονιάς, θέλει να βρίσκεται η ίδια εκεί όταν θα απαγχονίζεται ο φονιάς, ώστε να μπορέσει να τραβήξει με τα χέρια της το σχοινί που θα αφαιρέσει τη ζωή του. Η ανάγκη αυτή για εκδίκηση, βέβαια, δεν υποδηλώνει πως η μητέρα είναι ένας σκληρός άνθρωπος, δείχνει κυρίως την ένταση του πόνου που έχει υποστεί και την ανάγκη της να διοχετεύσει κάπου όλη αυτή την πίκρα. Η μητέρα του αφηγητή είναι πάνω απ’ όλα μια μητέρα που έχει χάσει το παιδί της και υποφέρει, όχι μόνο για το θάνατο του παιδιού της αλλά και γιατί γνωρίζει πως δεν στάθηκε ικανή να προστατέψει το γιο της, γι’ αυτό έστω και τώρα, θέλει να κάνει κάτι για το παιδί της, θέλει να συμμετάσχει στην τιμωρία του φονιά του.
Το βασικό επομένως στοιχείο που αντλούμε για το χαρακτήρα της μητέρας είναι η δίχως όρια αγάπη που αισθάνεται για τα παιδιά της, στοιχείο που ενισχύεται και μέσα από το διάλογο που έχει με τον άλλο της γιο, το Μιχαήλο, όταν ο αφηγητής απουσίαζε στο εξωτερικό και η μητέρα υπέφερε, μη γνωρίζοντας που βρίσκεται το παιδί της και αν είναι καλά στην υγεία του. Για άλλη μια φορά η μητέρα είναι ανήμπορη να βοηθήσει το παιδί της που λείπει κι αυτό την ωθεί σε μια αδιάκοπη προσπάθεια να μάθει νέα του, αλλά και να προσφέρει βοήθεια σε όποιον την έχει ανάγκη, με την ελπίδα ότι κάποιος άλλος, στα πλαίσια μιας συμπαντικής ισορροπίας, θα συντρέξει το παιδί της, όπου κι αν βρίσκεται αυτό. Η μητέρα ρωτά με αγωνία τους διαβάτες αν έχουν ακούσει κάτι για το γιο της και παράλληλα σπεύδει να βοηθήσει όποιον βρίσκεται σε ανάγκη, έστω κι αν αυτός είναι ένας Τούρκος. Από τον τρόπο, άλλωστε, που η μητέρα προσφωνεί και αντιμετωπίζει τον Κιαμήλη, συνειδητοποιούμε πως η αγάπη που έχει να προσφέρει, όχι μόνο στα παιδιά της, αλλά και στους συνανθρώπους της, είναι ανεξάντλητη.
Το επόμενο πρόσωπο που μπορούμε να διακρίνουμε είναι ο ίδιος ο αφηγητής, ο οποίος βλέποντας πόσο βασανίζεται η μητέρα του με σκέψεις και αισθήματα μίσους για το φονιά του αδερφού του, επιχειρεί να καθησυχάσει τις εκδικητικές της διαθέσεις μιλώντας της για την αξία της δημόσιας δικαιοσύνης και προσφέροντάς της μια πιο ψύχραιμη ματιά στο θέμα της εκδίκησης. Ο αφηγητής προβάλλει εδώ σαφώς πιο συγκρατημένος και με μεγαλύτερο έλεγχο στα συναισθήματά του, γεγονός που οφείλεται στις μακροχρόνιες σπουδές του που του επιτρέπουν να εκλογικεύει σε μεγαλύτερο βαθμό όσα αισθάνεται. Το κίνητρο του αφηγητή, βέβαια, για τις προσπάθειές του αυτές είναι η αγάπη που έχει για τη μητέρα του και η επιθυμία του να τη δει να ηρεμεί και να μην αφήνει το μίσος της για το δολοφόνο να ταράζει την ψυχή της.
Ο χαρακτήρας, πάντως, που διαγράφεται πιο ανάλαφρος και αποκαλύπτει μια ελαφρύτερη διάθεση απέναντι στα τραγικά γεγονότα που έπληξαν την οικογένεια του αφηγητή, είναι ο αδερφός του ο Μιχαήλος, ο οποίος μοιάζει πάντοτε έτοιμος να αστειευτεί και να γελάσει, χωρίς αυτό να σημαίνει πως αγαπά λιγότερο την οικογένειά του. Ο Μιχαήλος ανήκει στην κατηγορία των ανθρώπων που αντιμετωπίζουν τις δυσκολίες της ζωής με χιούμορ, χρησιμοποιώντας τους αστεϊσμούς ως μηχανισμό άμυνας απέναντι στην πραγματικότητα που συχνά δείχνει το σκληρό της πρόσωπο στους ανθρώπους. Είναι πάντοτε έτοιμος να βρει την αστεία πλευρά των πραγμάτων και δε διστάζει να διακωμωδεί ακόμη και τις συμπεριφορές της μητέρας του, την οποία όμως σέβεται απόλυτα και δεν τολμά ποτέ να της αντιταχθεί.
Τέλος, ο Κιαμήλης και η μητέρα του, που στο απόσπασμα αυτό παρουσιάζονται σε μικρότερο βαθμό, βρίσκονται κοντά στην οικογένεια του αφηγητή για να εκφράσουν την ευγνωμοσύνη τους, αποδεικνύοντας πως η καλοσύνη και η ανθρωπιά δε γνωρίζουν φυλετικές διακρίσεις και φέρνουν τους ανθρώπους κοντά, ανεξάρτητα από την ιδιαίτερη εθνική τους κουλτούρα και θρησκεία.

Στην πρώτη σελίδα του αποσπάσματός μας ο συγγραφέας προσπαθεί να καθησυχάσει τη μάνα του. Γιατί δεν μπορεί να το πετύχει;

Η μητέρα του αφηγητή θέλει να εκδικηθεί το φονιά του γιου της, κι αν αυτό είναι δυνατό θέλει να συμμετέχει και η ίδια στον απαγχονισμό του, καθώς μόνο έτσι θα μπορέσει να καταλαγιάσει το μίσος που φουντώνει μέσα της για τον άνθρωπο που της στέρησε το παιδί της. Ο πόνος που αισθάνεται για το χαμό του παιδιού της θολώνει την κρίση της και ξυπνά μέσα της βίαιες διαθέσεις εκδίκησης και μια ασίγαστη ανάγκη να δει το δολοφόνο του παιδιού της να πληρώνει το τίμημα για το έγκλημα που διέπραξε. Παράλληλα, η μητέρα ίσως αισθάνεται και ενοχές που δεν ήταν εκεί να προστατέψει το παιδί της και που δεν μπόρεσε να αποτρέψει το χαμό του, καθώς οι γονείς είναι πάντοτε έτοιμοι να κάνουν οτιδήποτε για τα παιδιά τους και αισθάνονται απίστευτο πόνο όταν δεν τους δίνεται καν η ευκαιρία να προσπαθήσουν να σώσουν το παιδί τους, όταν συνειδητοποιούν πως κάποια γεγονότα βρίσκονται έξω από το δικό τους έλεγχο κι από τις δικές του δυνάμεις. Άλλωστε, η μητέρα του αφηγητή ένιωθε από την πρώτη στιγμή πως ο γιος της ο Χρηστάκης δεν έπρεπε να αναλάβει το ταχυδρομείο στη θέση του Χαραλάμπη και ενώ τότε προσπάθησε να τον αποτρέψει, τώρα ίσως σκέφτεται ότι θα έπρεπε να είχε επιμείνει περισσότερο στην άρνησή της.

Ποιον τρόπο ακολουθεί στην αφήγησή του ο αδελφός του συγγραφέα; Ποια είναι τα αποτελέσματα της μεθόδου αυτής;

Ο Μιχαήλος δίνει την αφήγησή του παραθέτοντας τους διαλόγους της μητέρας με τον περαστικό αλλά και με τον ίδιο, προσφέροντας έτσι στο διήγημα ζωντάνια, παραστατικότητα αλλά και τονίζοντας τη θεατρικότητα του κειμένου. Με τον αφηγηματικό αυτό τρόπο ο Μιχαήλος μας παρέχει τη δυνατότητα να παρακολουθήσουμε με λεπτομέρεια τις αντιδράσεις και τα συναισθήματα της μητέρας, η οποία από την ανησυχία και τη στεναχώρια που έχει για το γιο της που λείπει στα ξένα, φτάνει σε ακραίες συμπεριφορές. Μέσα από τα λόγια της μητέρας αποκαλύπτεται η ένταση των συναισθημάτων της και γίνεται πλήρως αντιληπτός ο καημός της για τον ξενιτεμένο γιο της, ενώ παράλληλα μας παρουσιάζεται η μεγαλόψυχη στάση της απέναντι στον άρρωστο Κιαμήλη και εξηγείται πλέον η ευγνωμοσύνη που έχουν ο νεαρός Τούρκος και η μητέρα του προς τη μητέρα του αφηγητή.

Πώς κατορθώνει ο συγγραφέας να δημιουργήσει κωμική κατάσταση μέσα από την τραγικότητα του πληγωμένου Τούρκου;


Ο Μιχαήλος όταν αντικρίζει τον Κιαμήλη για πρώτη φορά, βλέπει έναν άνθρωπο που δεν έχει συνείδηση των πράξεών του, από τη μία να γλυκομιλά σ’ ένα βάτο και από την άλλη να απειλεί μια αγριαγκινάρα. Η εικόνα αυτή είναι βέβαια κωμική καθώς ο Μιχαήλος αγνοούσε την ιστορία του Κιαμήλη κι έβλεπε απλώς τις παραληρηματικές πράξεις ενός ανθρώπου, αλλά υποδηλώνει παράλληλα και την ένταση στην οποία βρισκόταν ο πληγωμένος Τούρκος, ο οποίος από τη μία εκδήλωνε την τρυφερότητα που αισθανόταν για την κοπέλα που αγαπούσε κι από την άλλη εξέφραζε το μίσος του για εκείνον που είχε σκοτώσει τον αδελφοποιτό του φίλο.

Με ποιες φράσεις, στις δυο τελευταίες σελίδες, προοικονομεί ο συγγραφέας ότι ο Κιαμήλης είναι ο φονιάς;

Ο συγγραφέας προοικονομεί το γεγονός ότι ο Κιαμήλης είναι ο φονιάς του Χρηστάκη, όταν μας αποκαλύπτει ότι οι δυο τους δε συναντήθηκαν ποτέ, καθώς ο Χρηστάκης απουσίαζε όταν έφεραν για πρώτη φορά τον Κιαμήλη στο σπίτι τους κι έπειτα όταν έμαθε για τον άρρωστο Τούρκο δεν παρουσιάστηκε καθόλου στο σπίτι και προτίμησε να μείνει σε μια θεία τους. «Ο Χρηστάκης ο μακαρίτης εγύριζε τότε στα χωριά της επαρχίας, με τες πραμάτειες επάνω στ’ άλογο... Και σαν έμαθε πως έχουμε τον άρρωστο εις το σπίτι, επήγε κι έρριψε την κάπα του εις της θείας μας το σπίτι, στο Κρυονερό... Εφτά μήνες είχαμε τον άρρωστο στο σπίτι, εφτά μήνες δεν επάτησε το κατώφλιό μας.» Ο Χρηστάκης έμεινε μακριά από το σπίτι της οικογένειας για εφτά ολόκληρους μήνες, γεγονός που σημαίνει ότι ο Κιαμήλης δεν είχε ποτέ την ευκαιρία να τον δει και να αντιληφθεί έτσι την τραγική ομοιότητα που υπήρχε ανάμεσα στο Χρηστάκη και το Χαραλάμπη.

ΠΗΓΗ:  http://latistor.blogspot.com/2011/01/blog-post_05.html#ixzz3DropCOiS




Γ. Βιζυηνού, «Ποίος ήτο ο φονεύς του αδελφού μου»

ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

1.       Να προσδιορίσετε τις ιστορικές συνθήκες κατά τη διάρκεια των οποίων εξελίσσονται τα γεγονότα.



2.       Για το έργο του Βιζυηνού έχουν διατυπωθεί οι παρακάτω απόψεις: « Στις σελίδες των διηγημάτων του πάνε πλάι πλάι ο ηθογράφος κι ο ψυχογράφος σε μια συνεργασία κι ένα σφιχτό δέσιμο με το άφθονο αυτοβιογραφικό υλικό και παρουσιάζει υποδειγματική ενότητα.»

(Π. Χάρης)

 «Ο Βιζυηνός φρόντισε να καλομελετήσει τους ήρωές του και την εξέλιξη των αισθημάτων και των σκέψεών τους να την συνδέσει με τραγικήν υπόθεση, ώστε να είναι δυνατό να εμφανιστεί έτσι το εσωτερικό τους εγώ μ’ όλο του το πλάτος (…) Έτσι αποτελεί το καθένα ξεχωριστό ψυχογραφικό κόσμο, όπου τα υποκείμενα εξετάζονται με λεπτομέρεια και μεγάλη ποικιλία περνώντας κάτω από τα μάτια μας γεμάτα συνταραγμό από τα πάθη και τους πόνους που τα δέρνουν

( Α. Γιαλούρης)

Πιστεύετε ότι επιβεβαιώνονται οι απόψεις αυτές από το απόσπασμα που σας δόθηκε;



3.       Ποιοι είναι οι χαρακτήρες που εντοπίζονται στο απόσπασμα και ποιοι παράγοντες πιστεύετε ότι συνέβαλαν στη διαμόρφωσή τους και στη συμπεριφορά τους; (π.χ. ηλικία, φύλο, κοινωνική τάξη, μόρφωση, εθνικότητα, σχέσεις με άλλους ανθρώπους…)



4.       Ποιους αφηγηματικούς τρόπους χρησιμοποιεί ο συγγραφέας για να ξεδιπλώσει την πλοκή του έργου του;





5.       Ποια είναι η σχέση του αφηγητή με τα γεγονότα;


6.       Να γράψετε μια σελίδα ημερολογίου στο οποίο θα υποδύεστε την μητέρα του Γιωργή που ξεδιπλώνει την πίκρα της που έχασε το γιο της και το μίσος της για το φονιά του.
 

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ


"Σαν νά 'χανε ποτέ τελειωμό τα πάθια κι οι καημοί του κόσμου.!



Είπε με την λεπτή φωνούλα της και γύρισε το φλιτζανάκι του καφέ ανάποδα απάνω στο πιατάκι.
-Γιαγιά ξέρεις να λες τον καφέ? ρώτησε η δωδεκάχρονη και σπίθισαν τα ματάκια της από πονηρεμένη περιπαιχτική διάθεση
-Τι λες παιδάκι μου, οι καφέδες και τα χαρτιά είναι της σολομωνικής...κάνω εγώ τέτοια πράγματα?
-Τότε γιατί γυρνάς το φλιτζανάκι ανάποδα αμέσως μετά την τελευταία γουλιά καφέ?
Το γυρνάς και θα το διαβάσεις αργότερα, όταν εγώ θα φύγω...
-Πα, πα πα  τι είναι αυτά που λες  γιατε μένα?
Έτσι κατά το συνήθειο...όπως τοκανε η μάνα μ'  και το Ουρανιώ.
΄-Ουρανιώ την λέγανε την δική σου γιαγιά?
-Ουρανιώ...ναι αχ ! όχι λάθος λάθος στα' πα...ανασήκωνε το βλέμμα της από το εργόχειρο , ανέβαζε το δεξί φρύδι ψηλά και άρχιζε ν' αναφέρει  όλο το γενεαλογικό κλαρί των γυναικών της οικογένειας.
Η Νεραιδούλα η Μανιάτη έκανε το Ουρανιώ, το Ουρανιώ γέννησε τ'Αμυγδαλιώ, τ'Αμυγδαλιώ το Κοντυλιώ, το Κοντυλιώ την Μαριγούλα, η Μαριγούλα την μάνασ' και η μάνασ' εσένα το βάσανο πού ’ρχεσαι κάθε μεσημέρι και μου τριβιλίζεις το κεφάλι μ'  και δεν μ' αφήνεις ήσυχη να τελειώσω την δουλειά μ...  έλεγε και μέσα σε πνιχτά γελάκια χαμήλωνε το βλέμμα πάνω στην "δουλειά της" όπως συνήθιζε να αποκαλεί όλα τα εργόχειρα που κεντούσε  καθημερινά με ρυθμούς ολοήμερης εργασιακής υποχρέωσης, κατάλοιπο των ακατάπαυστων ωρών εργασίας της ζωής της, πάνω από το βελόνι όπως συνήθιζε να αναφέρει μ'αυτό, το επάγγελμα της μοδίστρας.
-Γιαγιά αυτό που είπες προηγουμένως-πώς τόπες αλήθεια-τα πάθια και οι καημοί του κόσμου, τι ωραίο που ήταν ...μ' αρεσε! Πώς ακριβώς τόπες?
-Α! αυτό δεν είναι δικό μου. Είναι κουβέντα πού ’γραψε ο κυρ-Αλέξανδρος! Ξέρεις για ποιον κυρ-Αλέξανδρο σου μιλώ...τον Αλέξανδρο του νησιού μου! Τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, τον Άγιο των Γραμμάτων!

Η Μάνα μ' συχνά μου ανέφερε πως μια μακρινή συγγένεια την έδενε μαζί του...τον θυμούμαι καλά.
-Θυμάσαι τον Παπαδιαμάντη? Αλήθεια? Τόσο μεγάλη είσαι γιαγιά?
-Γεννήθηκα στα 1888. Ο κυρ-Αλέξανδρος, πέθανε τον Γενάρη του 1911. Ήμουν αρκετά μεγάλη  κοπέλα και τον θυμούμαι σχεδόν τυφλό, υποβασταζόμενο από τις δύο γεροντοκόρες αδελφές του, να προχωρούν μέρα μεσημέρι κρατώντας φανάρι.
Λέγανε πως τάχε λίγο χάσει τα λογικά του. Ίσως και να ’ταν κάτω από την επήρεια του αλκοόλ. Τα έτσουζε ο κυρ-Αλέξανδρος. Το κρασάκι ήταν η αδυναμία του.
Περιφερόταν σχεδόν ρακένδυτος. Ο πατέρας του ήταν παπάς και έκανε πολλά παιδιά .
9 τον αριθμό μού ’λεγε η μάναμ'. Πολλά απ' αυτά πέθαναν γρήγορα.
Εγώ γνώρισα μόνο τις τρείς αδελφές του οι οποίες του  παραστάθηκαν με αφοσίωση, σε όλες τις δύσκολες στιγμές και στις αρρώστιες του, σαν μάνες! Ήταν φιλάσθενος.
Στο νησί μας, υπήρχε ένα μοναστήρι. Η μονή του Ευαγγελισμού.
Εκεί φοιτούσαν  πολλά παιδιά ιδίως τα παπαδοπαίδια

 Ο Αλέξανδρος τα πρώτα του γράμματα τα έμαθε εκεί.
Τις δύο πρώτες τάξεις του  Ελληνικού Σχολείου ή Σχολαρχείου όπως το λέγαμε τότε, τις έβγαλε κι' αυτές στο νησί μας, μαζί με τον ξάδελφό του  Αλέξανδρο Μωραιτίδη, κατοπινό ανταγωνιστή του στα γράμματα και την λογοτεχνία.
Λέγανε λοιπόν πως ως μαθητής ο Αλέξανδρος ήταν συνεσταλμένος και ντροπαλός.
Από την αρχή όμως ξεχώρισε για την εξυπνάδα και επιμέλειά του. Ήταν πολύ καλός μαθητής. Μόνο στα αριθμητική είχε χαμηλό βαθμό.
Την τελευταία τάξη αναγκάστηκε να πάει να την  βγάλει δίπλα  στην Σκόπελο, γιατί ο δάσκαλός του έφυγε απο το νησί.
Στην συνέχεια ο πατέρας του τον έστειλε γυμνάσιο στην Χαλκίδα και νομίζω πως  το τελείωσε στο Βαρβάκειο της Αθήνας.
Η οικογένειά του φτωχή οπότε αναγκάστηκε απο μικρός να παραδίδει μαθήματα και να προγυμνάζει τους μικρούς μαθητές, έτσι ώστε να κερδίζει το ψωμί του.
Γράφτηκε και στο Πανεπιστήμιο στην Φιλοσοφική Σχολή, την οποία όμως δεν την τελείωσε, δεν κατάφερε να πάρει το δίπλωμά του, γιατί η φτώχεια και η ασθενική του κράση τον εμπόδισαν.
 Αυτό στάθηκε μαράζι για τον  πατέρα του, που τον περίμενε ο φτωχός να γυρίσει καθηγητής στο νησί για να βοηθήσει και τις αδελφές του.
Γνώριζε πολύ καλά Γαλλικά αλλά και Αγγλικά.
Τα γαλλικά τάχα μάθει και ΄γω  στις Καλόγριες.
Υπήρχαν μοναστήρια με καλόγριες που μιλούσαν την γαλλική, στην Σκιάθο και πολλά παιδιά ευπόρων οικογενειών ιδίως καπεταναίων όπως ήμουν κι' εγώ, φοιτούσαν εκεί και μάθαιναν ξένες γλώσσες.
΄Αρχισε λοιπόν να κάνει μεταφράσεις γιατί εκείνοι την εποχή λίγοι γνώριζαν  ξένες γλώσσες τόσο καλά όσο εκείνος.
 Όμως οι απολαβές του δεν ήσαν τόσο μεγάλες και αναγκαζόταν να ζει φτωχικά, λιτοδίαιτα.

Δούλεψε και ως δημοσιογράφος στην εφημερίδα Ακρόπολη.
Εκείνη την περίοδο κατάφερε να δει περισσότερα χρήματα στα χέρια του.
Τα μοίραζε όμως όλα στους φτωχούς. Πολλοί φτωχοί  της Σκιάθου βοηθήθηκαν από τα χρήματα  που έστελνε στους γονείς του και στην εκκλησία του νησιού για να μοιραστούν σε χήρες κι' ορφανά.

 Γενικά στην ζωή του ήταν κλειστός άνθρωπος, σχεδόν απλησίαστος.
Τού άρεσε η μοναξιά και η απομόνωση μέσα στα βιβλία του.
Ελάχιστους φίλους είχε.
Κάθε τόσο όταν τον κούραζε η αδικία του κόσμου στην Αθήνα, έφευγε και γυρνούσε πίσω στο νησί μας για  να πάρει δύναμη να πιάσει την  πέννα του και να εξιστορήσει με τον τρόπο που μόνο αυτός γνώριζε τις αναμνήσεις, τους θρύλους, την φτώχεια και τους καημούς του κόσμου!
Έζησε βασανισμένη ζωή.  Η εντατική εργασία, το ξενύχτι και προπάντων το κρασάκι που σιγά-σιγά του έγινε πάθος, το τσιγάρο και η καθημερινή υπερβολική κούραση του κατάστρεψαν την υγεία και  τον έφεραν γρήγορα στο θάνατο.

Μέσα στα διηγήματά του θα συναντήσεις όλες τις ομορφιές του νησιού μου, τις ρεματιές, τα καταπράσινα υψώματα, τις  χρυσές αμμουδιές της,  τους γκρεμούς, τις σπηλιές τα γαλήνια ακρογιάλια της , τα λαλάρια της μοναδικά βότσαλα στο κόσμο όλο!

Θα συναντήσεις όμως και τα βάσανα και τις έγνοιες των ανθρώπων της, που μεγαλώνοντας στην ψυχή του γίνονται στοιχειά(στειά) ασυγκράτητα και ξεχύνονται μέσα από την πέννα του με την μορφή των ηρώων του που δεν είναι άλλοι από τον ψαρά, τον αγρότη, τον παπά τον πολυφαμελίτη που παρατά την οικογένεια και γίνεται μετανάστης, την αναξιοπαθούσα χήρα και τ' άμοιρα τα ορφανά αλλά και τις κακές μάγισσες καφετζούδες , χαρτορίχτρες  και κάθε λογής αγύρτισσες.
Και όταν πια τελειώνουν  οι παιδικές του αναμνήσεις, τότε παίρνει τα θέματα του από τη ζωή των φτωχογειτονιών της Αθήνας.
Πολλοί τον ονόμασαν Ντοστογιέφσκι της Ελλάδας κι' αυτό γιατί η περιγραφή του ήταν πάντα τόσο διεισδυτική  μέχρι τα κατάβαθα της ψυχής.
Βαθειά θρησκευόμενος ... έγραψε και ποιήματα θρησκευτικής έμπνευσης, που εξυμνούν τη μητέρα του και την Μητέρα του Κόσμου όλου, την Παναγία.
Ολόκληρη η  θεωρία  του περικλείεται στα παρακάτω λόγια  που έγραψε: «Το έπ έμοι, ενόσω ζω, και αναπνέω καί σοφρωνώ, δεν θα παύσω να υμνώ μετά λατρείας τον Χριστόν μου, να περιγράφω μετ' έρωτος την φύσιν, καί να ζωγραφώ μετά στοργής τα γνήσια ελληνικά ήθη».
Η καθαρεύουσα γλώσσα πού χρησιμοποιεί, δεν σε δυσκολεύει σχεδόν καθόλου, γιατί μέσα σ' αυτήν  βάζει πολλά λαϊκά στοιχεία, με αποτέλεσμα η καθαρεύουσα να γίνεται αντιληπτή και οικεία.
Λίγο πριν το θάνατό του έγραψε και διηγήματα στη δημοτική γλώσσα.
Θα ΄ταν τέλη του Μάρτη  του 1908  όταν επέστρεψε στο νησί.
Όπως είπε χαρακτηριστικά δεν άντεχε άλλο την πόλη της δουλοπαροικίας και των πλουτοκρατών.
Τότε τον ενθυμούμαι εντονότερα. Η υγεία του είχε κλονιστεί, η τύφλωση είχε σακατέψει την ψυχολογία του και βέβαια τον σταμάτησε από την αγαπημένη συγγραφή του.
Εκείνη την περίοδο τον θυμούμαι πολύ καλά να σαν να ’ταν τώρα... να σηκώνεται πολύ πρωί και να φέρνει βόλτες στην ακρογιαλιά με το φανάρι στο ένα χέρι, σαν τον Διογένη, φορώντας πάντα τα  μικρά ολοστρόγγυλα γυαλάκια του. Απ' τ' άλλο χέρι στηρίζονταν στο μπαστουνάκι του συνοδευόμενος πάντα από τις αδελφές του.
Στην συνέχεια πέρναγε από την βρύση και κατέληγε απέναντι από το σπίτι μας στην εκκλησία.
Πρέπει να πέρασαν κάνα δυο χρόνια από τότε που γύρισε με σακατεμένη την υγεία του, όταν τον Γενάρη του 1911, το κακό νέο εξαπλώθηκε σαν σύννεφο πάνω από την Σκιάθο.
Ο κυρ-Αλέξανδρος απόθανε. Θυμάμαι την κηδεία του, όλο το νησί  είχε βυθιστεί στο πένθος.
Τον έκλαψαν μέχρι και οι πέτρες μας, τον έκλαψε όμως και  η Ελλάδα ολάκερη !

 Έγιναν επίσημα μνημόσυνα στην Αθήνα, στην Πόλη, στην Αλεξάνδρεια κι άλλου.
Οι ποιητές μας του έγραψαν εγκωμιαστικά τραγούδια (Μαλακάσης, Πορφυράς κ.α.) και τα φιλολογικά περιοδικά της εποχής εξέδωσαν τιμητικά τεύχη, αφιερωμένα στη μνήμη του.
 Αργότερα  ο Ελευθερουδάκης εξέδωσε τα «Άπαντα» τα οποία και σας τ' αγόρασα να τα διαβάσετε με τον αδελφό σου.
Το 1925 γίνεται ή γιορτή των αποκαλυπτηρίων της προτομής του στη Σκιάθο και τότε επισκεφτήκανε τη Σκιάθο τετρακόσιοι Γάλλοι διανοούμενοι, που μαζί με εκατόν πενήντα Έλληνες λογοτέχνες και άλλους θαυμαστές του, μίλησαν μπροστά στην προτομή του για το έργο του Γάλλοι και Έλληνες.
Μερικοί φίλοι του δημοσιογράφοι: ο Γαβριηλίδης, ο Καμπούρογλου, ο Κορομηλάς, ο Ζερβός, ο Δημ. Χατζόπουλος που είχε και την φήμη του Μποέμ, είναι οι πρώτοι που μίλησαν ανεπιφύλακτα και εγκωμιαστικά για το έργο του.
Όλοι όμως οι άλλοι και κυρίως οι κριτικοί λογοτέχνες: ο Ροΐδης, ο Βλάχος, ο Μητσάκης, ο Δαμβέργης, ο Κονδυλάκης, ο Ξενόπουλος, ούτε λέξη δεν είπαν  για το έργο του.
Δεν τον συμπάθησαν  για την γλώσσα της καθαρεύουσας που χρησιμοποιούσε.
Μόνο ο Γαβριηλίδης έγραφε για τον δικό μας κυρ-Αλέξανδρο: «Δεν είναι απλός διηγηματογράφος, είναι πνευματικός και ηθικός εργάτης, αγωνιστής της προόδου, της ενημερώσεως, της δικαιοσύνης...».
 Αυτός ήταν ο Παπαδιαμάντης!

 Ένας μεγάλος πνευματικός άνθρωπος, που έζησε μια λιτοδίαιτη ζωή, ζωή που σχεδόν τον αγίασε. Συντροφιά είχε την  απέραντη αγάπη των  φτωχών ανθρώπων του νησιού μας.
έρωτας του στάθηκε η φύση.
Παρηγοριά του πάντα στάθηκε η θρησκεία, η περισυλλογή στην μοναξιά του και το άρωμα της τέχνης της συγγραφής του.
Μοναδική λατρεία η προσήλωσή του  στις παραδόσεις, τα ήθη και τα έθιμα της πατρίδας μας.

Άντε τώρα πήγαινε άνοιξε τα άπαντα που σας αγόρασα και μη ξεχάσεις να διαβάσεις:


τη "Φόνισσα", το " Όνειρο στο κύμα" τη "Στρίγγλα Μάνα", τους Εμπόρους των Εθνών, την Γυφτοπούλα, το Χριστόψωμο, την Μαυρομαντηλού, τον φτωχό άγιο, τ' άγια και πεθαμένα, τ' αγνάντεμα, τις  μάγισσες, το ενιαύσιον θύμα, την φαρμακολύτρια, το μοιρολόγι της Φώκιας, το άνθος του γιαλού, την Σταχτομαζώχτρα, στον Χριστό στο Κάστρο και τόσα τόσα  άλλα ποιήματα αλλά κυρίως πεζογραφήματα, μέσα στα οποία θα διακρίνεις τον πλούσιο συναισθηματικό κόσμο του και την απέραντη, τρυφερή αγάπη του για τον ΄Ανθρωπο!

 

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ ΕΛΥΤΗ ΓΙΑ ΤΗ ΜΑΓΕΙΑ ΤΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ

Η Ακριβούλα, ένα εννιάχρονο κορίτσι, εγγόνι της γρια-Λούκαινας, παγιδεύεται μέσα σε μια στιγμή μουσικής μαγείας και χάνει οριστικά την ίδια τη μαγεία της ζωής. Με μια κραυγή, ένα απλό "μπλουμ", συντελείται το πέρασμα από τη μαγεία της ζωής στο έρεβος του θανάτου. Ακολουθεί ο θρήνος, όχι από ανθρώπινη ύπαρξη αλλά από μια φώκια.
Ο θάνατος της Ακριβούλας πνίγηκε στην άγνοια των άλλων. Η ζωή όμως, δε σταματάει. Συνεχίζει, με όλα της τα βάσανα, τη δική της πορεία.

Σαν νά 'χαν ποτέ τελειωμό
τα πάθια κ' οι καημοί του κόσμου.


Nα πού βρίσκεται η αληθινή μαγεία του Παπαδιαμάντη. Δε ζητά να τεντώσει τα νεύρα μας, να σείσει πύργους και να επικαλεστεί τέρατα. Οι νύχτες του, ελαφρές σαν το γιασεμί, ακόμη κι όταν περιέχουν τρικυμίες, πέφτουν επάνω στην ψυχή μας σαν μεγάλες πεταλούδες που αλλάζουν ολοένα θέση, αφήνοντας μια στιγμή να δούμε στα διάκενα τη χρυσή παραλία όπου θα μπορούσαμε να 'χαμε περπατήσει χωρίς βάρος, χωρίς αμαρτία. Είναι εκεί που βρίσκεται το μεγάλο μυστικό, αυτό το "θα μπορούσαμε" είναι ο οίακας (=πηδάλιο) που δε γίνεται να γυρίσει, μόνο μας αφήνει με το χέρι μετέωρο ανάμεσα πίκρα και γοητεία, προσδοκώμενο και άφταστο. "Σα να 'χανε ποτέ τελειωμό τα πάθια και οι καημοί του κόσμο"...Απόσπασμα από το βιβλίο του Οδυσσέα Ελύτη "Η Μαγεία του Παπαδιαμάντη"

Για το «Μοιρολόγι της φώκιας»
Τα επισφαλή ανθρώπινα στο παπαδιαμαντικό σύμπαν

«Μια απέραντη συμπόνια, πιο χτυπητή ακόμα στην περίπτωση της Ακριβούλας, όπου πια οι άνθρωποι, έτσι κι αλλιώς, χωρίς να το θέλουν, παρουσιάζονται αδιάφοροι για το χαμό της μικρούλας, που βυθίζεται μέσα στα κύματα, τη στιγμή που ίσια ίσια βυθίζεται κι ο ήλιος, ενώ το μοιρολόι για έναν τέτοιο χαμό αναλαμβάνει να το πει μια φώκια, μια απλή συμπονετική φώκια και κανείς άλλος. Εδώ θαυμάζει κανείς τις σκηνοθετικές ικανότητες του διηγηματογράφου. Παρουσιάζει την ανθρωπότητα να λειτουργεί εξακολουθητικά σαν μια μηχανή άψυχη: ο βοσκός παίζει το σουραύλι του, η γριά Λούκαινα φορτωμένη την αβασταγή της ανεβαίνει στο μονοπάτι και η γολέτα βολτατζάρει στο λιμάνι. Συνεχώς η δυσπιστία προς την ασφάλεια που μπορεί να προσφέρει το έδαφος των ανθρωπίνων είναι —και με πολύ έντονο τρόπο— αναπτυγμένη στον Παπαδιαμάντη. Αλλά και το πάτημα του άλλου του ποδιού στα πέραν του κόσμου τούτου, πολύ σταθερό. Η επί γης ευτυχία είναι μια στιγμούλα και η στιγμούλα αυτή είναι ένα σκαλοπάτι για να περάσεις από το άλλο μέρος, το μέρος του θανάτου».
(Ελύτης Ο., 1992, «Η μαγεία του Παπαδιαμάντη», στο Εν Λευκώ,
Αθήνα: Ίκαρος, σελ. 61)
 

γ. Το μοιρολόγι της φώκιας 
Διδακτικές επισημάνσεις

Το διήγημα πρωτοδημοσιεύτηκε το Μάρτιο του 1908, ανήκει δηλαδή στην πλέον ώριμη περίοδο της συγγραφικής παραγωγής του Παπαδιαμάντη και έχει χαρακτηριστεί από μελετητές του έργου του «μικρό αριστούργημα» που ακροβατεί «ανάμεσα στο διήγημα και το λυρικό αφήγημα».
• Να προσδιοριστούν ο τόπος και ο χρόνος της αφηγηματικής δράσης και να διερευνηθεί πώς συμβάλλουν στη δημιουργία της συνολικής ατμόσφαιρας. Να προσεχθεί ότι σχεδόν συμπίπτει ο πραγματικός με τον αφηγηματικό χρόνο.
• Να γίνει αναφορά στα δρώντα πρόσωπα (γρια-Λούκαινα, Ακριβούλα, βοσκός) και στην ξεχωριστή, ποιητική και συμβολική υπόσταση που αποκτά η φώκια, η οποία πονάει για τον πνιγμό της Ακριβούλας και θρηνεί.
• Να προσεχθεί η αντιπαράθεση ζωής και θανάτου στο διήγημα και οι εικόνες που τη συνθέτουν.
• Να επισημανθεί το ανθρώπινο μοιρολόι, με το οποίο αρχίζει το διήγημα, και το μοιρολόι της φώκιας στο τέλος. Να σχολιαστούν οι διαφορές ανάμεσά τους (το πρώτο αναφέρεται στο παρελθόν, σε αλλεπάλληλους θανάτους μακρινούς, το δεύτερο σηματοδοτεί το τώρα, το παρόν).
• Να επισημανθεί το στοιχείο της τραγικής ειρωνείας, όταν η γρια-Λούκαινα αποδίδει τον θόρυβο από την πτώση στη θάλασσα της Ακριβούλας σε βράχο που πέταξε ο βοσκός.
• Να σχολιαστεί τι επιτυγχάνει η τριτοπρόσωπη αφήγηση από έναν παντογνώστη αφηγητή και η ευθύγραμμη εξέλιξη της υποτυπώδους δράσης που κορυφώνεται στον πνιγμό της Ακριβούλας.
• Να γίνει αναφορά στη λεπτομερειακή περιγραφή του τοπίου και στη σκιαγράφηση της γριάς Λούκαινας και των ενεργειών και συναισθημάτων της, που αποδίδονται με τη χρήση του παρατατικού χρόνου. Να συζητηθεί ο συνδυασμός του ρεαλιστικού στοιχείου με το ποιητικό στο διήγημα.
• Να σχολιαστεί η κατακλείδα του διηγήματος, οι τελευταίοι στίχοι από το μοιρολόι της φώκιας, που απηχούν την κοσμοαντίληψη του Παπαδιαμάντη, τη φιλοσοφική εγκαρτέρηση μπροστά στα βάσανα της ζωής που συνεχίζεται στον αέναο ρυθμό της.



Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης «Το μοιρολόγι της φώκιας» (ερωτήσεις και απαντήσεις)

Στο διήγημα υπάρχουν πολλά μερικότερα θέματα (σκηνές, εικόνες, αναφορές) που σχετίζονται είτε με τη ζωή είτε με το θάνατο. Να τα επισημάνετε. Ποια σημασία νομίζετε ότι έχει η αντιπαράθεσή τους για το διήγημα;

Η παρουσία του θανάτου γίνεται αισθητή από την αρχή κιόλας του κειμένου πρώτα – πρώτα μέσω του τίτλου κι αμέσως μετά με την αναφορά στα Μνημούρια, το νεκροταφείο της περιοχής, με το χαρακτηρισμό της γριάς-Λούκαινας ως χαροκαμένης αλλά και με το πένθιμο μοιρολόγι της. Ο θάνατος συνεχίζει να κυριαρχεί στο κείμενο με την εικόνα των μνημάτων, που λάμπουν στον ήλιο, καθώς και με την αναφορά στα πένθη της ηρωίδας. Ακολούθως, η μακάβρια εικόνα των υπολειμμάτων του νεκροταφείου που κυλούν από το γήλοφο προς τη θάλασσα, επαναφέρει θεαματικά το θάνατο στη σκέψη του αναγνώστη. Ο θάνατος αποκτά εν τέλει πρωταγωνιστική θέση στο διήγημα με τη σκηνή του θανάτου της Ακριβούλας και ολοκληρώνει την παρουσία του με το μοιρολόγι της φώκιας και τον υπαινιγμό του δείπνου της.
Η παρουσία της ζωής στο διήγημα δηλώνεται στην αρχή με την αναφορά στα παιδιά που κολυμπούν στο γιαλό, επανέρχεται με τον απολογισμό της γριάς-Λούκαινας για τα παιδιά της που έχουν επιζήσει και κορυφώνεται με την αναφορά στο εύθυμο άσμα του βοσκού που βρίσκεται κρυμμένος σε κάποιο κοίλωμα δίπλα στο νεκροταφείο. Στη συνέχεια η αναφορά στην Ακριβούλα που ξεφεύγει από την προσοχή της μητέρας της για να παίξει κοντά στη γιαγιά της, καθώς και η αναφορά στη φώκια που λικνίζεται στα κύματα υπό των ήχων της φλογέρας, επαναφέρουν τη ζωή στο προσκήνιο.
Οι αναφορές στο θάνατο που εναλλάσσονται με τις αναφορές στη ζωή παρουσιάζουν με έμφαση τη βασική αντίθεση του κειμένου, καθώς ο Παπαδιαμάντης επιθυμεί να δηλώσει στο διήγημά του πως όσο κι αν φαίνεται τραγικό, η ζωή συνεχίζει την πορεία της ακάθεκτη, παρά τη συνεχή παρουσία του θανάτου. Παρά τη μεγάλη αγάπη που έχουμε στους ανθρώπους που φεύγουν, παρά τον πόνο που βιώνουμε για το χαμό τους, η ζωή δεν μπορεί παρά να συνεχίσει την πορεία της. Η σκέψη αυτή, μάλιστα, γίνεται ακόμη πιο έντονη στην υπαινικτική αναφορά του γεύματος της φώκιας, η οποία θρηνεί το νεκρό σώμα της Ακριβούλας, με σκοπό να τραφεί από αυτό.

Με ποια επιμέρους περιστατικά προετοιμάζεται ο πνιγμός της Ακριβούλας, ώστε να μη συμβεί κατά τρόπο αυθαίρετο;

Ο θάνατος της Ακριβούλας, που αποτελεί το κεντρικό περιστατικό του κειμένου, προετοιμάζεται από το συγγραφέα αφενός με τις συχνές αναφορές στο θάνατο που δημιουργούν στον αναγνώστη την αίσθηση πως κάποιος επιπλέον θάνατος επίκειται, κι αφετέρου με την αναφορά στο γεγονός ότι το μικρό κορίτσι έφυγε κρυφά από τη μητέρα του. Η Ακριβούλα ξεκινά μόνη της να βρει τη γιαγιά της χωρίς όμως να γνωρίζει ακριβώς που ξεκινά το μονοπάτι που θα την οδηγούσε σ’ αυτή. Η μικρή ηλικία του παιδιού, η μυστική του απόδραση από το σπίτι και η άγνοια της περιοχής, προοικονομούν το θανάσιμο κίνδυνο του παιδιού, το οποίο μάλιστα παρασύρεται από το τραγούδι του βοσκού κι εγκλωβίζεται σ’ ένα απότομο μονοπάτι. Η κατάσταση του κοριτσιού που φαντάζει αρκετά επικίνδυνη, χειροτερεύει καθώς νυχτώνει και δεν μπορεί πια να δει καθαρά το χώρο γύρω της. Το γεγονός ότι κανείς δεν ακούει την κραυγή της αλλά και η αδυναμία της να εντοπίσει το σωστό δρόμο για να γυρίσει πίσω, καθιστούν πλέον την κατάστασή της οριακή, οπότε το γλίστρημά της από το γκρεμό έρχεται πλέον με φυσικό τρόπο στην αφήγηση και δεν εκπλήσσει τον αναγνώστη.

Το διήγημα αρχίζει με μοιρολόγι (της γριάς Λούκαινας) και τελειώνει με μοιρολόγι (της φώκιας). Ποιο μεταδίδει ισχυρότερη συγκίνηση; Μπορείτε να εξηγήσετε γιατί;

Ισχυρότερη συγκίνηση μεταδίδει το μοιρολόγι της φώκιας, καθώς το μοιρολόγι της γριάς Λούκαινας αναφέρεται σε πένθη που τοποθετούνται πολύ μακριά στο παρελθόν και αφορούν πρόσωπα που δεν είναι οικεία στον αναγνώστη. Αντιθέτως, το μοιρολόγι της φώκιας αναφέρεται σ’ ένα τραγικό θάνατο που έχεις μόλις συμβεί και τον οποίο οι αναγνώστες έχουν παρακολουθήσει με αγωνία από την πρώτη νύξη κινδύνου (την απομάκρυνση του κοριτσιού από τη μητέρα της) μέχρι το μοιραίο γλίστρημα που κατέληξε στον πνιγμό του μικρού παιδιού. Επιπλέον, πρόκειται για το μοναδικό θρήνο που δέχεται η Ακριβούλα, καθώς ο θάνατός της έχει περάσει απαρατήρητος από τους ανθρώπους που βρίσκονται κοντά της. Ούτε η γιαγιά της γνωρίζει πως η εγγονή της βρίσκεται πνιγμένη στην ακτή, ούτε ο βοσκός συνειδητοποίησε πως ο πλαταγισμός που άκουσε προκλήθηκε από την πτώση ενός μικρού παιδιού.

Στο διήγημα, προς το τέλος, μετά τον πνιγμό της Ακριβούλας, παρατηρούμε την επανάληψη του ρήματος «εξηκολούθει» που αναφέρεται κατά σειρά στη γρια-Λούκαινα, στη γολέττα, στο βοσκό. Ποιο νομίζετε ότι είναι το νόημα αυτής της επανάληψης;

Η επανάληψη του ρήματος «εξηκολούθει» έρχεται να τονίσει το βασικό μήνυμα του διηγήματος, πως ο θάνατος -οποιοσδήποτε θάνατος, όσο τραγικός κι αν είναι αυτός- δεν μπορεί να διακόψει την πορεία της ζωής. Η ζωή συνεχίζει ακάθεκτη την πορεία της, έστω κι αν πεθαίνει ένα μικρό κορίτσι, έστω κι αν ο θάνατος αυτός θα προκαλέσει ανείπωτη πίκρα στους δικούς της. Η ζωή τόσο με τις χαρές που έχει να προσφέρει, όσο και με τους καημούς που προκαλεί στους ανθρώπους, συνεχίζει και οι άνθρωποι που παραμένουν ζωντανοί θα συνεχίσουν να υπομένουν τις πίκρες αλλά και να γεύονται τις απολαύσεις της.

Πώς διαγράφεται η μορφή της γριάς Λούκαινας μέσα στο διήγημα;

Η γριά Λούκαινα είναι μια φτωχή, ηλικιωμένη γυναίκα που έχει πληρώσει ακριβό τίμημα στο χάρο, αφού έχει ήδη χάσει πέντε από τα παιδιά της, αλλά και τον άντρα της. Τώρα πια ζει κοντά στη μοναδική κόρη που της απέμεινε και κάνει δουλειές γι’ αυτή, ώστε να της είναι χρήσιμη και να μην την επιβαρύνει με την παρουσία της. Η γριά Λούκαινα έχει ακόμη δύο παιδιά, δύο αγόρια, τα οποία όμως έχουν ξενιτευτεί, οπότε η θλίψη για τα παιδιά της που πέθαναν, καθώς και γι’ αυτά που έχουν φύγει, ακολουθεί διαρκώς τη γερόντισσα και την ωθεί στο συνοδεύει τις εργασίες της μ’ ένα πένθιμο μοιρολόγι. Η ζωή της μοιάζει στιγματισμένη από τα πένθη και τους καημούς, γι’ αυτό και στο άκουσμα του εύθυμου άσματος του βοσκού ενοχλείται και τον θεωρεί κακό οιωνό.

Η γριά Λούκαινα ως το τέλος του διηγήματος δεν αντιλαμβάνεται τον πνιγμό. Νομίζετε ότι αυτό είναι αρετή ή αδυναμία του διηγήματος;

Το ότι η γιαγιά του παιδιού δεν έχει αντιληφθεί τον πνιγμό του, αποτελεί αρετή του διηγήματος, καθώς ενισχύει την τραγική ειρωνεία που έχει ήδη δημιουργηθεί από την αίσθηση της γριάς Λούκαινας ότι ο νεαρός βοσκός είναι σημαδιακός, ότι η παρουσία του δηλαδή προμηνύει κάτι κακό, και παράλληλα εντείνει την τραγική αίσθηση που μας μεταδίδει το διήγημα. Η γριά Λούκαινα συνεχίζει το δρόμο της προς το σπίτι, θρηνώντας για τα πένθη του παρελθόντος και πιθανότατα πιστεύοντας πως έχει ήδη πληρώσει ακριβό τίμημα στο χάρο, χωρίς όμως να γνωρίζει πως την ίδια στιγμή το άψυχο σώμα της Ακριβούλας μοιρολογείται από μια φώκια. Η γνώση που έχει ο αναγνώστης για τη νέα αυτή απώλεια της γριάς Λούκαινας τονίζει παράλληλα την τραγικότητα των στίχων του μοιρολογιού της φώκιας: κι η γριά ακόμη μοιρολογά / τα γεννοβόλια της τα παλιά. / Σαν να ‘χαν ποτέ τελειωμό / τα πάθια κι οι καημοί του κόσμου.

Το διήγημα τελειώνει με τρόπο όχι ρεαλιστικό, αλλά ποιητικό. Στο διήγημα προϋπάρχουν ποιητικά στοιχεία που κορυφώνονται στο τέλος. Ποια είναι αυτά;

Το μοιρολόγι που κλείνει το διήγημα και που διατυπώνει με ποιητικό τρόπο το μήνυμα που θέλει να μας μεταδώσει ο συγγραφέας δίνεται από μια φώκια και όχι από κάποιο από τα πρόσωπα της ιστορίας, στοιχείο που πέρα από την τραγική ειρωνεία που ενέχει, υπηρετεί και την ποιητικότητα του κειμένου. Τα ποιητικά στοιχεία του διηγήματος βέβαια ξεκινούν από το εύθυμο άσμα του βοσκού, που ενοχλεί μεν τη γριά Λούκαινα αλλά θέλγει τη φώκια και παρασύρει και παράλληλα παγιδεύει την Ακριβούλα. Επίσης, ποιητικό στοιχείο αποτελεί και η εικόνα της γολέτας που επιχειρεί να απομακρυνθεί από το λιμάνι αλλά παραμένει εγκλωβισμένη λόγω της νηνεμίας. Η ποιητικότητα, άλλωστε, του κειμένου γίνεται αισθητή κι από την εικόνα που μας δίνει ο συγγραφέας όπου παράλληλα και παρά το θάνατο του μικρού κοριτσιού, η χαροκαμένη γιαγιά του παιδιού συνεχίζει την πορεία της επιστροφής, ο βοσκός συνεχίζει το τραγούδι του και η γολέτα συνεχίζει τις βόλτες της στο λιμάνι.
Στοιχεία Ρεαλισμού στο διήγημα «Το μοιρολόγι της φώκιας»

Στο συγκεκριμένο διήγημα μπορούμε να εντοπίσουμε την παρουσία των βασικότερων χαρακτηριστικών του ρεαλισμού.
Υπάρχει μια τάση προς την αντικειμενικότητα: Ο συγγραφέας μας παρουσιάζει την ιστορία της γριάς-Λούκαινας και τον τραγικό χαμό της εγγονής της, καταγράφοντας τα γεγονότα, όπως συνέβησαν, χωρίς την παρέμβαση δικών του σχολίων και σκέψεων σχετικά με τη δύσκολη ζωή της γερόντισσας.
Παρατηρούμε, δηλαδή, μια πιστή αναπαράσταση της πραγματικότητας, η οποία δίνεται με τρόπο αντικειμενικό που επιτρέπει στον αναγνώστη να σχηματίσει τη δική του άποψη, χωρίς ο συγγραφέας να επιχειρεί να τον επηρεάσει συναισθηματικά με τη χρήση φορτισμένης γλώσσας και περιττού μελοδραματισμού (αφήνει τα γεγονότα να μιλήσουν μόνα τους).
Μπορούμε εύκολα να αντιληφθούμε τη διάθεση του συγγραφέα να αφήσει ανεπηρέαστο τον αναγνώστη, διαβάζοντας τα γεγονότα που συνθέτουν το παρελθόν της γριάς-Λούκαινας: «Ενθυμείτο τα πέντε παιδιά της, τα οποία είχε θάψει εις το αλώνι εκείνο του χάρου, εις τον κήπον εκείνον της φθοράς, το εν μετά το άλλο, προς χρόνων πολλών, όταν ήτο νέα ακόμη. Δύο κοράσια και τρία αγόρια, όλα εις μικράν ηλικίαν της είχε θερίσει ο χάρος ο αχόρταγος.» Η απώλεια αυτή των πέντε παιδιών, που δίνεται συνοπτικά -σε λίγες μόλις γραμμές- θα μπορούσε να είχε αποτελέσει μια αναδρομική αφήγηση, με λεπτομερή απόδοση του πόνου της τραγικής μητέρας, φορτίζοντας με ιδιαίτερη συναισθηματική ένταση το κείμενο. Εντούτοις ο Παπαδιαμάντης επιλέγει να αναφερθεί επιγραμματικά στον θάνατο των πέντε παιδιών, αφήνοντας τον αναγνώστη να αισθανθεί και να κατανοήσει μόνος του τι σήμαινε η απώλεια αυτή για τη γριά-Λούκαινα και πόσο την είχε επηρεάσει.
Διαπιστώνουμε, επίσης, την κριτική στάση του συγγραφέα απέναντι στην κοινωνία, καθώς μέσα από μια απλή, καθημερινή δραστηριότητα της ηρωίδας του κειμένου (δια να πλύνη τα μάλλινα σινδόνια της εις το κύμα το αλμυρόν), βρίσκει την ευκαιρία να παρουσιάσει τη δύσκολη ζωή της, τονίζοντας τόσο τις τραγικές απώλειες που βίωσε, όσο και τη φτώχεια της, που την αναγκάζει ακόμη και σε μια προχωρημένη ηλικία να εργάζεται σκληρά, προκειμένου να μην αισθάνεται ότι αποτελεί βάρος για την κόρη της, κοντά στην οποία μένει.
Η δύσκολη ζωή της ηρωίδας, άλλωστε, αποτελεί κοινό θέμα και κοινή εμπειρία για τις γυναίκες εκείνης της εποχής, οι οποίες ήταν υποχρεωμένες να εργάζονται αδιάκοπα από την παιδική τους κιόλας ηλικία μέχρι το τέλος της ζωής τους, υπομένοντας την οικονομική ανέχεια και τους πολλαπλούς θανάτους που σημάδευαν τις φτωχές οικογένειες με την ανύπαρκτη ιατρική περίθαλψη. Όσο κι αν η ζωή της γριάς-Λούκαινας μοιάζει εξαιρετικά σκληρή για τα σημερινά δεδομένα, αποτελούσε κοινό τόπο για τις γυναίκες παλαιότερων δεκαετιών, που δε γνώριζαν τίποτε άλλο πέρα από τη συνεχή δουλειά, τον πόνο, την οικονομική εξαθλίωση και τις απώλειες.

Στοιχεία Νατουραλισμού στο διήγημα «Το μοιρολόγι της φώκιας»

Ο νατουραλισμός ακολουθεί το ρεαλισμό στη μιμητική απεικόνιση της πραγματικότητας και στην επιλογή κοινών θεμάτων, με τη διαφοροποίηση ότι στα πλαίσια του νατουραλισμού ο συγγραφέας επιχειρεί να δείξει πώς διαμορφώνεται η ηθική συμπεριφορά των ατόμων, για να δείξει ότι είναι δέσμιοι εξωτερικών δυνάμεων. Παρατηρούμε, δηλαδή, την αρνητική στάση της γριάς-Λούκαινας απέναντι στην εύθυμη διάθεση του βοσκού, που με τη μελωδία της φλογέρας του διαταράσσει την πένθιμη ατμόσφαιρα γύρω από το νεκροταφείο. Η ηρωίδα, που σε όλη της τη ζωή θρηνεί τους θανάτους των δικών της, αδυνατεί να αποδεχτεί την ευδαιμονική διάθεση του νεαρού. Η αδυναμία της αυτή, βέβαια, έχει προέλθει ως αποτέλεσμα εξωτερικών δυνάμεων, της φτώχειας και του θανάτου, που έχουν οριστικά στιγματίσει την ψυχή της.
Στο νατουραλισμό, επίσης, παρατηρούμε μια επιμονή στην εξονυχιστική περιγραφή και στη φωτογραφική λεπτομέρεια, ιδίως προκλητικών θεμάτων. Βλέπουμε, έτσι, το συγγραφέα να περιγράφει με λεπτομέρεια τη πλαγιά του γηλόφου, που βρισκόταν το νεκροταφείο, καταγράφοντας τα μακάβρια λάφυρα του θανάτου, τα οποία έχοντας ξεθαφτεί κατά τις ανακομιδές των νεκρών, κυλούσαν προς τη θάλασσα.
Επιπλέον, διαπιστώνουμε τον αναλυτικό τρόπο με τον οποίο περιγράφεται ο πνιγμός της Ακριβούλας, καθώς και το φρικτό υπονοούμενο για την κατάληξη του μικρού παιδιού: «Κι η φώκη, καθώς είχεν έλθει έξω εις τα ρηχά, ηύρε το μικρόν πνιγμένον σώμα της πτωχής Ακριβούλας, και ήρχισε να το περιτριγυρίζη και να το μοιρολογά, πριν αρχίση τον εσπερινόν δείπνον της.» 



Α. ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ, «Το μοιρολόι της φώκιας»
ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
1.       Να προσδιοριστούν ο τόπος και ο χρόνος της αφηγηματικής δράσης και να διερευνηθεί πώς συμβάλλουν στη δημιουργία της συνολικής ατμόσφαιρας (για να απαντήσετε σε αυτό το ερώτημα, προσέξτε ακόμα και ότι σχεδόν συμπίπτει ο πραγματικός με τον αφηγηματικό χρόνο).

2.       Ποια είναι τα πρόσωπα που δρουν στην ιστορία και ποιος είναι ο ξεχωριστός ρόλος που έρχεται να διαδραματίσει η φώκια, η οποία αποκτά μια ιδιαίτερη ποιητική και συμβολική υπόσταση;


3.       Να βρείτε τις εικόνες που αντιπαραθέτουν τη ζωή και το θάνατο στο διήγημα.

4.       το διήγημα αρχίζει με ένα ανθρώπινο μοιρολόι και τελειώνει με το μοιρολόι της φώκιας. Να σχολιάσετε τις διαφορές μεταξύ τους.


5.       Σε ποιο σημείο του διηγήματος θα επισημαίνατε έντονη τραγική ειρωνεία;

6.       Τι νομίζετε ότι επιτυγχάνεται με την τριτοπρόσωπη αφήγηση από έναν παντογνώστη αφηγητή και με την ευθύγραμμη εξέλιξη της υποτυπώδους δράσης, που κορυφώνεται με τον πνιγμό της Ακριβούλας;


7.       Να εντοπίσετε τα σημεία στα οποία γίνεται λεπτομερειακή περιγραφή του τοπίου και εκείνα όπου σκιαγραφείται η γριά Λούκαινα, οι ενέργειες και τα συναισθήματά της. Να παρατηρήσετε πώς συνδυάζεται το ρεαλιστικό με το ποιητικό στοιχείο στο διήγημα.

Να σχολιαστεί η κατακλείδα του διηγήματος. (Για την απάντηση του προηγούμενου ερωτήματος να λάβετε υπόψη ότι σ’ αυτούς τους στίχους κλείνεται η κοσμοθεωρία του Παπαδιαμάντη, η φιλοσοφική εγκαρτέρηση μπροστά στα βάσανα της ζωής).



ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΘΕΟΤΟΚΗΣ
Λογοτέχνης και διανοούμενος που δέσποσε στα ελληνικά γράμματά στις αρχές του 20ού αιώνα, ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης γεννήθηκε στις 13 Μαρτίου του 1872 στην Κέρκυρα.
Σε ηλικία 17 ετών αναχώρησε για το Παρίσι κι εγγράφηκε στη Φυσικομαθηματική Σχολή του Πανεπιστημίου της Σορβόννης. Δύο χρόνια αργότερα, γνώρισε στη Βενετία τη βαρόνη Ερνεστίνα Φον Μάλοβιτς από τη Βοημία, με την οποία παντρεύτηκε. Το 1895 απέκτησε μαζί της μία κόρη, αφού ήδη είχε εγκαταλείψει τις σπουδές του και είχε εγκατασταθεί στους Καρουσάδες, όπου αφοσιώθηκε στη μελέτη.
Ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης επηρεάστηκε αρχικά από τη γερμανική ιδεοκρατία και ιδιαίτερα από τον Νίτσε. Συντροφιά με τον φίλο του Λορέντζο Μαβίλη συμμετείχε σε εθνικούς αγώνες, όπως στην εξέγερση της Κρήτης το 1896, αλλά και σε τοπικές πρωτοβουλίες, π.χ. εναντίον της απόφασης του δήμου της Κέρκυρας για την εγκατάσταση ρουλέτας στο νησί. Καταφέρθηκε, επίσης, εναντίον της πολιτικής του συγγενούς του υπουργού και αργότερα πρωθυπουργού Γεώργιου Θεοτόκη.
Οι ευρύτατες γνώσεις του και η γνώση ξένων γλωσσών -ήταν κάτοχος πέντε ομιλουμένων γλωσσών (ιταλικής, γαλλικής, γερμανικής) και άλλων πέντε από τις νεκρές (αρχαία ελληνικά, λατινικά, εβραϊκά, αρχαία περσικά, σανσκριτικά)- του επέτρεψαν να ασχοληθεί με μεταφράσεις αρχαίων ελλήνων και ξένων κλασσικών, ενώ την ίδια περίοδο δημοσιεύτηκαν και τα πρώτα του πεζά στα περιοδικά της εποχής.
Στην Ευρώπη, που είχε ταξιδέψει δύο φορές για ελεύθερη επιμόρφωση στα Πανεπιστήμια του Γκρατς (1898) και του Μονάχου (1908-1909), απαρνήθηκε τον Νίτσε και ασπάστηκε τον Μαρξ. Με τη δεύτερη επίσκεψή του στην Ευρώπη ήρθε σε επαφή και με την κίνηση των σοσιαλιστών της εποχής. Αλληλογραφεί και συντονίζει τις απόψεις του με εκείνες του ομοϊδεάτη του Χατζόπουλου κι επιστρέφοντας πρωτοστατεί στην ίδρυση του «Σοσιαλιστικού Ομίλου» και του «Αλληλοβοηθητικού Συνδέσμου Εργατών της Κέρκυρας» (1910-1914).
Κατά τη διάρκεια του πολέμου, προσχωρεί στο Κόμμα των Φιλελευθέρων, διορίζεται αντιπρόσωπος του κόμματος στην Κέρκυρα και το 1918 μετακομίζει στην Αθήνα. Με το τέλος του πολέμου του προσφέρεται η θέση του διευθυντή λογοκρισίας, αλλά ύστερα από δύο ημέρες παραιτείται. Διορίζεται προσωρινά ως έκτακτος υπάλληλος στην «Υπηρεσία Ξένων και Εκθέσεων» και οριστικά στην Εθνική Βιβλιοθήκη, πρώτα ως γραμματέας και ύστερα προάγεται ως τμηματάρχης β' τάξεως.
Για να αντιμετωπίσει τα έξοδά του, προπωλεί τα έργα του στους οίκους Βασιλείου και Ελευθερουδάκη. Έτσι, έρχονται στο φως τα δοκιμότερα πεζά του («Κατάδικος», «Η ζωή και ο θάνατος του Καραβέλα», «Οι σκλάβοι στα δεσμά τους») και οι μεταφράσεις του, π.χ. από τον Γκαίτε («Ερμάνος και Δωροθέα»), από τον Σαίξπηρ («Οθέλος», «Αμλέτος», «Βασιλιάς Ληρ»), από τον Φλομπέρ («Η Κυρία Μποβαρύ», Α' τόμος) και από τον Ρόσελ («Τα προβλήματα της Φιλοσοφίας»).
Το 1922 διαγνώστηκε ότι πάσχει από καρκίνο του στομάχου. Χειρουργήθηκε και αποσύρθηκε στην Κέρκυρα, όπου άφησε την τελευταία του πνοή την 1η Ιουλίου 1923.

ΠΗΓΗ: http://www.sansimera.gr/biographies/158#ixzz3GWSyXKNA
Κωνσταντίνος Θεοτόκης «Ο Κατάδικος»

Υπόθεση του έργου

Ο Κατάδικος είναι ένα εκτεταμένο αφήγημα που γράφτηκε το 1919. Η υπόθεσή του τοποθετείται σε ένα αγροτικό χωριό της Κέρκυρας όπου ζουν ο Γιώργης Αράθυμος με την όμορφη γυναίκα του, τη Μαργαρίτα και τα τρία παιδιά τους, και ο Τουρκόγιαννος που δουλεύει ως υποτακτικός τους.
Στη ζωή της οικογένειας μπαίνει ο Πέτρος Πέπονας, ένας γείτονας που αισθάνεται δυνατό έρωτα για τη Μαργαρίτα. Ο Τουρκόγιαννος που τρέφει ένα βαθύ και κρυφό αίσθημα για τη Μαργαρίτα («τη λατρεύει σαν Παναγία») έχει υποψιαστεί και παρακολουθεί το ζευγάρι προσπαθώντας να εμποδίσει την παρεκτροπή της Μαργαρίτας.
Η παρουσία του Τουρκόγιαννου έχει γίνει ενοχλητική για τον Πέτρο και τη Μαργαρίτα∙ γι’ αυτό τον διαβάλλουν στο Γιώργη, που διώχνει άγρια τον Τουρκόγιαννο από το σπίτι. Την άλλη μέρα ο Γιώργης βρέθηκε δολοφονημένος. Οι υποψίες έπεσαν στον Τουρκόγιαννο, που καταδικάστηκε σε ισόβια (Κατάδικος).
Ο Πέτρος και η Μαργαρίτα παντρεύονται. Λίγο αργότερα ο Πέτρος συλλαμβάνεται για κάποιο αδίκημα και φυλακίζεται. Μέσα στη φυλακή θα έρθει αντιμέτωπος με τον Τουρκόγιαννο και υπό το βάρος των ενοχών του θα ομολογήσει πως εκείνος σκότωσε το Γιώργη, για να έχει δική του τη Μαργαρίτα.
Παρόλο που η ομολογία του θα μπορούσε να απαλλάξει τον άδικα καταδικασμένο Τουρκόγιαννο, εκείνος μη θέλοντας να διαταράξει την «ευτυχία» της Μαργαρίτας, δεν αφήνει τον Πέτρο να αναλάβει την ευθύνη της δολοφονίας, επιλέγοντας έτσι να παραμείνει για πάντα στη φυλακή.

Τα πρόσωπα

Ο Τουρκόγιαννος ήταν το παιδί μιας χριστιανής Αρβανίτισσας, την οποία είχε βιάσει ένας Τούρκος στη Χειμάρρα. Η μητέρα του, που είχε έρθει στην Κέρκυρα ως εργάτρια, μόλις κατάλαβε πως είναι έγκυος, αποφάσισε να μείνει στο κερκυραϊκό χωριό και να μεγαλώσει εκεί το παιδί της, ώστε να γλιτώσει τη ντροπή απέναντι στους γονείς και τους συγχωριανούς της.
Στη μητέρα του Τουρκόγιαννου θα παραχωρήσει ένα καλύβι ο πατέρας της Μαργαρίτας, για να μπορέσει να γεννήσει εκεί το παιδί της. Κατόπι με πολλές δυσκολίες, ξενοδουλεύοντας και ζητιανεύοντας θα παλέψει να το μεγαλώσει, υπομένοντας τις κατηγορίες και τις προσβολές των χωριανών, που τη θεωρούσαν κοινή γυναίκα κι έλεγαν πως κοιμάται μ’ όποιον τύχει για χρήματα.
Μόλις ο Τουρκόγιαννος μεγάλωσε λίγο κι ήταν σε θέση να εργάζεται στα κτήματα, βγάζοντας τα απαραίτητα χρήματα για να εξασφαλίζει τη δική του διαβίωση και της μητέρας του, εκείνη ξεψύχησε, «σα να μην είχε ζήσει παρά για να με ανασταστήσει!», όπως έλεγε για εκείνη ο Τουρκόγιαννος.
Ο Τουρκόγιαννος που θα εργαστεί στα κτήματα του πατέρα της Μαργαρίτας, θα την ερωτευτεί βαθιά και θα προσπαθήσει μάλιστα να τη φιλήσει, μόνο και μόνο για να έρθει αντιμέτωπος με τη σκληρή άρνηση της κοπέλας. Από ντροπή απέναντι στον πατέρα της, που του είχε προσφέρει δουλειά και τον είχε βάλει στην οικογένειά του, θα φύγει από το χωριό με την ελπίδα να βρει αλλού μια κοπέλα ν’ αγαπήσει.
Παρά τις προσπάθειές του όμως, -θα προσφερθεί να παντρευτεί μια κοπέλα που την είχε ατιμάσει ένας παντρεμένος, αλλά δε θα του τη δώσουν, καθώς ο παντρεμένος θα τη δώσει στον αδερφό του, με την προοπτική να μπορεί να τη χαίρεται όποτε θέλει- δε θα μπορέσει ποτέ να ξεχάσει την αγάπη που είχε για την οικογένεια της Μαργαρίτας και για το χωριό στο οποίο γεννήθηκε, έτσι θα επιστρέψει σε αυτό και θα θέσει τον εαυτό του στην υπηρεσία του συζύγου της Μαργαρίτας, του Γιώργη Αράθυμου.
Έχοντας μεγάλο σεβασμό για τον Αράθυμο κι έχοντας υποψίες για τη σχέση της Μαργαρίτας με τον Πέτρο, θα την παρακολουθεί στενά, αναγκάζοντάς τη να τον εκδιώξει από το σπίτι.

Η Μαργαρίτα, ήταν μια πολύ όμορφη γυναίκα, που παντρεύτηκε με συνοικέσιο το Γιώργη Αράθυμο. Παρόλο που δεν τον αγαπούσε, είχε γρήγορα εκτιμήσει τον καλό του χαρακτήρα κι είχε δουλέψει με προθυμία μαζί του, φέρνοντας ευπορία στο άλλοτε παρακμασμένο σπιτικό του.
Η ζωή της θα μπορούσε να έχει κυλήσει με ηρεμία κοντά στον καλόψυχο άντρα της, αλλά η Μαργαρίτα είχε δελεαστεί από το επίμονο ενδιαφέρον του Πέτρου Πέπονα, του όμορφου γείτονά τους. Θα ενδώσει έτσι στις πιέσεις του και θα συνάψει μαζί του μια ριψοκίνδυνη σχέση.
Όσο καιρό η σχέση της με τον Πέτρο ήταν κρυφή και παράνομη, η Μαργαρίτα ένιωθε πολύ ερωτευμένη μαζί του και ανυπομονούσε να βρεθεί κοντά του. Από τη στιγμή όμως που θα δολοφονηθεί ο άντρας της και θα παντρευτεί τον Πέτρο, το αίσθημά της γι’ αυτόν θα ελαττωθεί αισθητά. Παρά το γεγονός ότι ο Πέτρος ήταν πολύ πιο όμορφος από τον άντρα της, δεν είχε την ποιότητα του χαρακτήρα που είχε εκείνος, γεγονός που κάνει πολύ γρήγορα τη Μαργαρίτα να αναπολεί τις στιγμές που ο Γιώργης ζούσε.
Όταν μάλιστα ο Πέτρος της ομολογήσει πως εκείνος σκότωσε τον άντρα της, η Μαργαρίτα θα αρχίσει να τον φοβάται και να τον απεχθάνεται.

Ο Πέτρος Πέπονας, που έχει μεγαλώσει δίπλα στην οικογένεια της Μαργαρίτας, έτρεφε πάντοτε συναισθήματα για την όμορφη κοπέλα∙ συναισθήματα που τράπηκαν σε ένα φλογερό έρωτα, από τη στιγμή που άρχισε να βοηθά στα κτήματα του Αράθυμου και τύχαινε να περνά πολλές ώρες κοντά της.
Το πάθος του για τη Μαργαρίτα, όχι μόνο δε θα κατευναστεί με τη σχέση τους, αλλά θα ενταθεί σε τέτοιο σημείο, ώστε να σκέφτεται κάθε πιθανό τρόπο για να είναι για πάντα μαζί της.
Η πρώτη του πράξη θα είναι να ξεφορτωθεί τον Τουρκόγιαννο, που παρακολουθεί διαρκώς τη Μαργαρίτα, δυσκολεύοντας κατά πολύ τις συναντήσεις του ζευγαριού. Θα βάλει έτσι σε υποψίες τον Αράθυμο πως ο Τουρκόγιαννος θέλει τη γυναίκα του κι εκείνος εξοργισμένος θα τον χτυπήσει και θα τον διώξει από το σπίτι του.
Έπειτα θα παραφυλάξει μια νύχτα τον ερχομό του Αράθυμου, που είχε πάει να πουλήσει τα δύο βόδια της οικογένειας, και θα τον σκοτώσει, μη έχοντας κι ο ίδιος παραδεχτεί στον εαυτό του πως ήταν αποφασισμένος να φτάσει στο έγκλημα.
Όταν, μάλιστα, διαπιστώσει πως κανείς δεν τον υποψιάζεται και πως οι χωροφύλακες έχουν συλλάβει τον Τουρκόγιαννο για τη δολοφονία του Αράθυμου, θα αισθανθεί ασφαλής. Στη δίκη άλλωστε του Τουρκόγιαννου θα φροντίσει με τη μαρτυρία του να καταστήσει σαφές πως ο Τουρκόγιαννος είχε κάθε λόγο να θέλει νεκρό τον Αράθυμο.
Εντούτοις, παρόλο που θα καταδικαστεί ο Τουρκόγιαννος κι εκείνος θα παντρευτεί την ανυποψίαστη Μαργαρίτα, δε θα μπορέσει να βαστάξει μέχρι τέλους τις τύψεις του. Θα ομολογήσει έτσι το έγκλημά του στη Μαργαρίτα.

Αποσπάσματα

Η αγάπη του Πέτρου για τη Μαργαρίτα

«Ω, η Μαργαρίτα! αυτή και μόνη ήταν όλη η ζωή του, η άπειρη χαρά του, ήταν το σκληρό κι αβάσταχτο βασανιστήριό του, ήταν εκείνη που τον εχώριζε από τη ζωή, ενώ ήταν τον ίδιο καιρό και η ζωή του. Και πώς την αγαπούσε! πώς αγαπούσε κάθε της ελάττωμα! πώς αγαπούσε και τους πόνους που τον έκανε να υποφέρνει! Την έκρινε δύστροπη, φιλόνικη, δειλή, ήξερε πως το παραμικρό την έκανε κακή, πως κάθε ανησυχία που ημπορούσε να της δώσει η αγάπη του την όργιζε, πως τον ήθελε υποταγμένο στη θέλησή της, υπομονητικόν, απαραπόνητον και πως ήθελε να τον βλέπει να υποφέρνει και να διψάει πάντα αχόρταστη αγάπη. Μα την αγαπούσε!

Η απέχθεια της Μαργαρίτας για τον Πέτρο

«Ενόμισε πως ελιγοθυμούσε στα χέρια του, κ’ εθύμωσε. Την ετίναξε δυνατά, εκοκκίνισε, την εκοίταξε άγρια κ’ εκείνη άνοιξε τότες λίγο τα μάτια, τον είδε και τον εφοβήθηκε. Τέτοια θα ‘ταν, εσκέφτηκε, η όψη του όταν εκρατούσε στα χέρια του και τον Αράθυμο και τον εμαχαίρωνε.
Της είπε βραχνά:
- Τον έβγαλα από τη μέση για να σ’ έχω όταν θέλω! Είσαι γυναίκα μου!
Τη βαστούσε σφιχτά. Με το κορμί της έκαμε δειλό κίνημα για να του ξεφύγει, κι άνοιξε πάλε λίγο τα μάτια.
- Τι άντρας θα ‘μουνα, ξανάπε, αν θα σ’ είχα μονάχα όταν εσύ το θέλης!...
Και την έσπρωξε με δύναμη ως το κρεβάτι και την ξάπλωσε απάνου. Αυτή εκρύωσε ακόμα περσότερο, τόσο που ετουρτούριζε, άκουσε να βοΐοζουν τ’ αυτιά της, τα χείλη της εμαράθηκαν, κ’ ενώ ο άντρας της τής πετούσε βιαστικά τα ρούχα από πάνου της και την έγδυνε, άκουε να τρέχει παγωμένος στο κορμί της ο ίδρος.
Ήτανε τώρα ο Πέτρος πάνωθέ της. Ανάστρεψε το κεφάλι κ’ εκρατούσε κλειστά τα μάτια για να μη βλέπει το λαμπρό του βλέμμα και να μη μυρίζεται την πνοή του∙ η αγάπη του ήτανε μαρτύριο! Κ’ ελιγοθύμησε...»


Ερωτήσεις σχολικού

1. Στο απόσπασμα αντιπαρατίθενται δύο ηθικές στάσεις. Ποιες είναι αυτές και ποιοι είναι οι εκπρόσωποι;

Η μία βασική ηθική στάση που διαφαίνεται στο απόσπασμα είναι αυτή του Τουρκόγιαννου, ο οποίος πιστεύει πως στη ζωή οι άνθρωποι θα πρέπει να κινούνται πάντοτε με γνώμονα την καλοσύνη και το δίκαιο. Ο ίδιος υπομένει καρτερικά τις δυσκολίες της ζωής του, χωρίς ποτέ να βλάπτει τους άλλους και χωρίς ποτέ να αδικεί κάποιον άλλο προκειμένου να κερδίσει κάτι εκείνος.
Η σκέψη του είναι πως οι άνθρωποι ακόμη κι αν υποπέσουν σε κάποιο σφάλμα, μπορούν να κερδίσουν την ψυχική τους γαλήνη, αν μετανιώσουν ειλικρινά για την πράξη τους, διαφορετικά θα βασανίζονται μέχρι και την τελευταία στιγμή από τις τύψεις τους. Με αυτή τη σκέψη, άλλωστε, συμβουλεύει και καθοδηγεί και τους άλλους κρατούμενους να αποβλέπουν πάντοτε μόνο στο καλό και συνάμα μέσω της ειλικρινούς μεταμέλειας να γλιτώσουν από τις ενοχές τους.
Στον αντίποδα της ηθικής στάσης του Τουρκόγιαννου βρίσκεται η στάση του Πέτρου Πέπονα, ο οποίος θεωρεί πως στη ζωή πρέπει να παίρνουμε τον έλεγχο της κατάστασης και με κάθε τρόπο να επιδιώκουμε ό,τι είναι καλύτερο για εμάς, έστω κι αν αυτό σημαίνει πως θα πρέπει να αδικήσουμε και να πληγώσουμε άλλους ανθρώπους. Για τον Πέπονα το μόνο που έχει σημασία είναι στο τέλος να αποκτά ο καθένας εκείνο που θέλει, έστω και με ανήθικα μέσα, έστω κι αν χρειαστεί να φτάσει στο έγκλημα.
Η δική του θεώρηση των πραγμάτων προσηλώνεται στο τελικό αποτέλεσμα, χωρίς όμως να λαμβάνει υπόψη τις επιπτώσεις που θα έχει στην ψυχή του η τέλεση ενός εγκλήματος. Μοιάζει να μην υπολογίζει τις συνεπακόλουθες τύψεις, έστω κι αν ήδη βασανίζεται από αυτές.

2. Ποια από τις προηγούμενες στάσεις επικρατεί τελικά και με ποιο τρόπο;

Η αυτοθυσία του Τουρκόγιαννου που δε θέλει να φέρει νέα αναστάτωση στη Μαργαρίτα -καθώς πιστεύει πως εκείνη δε γνωρίζει ποιος πραγματικά είναι ο φονιάς του άντρα της- και η απόφασή του να χρεωθεί ο ίδιος οριστικά το φόνο του Αράθυμου, θέτει ένα υψηλό παράδειγμα ανιδιοτελούς αγάπης.
Ο Τουρκόγιαννος βάζει την ευτυχία της Μαργαρίτας, της γυναίκας που αγαπά, πάνω από τη δική του κι έτσι θυσιάζει τον εαυτό του, προκειμένου εκείνη να παραμείνει ευτυχισμένη. Η πράξη αυτή αναδεικνύει την αγνότητα και την αλήθεια της αγάπης του για τη Μαργαρίτα, φέρνοντάς τον σε πλήρη αντίθεση με τον εγωιστικό και κτητικό Πέτρο, που σκέφτεται μόνο τις δικές του επιθυμίες.

Εκείνο που δε γνωρίζει ο Τουρκόγιαννος είναι πως στην πραγματικότητα η Μαργαρίτα είναι δυστυχισμένη και πως ο Πέτρος ενώ ξέρει πόσο βασανίζεται η Μαργαρίτα μένοντας κοντά του επιμένει να την κρατά δέσμια σ’ ένα γάμο που βασίστηκε στην εξαπάτηση.

Πάντως, η ηθική στάση του Τουρκόγιαννου βρίσκει την εφαρμογή της και στον ίδιο τον Πέτρο, ο οποίος παρά τη σκληρότητα με την οποία επιδίωξε τη Μαργαρίτα, δεν κατορθώνει ν’ αντέξει τις ενοχές του και μετανιώνει για την πράξη του. Όπως παραδέχεται, άλλωστε, από τη στιγμή που σκότωσε τον Αράθυμο δεν γνώρισε ούτε μια γλυκιά στιγμή, αφού βλέπει παντού μπροστά του τον ίσκιο του νεκρού να του ζητά να τον σκοτώσει και δεύτερη φορά, μιας και παντρεύτηκε τη γυναίκα του.

3. Τι σημαίνει η φράση του επιζωήτη «μεγάλος δε βαστάχτηκες ως το τέλος»;

Ο Πέτρος ενώ έχει ήδη κατορθώσει να παντρευτεί τη Μαργαρίτα, να κερδίσει το σεβασμό του κόσμου και το κυριότερο να μη κινήσει καμία υποψία για το φόνο του Αράθυμου, κάτι που θα του επέτρεπε να φτιάξει τη ζωή του, όπως την ονειρευότανε πάντα, λυγίζει υπό το βάρος των ενοχών του.
Έτσι, αν κι έχει εφαρμόσει μέχρι εκείνη τη στιγμή τα σκληρά κηρύγματά του σχετικά με τη δύναμη που πρέπει να δείχνει ο άνθρωπος που θέλει να είναι αληθινά ευτυχισμένος, τελικά δεν κατορθώνει να μείνει δυνατός μέχρι τέλους. Ομολογεί το έγκλημά του κι είναι έτοιμος να πληρώσει για ό,τι έκανε, χάνοντας ουσιαστικά διαμιάς όλα εκείνα για τα οποία αδίκησε τόσους ανθρώπους.  
Η παρατήρηση, επομένως, του ισοβίτη υποδεικνύει πως ο Πέτρος δεν είχε την απαιτούμενη δύναμη, ώστε ν’ αντέξει τις ενοχές και να χαρεί αυτά που απέκτησε σκοτώνοντας τον Αράθυμο.

4. Ποιες ψυχικές μεταπτώσεις του Πέπονα παρακολουθούμε στην εξέλιξη του αποσπάσματος;

Η πρώτη ένδειξη για την αρχικά θετική διάθεση του Πέτρου είναι η συμπόνια που δείχνει στους κρατούμενους, όταν για να τους δώσει ελπίδα του διαβεβαιώνει ψευδώς πως είναι αλήθεια όσα έχουν ακούσει για την αλλαγή της κυβέρνησης και για τις επικείμενες χάρες σε πολλούς φυλακισμένους.
Έπειτα απαντά με προθυμία στις ερωτήσεις τους σχετικά με τη δική του ποινή και δηλώνει ευχαριστημένος, καθώς το χωριό του θα τον υποδεχτεί με αγάπη, αφού εμπόδισε τον κλητήρα που επιχείρησε να κατασχέσει την περιουσία ενός συγχωριανού του.
Η διάθεσή του όμως θ’ αλλάξει μόλις ακούσει τη φωνή του Τουρκόγιαννου καθώς οι τύψεις του για το φονικό θ’ αρχίσουν να τον κυριεύουν. Μόλις, πάντως, πληροφορηθεί από τους άλλους κρατούμενους ότι πράγματι αυτός είναι ο Τουρκόγιαννος θα επανακτήσει την αυτοσυγκράτησή του και θα επιχειρήσει να αντικρούσει τις απόψεις του Τουρκόγιαννου σχετικά με την αξία της καλοσύνης και της μεταμέλειας.
Υποστηρίζει έτσι με δυναμισμό την άποψή του πως ο άνθρωπος πρέπει να μετέρχεται οποιουδήποτε μέσου για ν’ αποκτήσει αυτό που θέλει σε μια προσπάθεια ίσως να καθησυχάσει τον ίδιο του τον εαυτό πως το έγκλημά του ήταν δικαιολογημένο.
Εντούτοις, καθώς οι άλλοι κρατούμενοι θα τον ρωτούν επίμονα αν ο Τουρκόγιαννος είναι πράγματι ο φονιάς του Αράθυμου, ο Πέτρος θα καταληφθεί εκ νέου από τις ενοχές του.
Μάλιστα αντί να απαντήσει σχετικά με την αθωότητα ή όχι του Τουρκόγιαννου, θα αναφερθεί στο γεγονός ότι ο Τουρκόγιαννος ήταν εμπόδιο ανάμεσα σ’ αυτόν και τη Μαργαρίτα, καθώς και στη μαρτυρία του στη δίκη που είχε ως στόχο να τον στείλει στην κρεμάλα.
Η ψυχική κατάσταση του Πέτρου θα κλονιστεί ακόμη περισσότερο όταν θα αρχίσει να μιλά με τον Τουρκόγιαννο, ο οποίος θα τον κατηγορήσει για τη στάση που κράτησε απέναντί του. Μόλις άλλωστε ο Τουρκόγιαννος ακούσει πως ο Πέτρος έχει πια παντρευτεί τη Μαργαρίτα, θα τον ρωτήσει με δέος πως μπόρεσε να κάνει κάτι τέτοιο, αφήνοντας έτσι την υπόνοια για το έγκλημά του.
Μπροστά στον ταραγμένο Τουρκόγιαννο και στις επίμονες ερωτήσεις των κρατούμενων, που είχαν αρχίσει να υποψιάζονται την αλήθεια, ο Πέτρος θα αισθανθεί έντονη αναστάτωση και δε θα μπορεί πια να συγκρατήσει τον εαυτό του. Θα ξεσπάσει σε κλάματα, θα σωριαστεί κάτω και θα παραδεχτεί πως εκείνος ήταν ο φονιάς του Αράθυμου.
Ο Πέτρος αφήνεται στη δύναμη εκείνη που τον οδηγούσε στην πλήρη καταστροφή του και συγκρατείται μόνο με τη μεγαλόψυχη κίνηση του Τουρκόγιαννου, που δε θέλησε να τον αφήσει να πάρει την ευθύνη του εγκλήματος, για να μη τεθεί έτσι σε κίνδυνο η ευτυχία της Μαργαρίτας.

5. Ποιες γνωστές σας ηθικές θεωρίες απηχούν τα λόγια και η συμπεριφορά του Τουρκόγιαννου;

Μέσα από τα λόγια και τη συμπεριφορά του Τουρκόγιαννου, αναδεικνύονται: η αξία του αγαθού και δίκαιου βίου, η δύναμη της μεταμέλειας, η αυτοθυσία για χάρη ενός άλλου ανθρώπου κι απουσία του ψυχοφθόρου εγωισμού.
Οι θετικές αυτές αρετές εντοπίζονται βέβαια στα διδάγματα του χριστιανισμού, αλλά και εν γένει στις περισσότερες γνωστές θρησκείες, καθώς κυρίαρχη επιδίωξη κάθε θρησκείας είναι να εμπνεύσει στους πιστούς της πρότυπα μιας ιδανικής ζωής, όπου θα πρυτανεύουν η αγάπη και η δικαιοσύνη.
Συνάμα θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας πως ακόμη και στη φιλοσοφική σκέψη των αρχαίων Ελλήνων, αλλά και μεταγενέστερων φιλοσόφων, δηλώνεται με σαφήνεια πως μόνο μέσω της δικαιοσύνης, της καλοσύνης και του έμπρακτου ενδιαφέροντος για τους συνανθρώπους του, μπορεί να ευτυχήσει ο άνθρωπος σε ατομικό επίπεδο και παράλληλα να εξελιχθεί ομαλά η συνύπαρξη των πολιτών στο πλαίσιο μιας οργανωμένης κοινωνίας.

6. Ο Θεοτόκης είναι ρεαλιστής πεζογράφος. Μπορείτε να βρείτε γνωρίσματα που επαληθεύουν το χαρακτηρισμό; Να προσέξετε ιδιαίτερα την αφήγηση και την περιγραφή.

Θυμίζουμε τα βασικά χαρακτηριστικά του ρεαλισμού, όπως αυτά καταγράφονται στην εισαγωγή για τη Νέα Αθηναϊκή Σχολή:
α) δείχνει μια τάση προς την αντικειμενικότητα
β) αφήνει τα γεγονότα να μιλήσουν μόνα τους
γ) παρουσιάζει κοινές εμπειρίες και
δ) επιλέγει κοινά θέματα.
Ένα άλλο κοινό γνώρισμα του ρεαλισμού είναι ότι τηρεί κριτική στάση απέναντι στην κοινωνία. Η κριτική του στάση διαμορφώνεται από τις μεταβαλλόμενες συνθήκες της ζωής. Ο ρεαλιστής μυθιστοριογράφος ενδιαφέρεται λιγότερο για τα ηρωικά κατορθώματα και τις περιπέτειες και περισσότερο για τις καθημερινές πράξεις και τα καθημερινά επεισόδια. Αντιμετωπίζει κριτικά τις συμβατικές αξίες και τοποθετεί τους ήρωές του στα θύματα της κοινωνίας.

Το γεγονός ότι ο Θεοτόκης είναι ρεαλιστής πεζογράφος καθίσταται εύκολα εμφανές από την αντικειμενικότητα με την οποία παρουσιάζει τα γεγονότα της ιστορίας που αφηγείται. Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί έναν παντογνώστη αφηγητή, με μηδενική εστίαση, που αφηγείται τα γεγονότα εντελώς αποστασιοποιημένος από αυτά. Παρατηρούμε, δηλαδή, πως ο αφηγητής δε σχολιάζει τα δρώμενα, δε διατυπώνει προσωπικές σκέψεις και δεν επιχειρεί να καθοδηγήσει τον αναγνώστη προς μια ορισμένη άποψη.
Ο συγγραφέας αφήνει τα γεγονότα της ιστορίας να μιλήσουν μόνα τους, να δημιουργήσουν εντυπώσεις και να συγκινήσουν τον αναγνώστη, χωρίς να χρειάζεται η δική του παρέμβαση με επεξηγήσεις ή με μελοδραματικές περιγραφές. Ενώ θα μπορούσε, δηλαδή, ο αφηγητής να επηρεάσει τον αναγνώστη του έργου με συγκινητικές περιγραφές που θα φόρτιζαν συναισθηματικά το κείμενο, παρατηρούμε πως επιλέγει λιτές περιγραφές που ακολουθούν ομαλά την κορύφωση της ιστορίας.
Συνάμα, ο συγγραφέας επιλέγει να μιλήσει για μια ιστορία απλών καθημερινών ανθρώπων του νησιού του, κι όχι για τα κατορθώματα κάποιου ήρωα που ξεπερνά τα ανθρώπινα μέτρα. Επίσης, το θέμα του, αν και ξαφνιάζει ίσως, δεν αποτελεί κάτι το ασυνήθιστο για τον βίο των ανθρώπων του νησιού, όπου συχνά ξέσπαγαν αντιζηλίες για χάρη μιας όμορφης γυναίκας. 


Read more: http://latistor.blogspot.com/2012/09/blog-post_29.html#ixzz3GWUbuDXy


ΤΟ ΗΘΟΓΡΑΦΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

 Συναντάμε το γνώριμο ηθογραφικό πλαίσιο – το κερκυραϊκό χωριό, τη φύση ,τις ασχολίες των κατοίκων, που είναι σταθερό σκηνικό της αφηγηματικής πεζογραφίας του Θεοτόκη  που δεν έχει τίποτε ειδυλλιακό, αντίθετα μάλιστα: έχει δουλειά, μόχθο πολύ, έντονο κοινωνικό έλεγχο. Στον Κατάδικο, τις κοινωνικές θέσεις του σοσιαλιστή Θεοτόκη τις συναντάμε  σε μια αφήγηση αναδρομική του Πέτρου  προς στη Μαργαρίτα. 

 

Κατά το Σ. Μελά ο Θεοτόκης προβάλλει στο έργο τη σωκρατική ιδέα «καλύτερα να αδικείσαι παρά να αδικείς» εμπλουτισμένη με χριστιανικές αντιλήψεις· θέλει ο Θεοτόκης να δείξει ότι το θέμα της λύτρωσης είναι ατομικό και εσωτερικό.

Αντίθετα ο Χουρμούζιος, μένοντας στην κοινωνική ερμηνεία του έργου του Θεοτόκη, πιστεύει ότι ο συγγραφέας δε θέλησε να δώσει ένα ιδεώδες πρότυπο, αλλά τον ευνουχιστικό τύπο της αδράνειας και της υποταγής στη μοίρα. 

Είναι αλήθεια ότι ο Θεοτόκης δεν υπήρξε ποτέ σοσιαλιστής με την επαναστατική έννοια του όρου, όσο με την ιδεολογική και ανθρωπιστική. Γι’ αυτό η ευθεία ανάμειξή του στα πολιτικά γρήγορα τον απογοήτευσε. Διατήρησε πάντα τη συναισθηματική του προσήλωση στο φτωχό λαό καθώς και την ιδεολογική του πίστη για μια καλύτερη δικαιότερη οργάνωση της κοινωνίας. Ο Θεοτόκης ανήκει περισσότερο στον ουτοπικό σοσιαλισμό.

 

 

Ο Τουρκόγιαννος

Ο Τουρκόγιαννος θυμίζει ήρωες από τα έργα του Τολστόι και του Ντοστογιέφσκι .Είναι  θύμα της ζωής, της μοίρας, των ανθρώπων αποδέχεται φυσικά και «μαζοχιστικά» το ρόλο του, με εμπιστοσύνη στη δική του αθωότητα και στις βουλές του θεού και πιστεύοντας στη δικαίωσή του στην άλλη ζωή. 

Είναι  ο Τουρκόγιαννος μια μικρογραφία του Σωκράτη ή του ανθρώπινου Χριστού; Οι αναλογίες είναι πολλές: 

  • Βλέπει και αντιλαμβάνεται όσα οι άλλοι δε βλέπουν και δεν αντιλαμβάνονται (π.χ. τη σχέση της Μαργαρίτας με τον Πέτρο, ούτε ο Αράθυμος, ούτε οι χωριανοί την αντιλαμβάνονται)

  • Προκαλεί την οργή των ενόχων (αλλά και το χωριό είναι εναντίον του)

  • Δεν υπερασπίζεται τον εαυτό του στο δικαστήριο, ενώ μπορεί (αρκούσε να αποκαλύψει τη σχέση),

  • Δέχεται την καταδίκη του σε ισόβια φυλάκιση και  ύστερα από την ομολογία του Πέτρου στη φυλακή ενώ μπορεί να απελευθερωθεί, δεν το κάνει . Αφέλεια; Ηθικό μεγαλείο; Ανεξικακία; Υπέρτατη καλοσύνη που φτάνει στη θυσία; Ή ένας βαθύς και ασίγαστος έρωτας για τη Μαργαρίτα;

 

Ο Πέτρος Πέπονας

Αν όμως στη μια όχθη είναι ο Τουρκόγιαννος, στην άλλη είναι ο Πέτρος Πέπονας, ο δυνατός άντρας, που φτιάχνει τη μοίρα του με τα χέρια του. Ο Πέτρος ξέρει να θέλει και να παίρνει με τα χέρια του αυτό που θέλει, χωρίς να διστάζει και χωρίς να υποχωρεί σε κανένα εμπόδιο ούτε φυσικό ούτε ηθικό. Η ευτυχία σ’ αυτό τον κόσμο σύμφωνα με τη βιοθεωρία του Πέπονα ανήκει στους δυνατούς. Όμως η δύναμη του Πέτρου λύγισε από τις τύψεις, που τον ανάγκασαν να ομολογήσει μπροστά στον Τουρκόγιαννο και στους φυλακισμένους ότι αυτός σκότωσε τον Αράθυμο. Για τον επιζωήτη η ομολογία του Πέτρου είναι η στιγμή της αδυναμίας, που ανατρέπει τα πάντα. «Μεγάλος δε βαστάχτηκες ως το τέλος» του λέει εννοώντας πως μεγάλος είναι αυτός που μένει ως το τέλος δυνατός και αλύγιστος. Για τον Τουρκόγιαννο όμως η ομολογία του Πέτρου είναι η στιγμή του μεγαλείου και της δύναμης, γιατί συνοδεύει τη μεταμέλεια. Η ψυχή του Πέτρου έδειξε, τη στιγμή αυτή, τη θεϊκά της αχτίδα, τη συνείδηση. Η ανθρώπινη δύναμη λύγισε μπροστά στη θεϊκή, η ύβρις ταπεινώθηκε. Ο Τουρκόγιαννος θριάμβευσε ενώπιον του θεού.

 

ΤΟ ΡΕΑΛΙΣΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ

Τα χαρακτηριστικά ρεαλιστικά στοιχεία διαφαίνονται:

  • στη ζωή των φυλακισμένων, στο χώρο της φυλακής

  • στην περιγραφή του Τουρκόγιαννου

  • στις ψυχικές αντιδράσεις του Τουρκόγιαννου , του Πέπονα, οι οποίες περιγράφονται όπως ακριβώς εμφανίζονται

ο συγγραφέας για τη δημιουργία χαρακτήρων χρησιμοποιεί τη δραματική μέθοδο. Διαγράφει τους χαρακτήρες μέσα από τη συμπεριφορά τους, δηλαδή μέσα από όσα κάνουν και από όσα λένε τα ίδια τα πρόσωπα (δυναμική παρουσίαση). Με αυτή τη μέθοδο ο αναγνώστης αφήνεται να σχηματίσει τη δική του γνώμη για το χαρακτήρα των προσώπων. 


  
ΠΗΓΗ:http://fotodendro.blogspot.gr/2012/08/blog-post.html



Κ. ΘΕΟΤΟΚΗ, Ο ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ – ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
1.       Ποιος είναι ο χώρος, ο χρόνος και τα πρόσωπα του διηγήματος; Να επισημανθεί η ενότητα χώρου και χρόνου.

2.       Να σχολιαστούν οι χαρακτήρες και οι προσωπικότητες των δύο βασικών προσώπων και να αναδειχθούν οι αντιλήψεις και οι αρχές τους για τη ζωή.


3.       Να εντοπιστεί ο ρόλος του επιζωήτη για την εξέλιξη της ιστορίας.

4.       Να συζητηθεί η μεταστροφή των δύο ηρώων στο τέλος του διηγήματος: Πώς ο ισχυρός Πέπονας μετατρέπεται σε ψυχικό ράκος και μέσα από ποιες διαδικασίες φτάνει τελικά ο Τουρκόγιαννος να αναλάβει το στίγμα του εγκλήματος; Ποια ήταν τα κίνητρα που τον ώθησαν σε αυτή την επιλογή;


5.       Ποιο είναι το είδος της αφήγησης και του αφηγητή;

6.       Πώς κατανοείτε την άποψη ότι ο διάλογος προδίδει στο κείμενο έντονη θεατρικότητα, αλλά αποτελεί και στοιχείο ρεαλισμού; Να εντοπίσετε άλλα στοιχεία ρεαλισμού στο απόσπασμα.


7.       Να επισημανθούν  οι κοινωνικοί και οι ηθικοί προβληματισμοί του συγγραφέα, όπως φαίνονται μέσα από το θέμα του αφηγήματος, τους ήρωες και τις συγκρούσεις τους.

8.       Να περιγράψετε την κοινωνία που αντανακλάται στο αφήγημα.


9.       Να σχολιαστεί ο τίτλος του αφηγήματος.


Κ. ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ




Τετάρτη, 11 Ιανουαρίου 2012 21:09
Ο Τραγικός Επίλογος του Κώστα Καρυωτάκη
Γράφτηκε από  Γιάννης Φαρσάρης

Ο  Κ. Καρυωτάκης έμεινε στην ιστορία -πέρα από το μεγάλο έργο που άφησε- για τον τραγικό τρόπο με τον οποίο έδωσε τέλος στη ζωή του με περίστροφο ένα απόγευμα του 1928 στην Πρέβεζα. Στη τσέπη του βρέθηκε ένα ιδιόχειρο σημείωμα που εξηγεί τους λόγους της αυτοκτονίας, με ένα εντυπωσιακό υστερόγραφο.

Σύμφωνα με τη Βικιπαίδεια, ο Καρυωτάκης δύο ώρες προ της αυτοκτονίας του, περί τις 2.30 μ.μ., επισκέφθηκε το τότε παραλιακό καφενείο «Ο Ουράνιος Κήπος» στη θέση Βρυσούλα, όπου παρήγγειλε και ήπιε μια βυσσινάδα. Ο καφεπώλης παραξενεύτηκε τότε, γιατί ο ποιητής τού άφησε στο τραπέζι 75 δραχμές πουρμπουάρ, ενώ η τιμή του αναψυκτικού ήταν 5 δρχ. Ζήτησε ένα τσιγάρο να καπνίσει και μια κόλλα χαρτί όπου έγραψε τις τελευταίες σημειώσεις του, οι οποίες βρέθηκαν στην τσέπη του και διασώθηκαν.

Τελικά, στις 21 Ιουλίου 1928, το απόγευμα 4.30 μ.μ., και σε ηλικία μόλις 32 ετών, ο Κώστας Καρυωτάκης περπάτησε από το καφενείο της Βρυσούλας προς τη θέση Βαθύ της Μαργαρώνας, μια απόσταση περίπου 400 μέτρων. Ξάπλωσε κάτω από έναν ευκάλυπτο και αυτοκτόνησε με πιστόλι στην καρδιά. Η τότε χωροφυλακή τράβηξε φωτογραφία του πτώματος η οποία έχει δημοσιευθεί και τον δείχνει κουστουμαρισμένο, με ψαθάκι και με το χέρι με το πιστόλι στο στήθος. (Το περίστροφο αυτό, τύπου Pieper Bayard 9mm, παραχωρήθηκε από τους απογόνους της οικογένειας Καρυωτάκη και εκτίθεται από το 2003 στο «Μουσείο Μπενάκη» στην Αθήνα - κτίριο Α, Βασ. Σοφίας).

Στη θέση αυτή βρίσκεται σήμερα το στρατόπεδο των καυσίμων της 8ης Μεραρχίας Πεζικού και υπάρχει εκεί αναμνηστική μαρμάρινη επιγραφή που τοποθέτησε η Περιηγητική Λέσχη Πρέβεζας το 1970. Η πινακίδα γράφει: «Εδώ, στις 21 Ιουλίου 1928, βρήκε τη γαλήνη με μια σφαίρα στην καρδιά ο ποιητής Κώστας Καρυωτάκης».

Η αποχαιρετιστήρια επιστολή του Κώστα Καρυωτάκη

Είναι καιρός να φανερώσω την τραγωδία μου. Το μεγαλύτερό μου ελάττωμα στάθηκε η αχαλίνωτη περιέργειά μου, η νοσηρή φαντασία και η προσπάθειά μου να πληροφορηθώ για όλες τις συγκινήσεις, χωρίς, τις περσότερες, να μπορώ να τις αισθανθώ. Τη χυδαία όμως πράξη που μου αποδίδεται τη μισώ. Εζήτησα μόνο την ιδεατή ατμόσφαιρά της, την έσχατη πικρία. Ούτε είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για το επάγγελμα εκείνο. Ολόκληρο το παρελθόν μου πείθει γι' αυτό. Κάθε πραγματικότης μου ήταν αποκρουστική. Είχα τον ίλιγγο του κινδύνου. Και τον κίνδυνο που ήρθε τον δέχομαι με πρόθυμη καρδιά. Πληρώνω για όσους, καθώς εγώ, δεν έβλεπαν κανένα ιδανικό στη ζωή τους, έμειναν πάντα έρμαια των δισταγμών τους, ή εθεώρησαν την ύπαρξη τους παιχνίδι χωρίς ουσία. Τους βλέπω να έρχονται ολοένα περσότεροι, μαζύ με τους αιώνες. Σ' αυτούς απευθύνομαι. Αφού εδοκίμασα όλες τις χαρές!! είμαι έτοιμος για έναν ατιμωτικό θάνατο. Λυπούμαι τους δυστυχισμένους γονείς μου, λυπούμαι τ' αδέλφια μου. Αλλά φεύγω με το μέτωπο ψηλά. Ήμουν άρρωστος. Σας παρακαλώ να τηλεγραφήσετε, για να προδιαθέση την οικογένειά μου, στο θείο μου Δημοσθένη Καρυωτάκη, οδός Μονής Προδρόμου, πάροδος Αριστοτέλους, Αθήνας.
Κ.Γ.Κ.

(Υ.Γ.) Και για ν' αλλάξουμε τόνο. Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι αν επιχειρήσουνε να αυτοκτονήσουν δια θαλάσσης να δέσουν και μια πέτρα στο λαιμό τους. Όλη νύχτα απόψε, επί 10 ώρες, εδερνόμουν με τα κύματα. Ήπια άφθονο νερό, αλλά κάθε τόσο, χωρίς να καταλάβω πώς, το στόμα μου ανέβαινε στην επιφάνεια. Ωρισμένως, κάποτε, όταν μου δοθή ευκαιρία, θα γράψω τις εντυπώσεις ενός πνιγμένου.



Ξαναδιαβάζοντας τον Καρυωτάκη: Ο ρόλος της σύφιλης στην αυτοκτονία του




Written by Αντώνης Κουσούλης   
Ερωτηματικά και ασάφειες περιέβαλαν πάντα το γεγονός της αυτοκτονίας του Κώστα Καρυωτάκη. Θεωρίες και απόψεις έχουν διατυπωθεί πολλές για το αν έπασχε από κατάθλιψη ή για το ποιοι προσωπικοί λόγοι τον οδήγησαν σε αυτήν την πράξη. Τα σύγχρονα δεδομένα, όμως, και η ενδελεχής μελέτη των μαρτυριών φανερώνουν ότι σημαντικό ρόλο στο τέλος της ζωής του ποιητή φαίνεται να έπαιξε η σύφιλη.




Ο Κώστας Καρυωτάκης, γεννηθείς στην Τρίπολη στις 30 Οκτωβρίου του 1896, κέρδισε την εκτίμηση και τον σεβασμό για το έργο του. Οι λογοτέχνες Γιάννης Γρυπάρης και Κλέων Παράσχος τον χαρακτήρισαν ως τον πιο αντιπροσωπευτικό ποιητή της γενιάς του, ενώ ο κριτικός τέχνης Κωνσταντίνος Δημαράς είχε πει: «Ο Καρυωτάκης κατάκτησε την αθανασία, δημιουργώντας δική του Σχολή (τον Καρυωτακισμό), επηρεάζοντας γενιές Ελλήνων, μαζί και μεγάλους μας ποιητές, όπως τον Γιάννη Ρίτσο, τον Γιώργο Σεφέρη και τον Νικηφόρο Βρεττάκο». Για «Καρυωτακισμό» μίλησαν επίσης και ο λογοτέχνης Μιχαήλ Περάνθης και ο Καθηγητής Φιλολογίας Γιώργος Σαββίδης.

Το 1917 αποφοίτησε από τη Νομική Σχολή και το 1919 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Ο πόνος των ανθρώπων και των πραγμάτων». Οι κριτικές που έλαβε δεν ήταν ενθαρρυντικές, ενώ η κυκλοφορία του σατιρικού περιοδικού (με τίτλο «Η Γάμπα»), που ξεκίνησε να εκδίδει την ίδια χρονιά, απαγορεύτηκε μετά από τη δημοσίευση των πρώτων έξι τευχών. Το έργο του απλώνεται σε 8 χρόνια, αφού η τελευταία του συλλογή («Ελεγεία και Σάτιρες») εκδόθηκε το 1927, ενώ η αυτοκτονία του σημειώνεται στις  21 Ιουλίου του 1928 στην Πρέβεζα, σε ηλικία 32 ετών.

Εικόνα 2. «Η γάμπα»: εξώφυλλο τεύχους Νο 6. ΠΗΓΗ: karyotakis.awardspace.com


Η ΣΥΦΙΛΗ

Η ποίηση του Καρυωτάκη διέπεται από μελαγχολία και απαισιοδοξία και αυτό έπεισε τους περισσότερους μελετητές του ότι έπασχε από κατάθλιψη, η οποία πιθανώς να προκλήθηκε από την απογοήτευση και τη διάψευση των προσδοκιών του, λόγω της, αρχικά, μη θετικής υποδοχής που έτυχαν τα έργα του. Ωστόσο, σήμερα έχει καταστεί σαφές ότι ο Έλληνας ποιητής έπασχε από σύφιλη και ο ρόλος της ασθένειας στη ζωή και τις αποφάσεις του ήταν μάλλον καθοριστικός. Οι ενδείξεις υπέρ της θεωρίας ότι ο Καρυωτάκης έπασχε από σύφιλη έχουν πλέον ισχυροποιηθεί και μετατραπεί σε σαφή επιχειρήματα.

Kατ’ αρχήν, είναι αναμφίβολο ότι ο Καρυωτάκης έπασχε από κάποια οργανική πάθηση. Αυτό το φανερώνουν, υπεράνω όλων, τα δικά του λόγια σε μια επιστολή του προς τον φίλο του Χαρίλαο Σακελλαριάδη, στις 14 Ιανουαρίου 1926, όπου ανέφερε (μεταξύ άλλων): «Τώρα πιστεύω πως είμαι καλά στην υγεία μου. Ένα μήνα μετά την αναχώρησή σου είχα πυρετό και οι γιατροί δεν μπόρεσαν να μου πουν ακριβώς τι  έχω. Φαίνεται ότι ήταν παράφυτος. Έπαυσα να βάζω θερμόμετρο κ' εξέφυγα από τα μιαρά τους χέρια». Επιπλέον, οι κριτικοί τέχνης, Κλέων Παράσχος, Τέλος Άγρας, Γιώργος Πικρός και Έλλη Αλεξίου, αν και προσεγγίζουν αρκετά επιφυλακτικά το θέμα της ενδεχόμενης σύφιλης, εντούτοις, αναφέρονται σε μια «αθεράπευτη ασθένεια».

Ο καθηγητής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Γιώργος Σαββίδης (1929-1999), ο οποίος αναγνωρίζεται ότι διέθετε το μεγαλύτερο αρχείο για τους Νεοέλληνες λογοτέχνες, ερχόμενος σε επαφή με τους φίλους και συγγενείς του ποιητή, είχε αποκαλύψει ότι ο Καρυωτάκης ήταν συφιλιδικός, επισημαίνοντας, μάλιστα, ότι ο αδερφός του, Θανάσης Καρυωτάκης, θεωρούσε ότι η ασθένεια συνιστούσε προσβολή για την οικογένεια. Επιπλέον, χαρακτηριστικά είναι τα λόγια του Γιώργου Σκούρα, ιατρού σύγχρονου του ποιητή, που ανέφερε: «ήταν άρρωστος, ήταν συφιλιδικός», ενώ και τα λόγια του ίδιου του ποιητή στην ανωτέρω επιστολή προς τον Χαρίλαο Σακελλαριάδη πιθανώς να φανερώνουν μια εκδήλωση υποτροπιάζουσας σύφιλης ή σύφιλης δευτέρου σταδίου.


Η ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ


Σημαντικά στοιχεία για την ασθένεια του Καρυωτάκη αλλά και για την εξέλιξη των συναισθημάτων του μέσα στη δεκαετία του 1920 δίνει η σχέση του με τη Μαρία Πολυδούρη, λυρική ποιήτρια (1902-1930). Γνωρίστηκαν το 1922, όταν και οι δύο εργάζονταν στη Νομαρχία Αττικής. Η ένταση του έρωτά της για εκείνον φανερώνεται από τα λόγια που γράφει στο ημερολόγιό της στις 27 Απριλίου 1922: «Δύο ώρες μετά το μεσονύχτι. Το αίμα μου όλο ανεβασμένο στο κεφάλι μου κάνει να χτυπούν φριχτά οι φλέβες και να νιώθω μια βουή στ’ αυτιά μου σα να πήρα 30 κόκκους κινίνο. Τι λοιπόν; Είναι αυτό ίσως το πάθος που δεν εγνώρισα; Γιατί έτσι πάλι ανηλεής ποιητή μου…».

Εικόνα 3. Χειρόγραφο ημερολόγιο της Μαρίας Πολυδούρη (27 Απριλίου 1922). ΠΗΓΗ: «Μαρία Πολυδούρη - Μόνο γιατί μ' αγάπησες: Ημερολόγιο»

Το καλοκαίρι του ίδιου έτους ο Καρυωτάκης έμαθε ότι έχει προσβληθεί από σύφιλη. Τον Σεπτέμβριο, αφού αφιέρωσε στην Πολυδούρη το ποίημα «Δέντρα μου, δέντρα ξέφυλλα», της εξομολογείται την αλήθεια για την ασθένειά του και της αποκαλύπτει ότι την κρύβει από τους φίλους του και την οικογένειά του. Η ποιήτρια αμφέβαλλε για την ειλικρίνειά του και θεωρώντας ότι επινόησε την ασθένεια για να την απομακρύνει από κοντά του, του ζητά με επιστολή της στις 12 Οκτωβρίου του 1922 να παντρευτούν χωρίς να κάνουν παιδιά, αλλά ο Καρυωτάκης αρνείται. Μέσα στη συγκεκριμένη επιστολή τα λόγια της Πολυδούρη αποκαλύπτουν πολλά για την ασθένεια του ποιητή, που από το συνδυασμό των στοιχειών είναι φανερό ότι είναι η σύφιλη. Εκτός από το να μην κάνουν παιδιά, η ποιήτρια εκφράζει την ανησυχία μήπως η ασθένεια επηρεάσει την πνευματική διαύγεια του αγαπημένου της, αναφέρεται στις ιερόδουλες που του μετέδωσαν το μικρόβιο, τον προτρέπει να αποκαλύψει την αλήθεια στην οικογένειά του και του ζητά να μοιραστεί τον πόνο του μαζί της: «Έλα, Τάκη, να ζήσουμε μαζί… να ιδείς πόσο γλυκιά, πόσο ανακουφιστική θα ‘μαι σε σένα. […] Παιδιά δε θα κάνομε, βέβαια – γελάς; Ω! είναι τόσο εύκολο και τόσο συνηθισμένο πράγμα αυτό σήμερα. Άλλωστε, έχω δικούς μου γιατρούς που θα κάνουν το παν για μένα. Ό,τι με κάνει να σκέπτομαι πολύ, είναι ότι μπορεί να χάσεις το ταλέντο σου∙ αλλά γιατί να γίνει αυτό; Εμείς δε θα έχομε ούτε την οικογένεια ούτε τις παλιοασχολίες της. Δε θα ‘μαι η γυναίκα εκείνη που θα σου φέρει γύρω σου τις ενοχλητικές σκέψεις του οικοκυριού∙ όχι, θα ‘μαι η αιώνια ερωμένη σου. Δεν έχεις τίποτα από τη ζωή σου να αλλάξεις κοντά μου. Έλα, Τάκη μου. Μπορώ κάτι ακόμα να προσφέρω στη ζωή σου. Ω! αν ήξερες πόσο κακό μού κάνει να σκέπτομαι πως συ, το ευγενικό εξιδανικευμένο πλάσμα με τη θεϊκή ψυχή, φέρεσαι έτσι από ανάγκη στις ελεεινές αυτές ακάθαρτες γυναίκες που σου χάλασαν την υγεία σου… πόσο κακό μου κάνει… πόσο κακό!... Δεν είσαι πια παιδάκι που θα ντρεπόταν∙ πες το στον πατέρα σου, δεν μπορεί, θα σε ακούσει. Τάκη, κάνε το, μη σκεφθείς τίποτα ανυπόστατα εμπόδια, δεν υπάρχει τίποτε. Προ παντός μη – σ’ εξορκίζω – σκεφθείς πως είσαι άρρωστος και θα μου έκανες κακό. Ξέρεις πως το μεγαλύτερο μαρτύριο που μπορεί να νιώσω είναι η κάθε στιγμή που περνάω μακριά σου… Α! είναι ένα φοβερό, ατέλειωτο μαρτύριο… Σιμά σου όλα θα ‘ναι όμορφα… όλα καλά… Να υποφέρω κατιτί… να μου επιτρέπεις να πονώ τον πόνο σου, είναι η ευτυχία, η μόνη ευτυχία που μπορεί να νιώσω… […]».


«ΩΧΡΑ ΣΠΕΙΡΟΧΑΙΤΗ»

Ο χωρισμός του ποιητή με την Πολυδούρη αποτέλεσε και για τους δύο μια αιτία για να μείνουν μακριά από τη συγγραφή ποιημάτων. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Καρυωτάκης από τον Φεβρουάριο του 1924 έως και το 1926 πέρασε μια περίοδο σιωπής. Τον προηγούμενο χρόνο, όμως, στο περιοδικό «Έσπερος», στο τεύχος Ιουνίου – Ιουλίου, ο ποιητής μιλά ουσιαστικά για τη σύφιλη μέσα από το ποίημα του «Τραγούδι παραφροσύνης» που αργότερα μετονομάστηκε σε «Ωχρά Σπειροχαίτη», το όνομα του βακτηρίου που προκαλεί τη σύφιλη δηλαδή. Στην τελευταία στροφή του ποιήματος γράφει:

«...Kι ήταν ωραία ως σύνολο η αγορασμένη φίλη,

στο δείλι αυτό του μακρινού πέρα χειμώνος, όταν,

γελώντας αινιγματικά, μας έδινε τα χείλη

κι έβλεπε το ενδεχόμενο, την άβυσσο που ερχόταν.»

Με τη φράση «αγορασμένη φίλη» αναφέρεται στις ιερόδουλες, που κατεξοχήν θεωρούνταν οι κυριότερες πηγές μετάδοσης της σύφιλης (σχετική αναφορά, άλλωστε, βρίσκουμε και στην επιστολή της Πολυδούρη που αναφέρθηκε ανωτέρω). Λέγοντας «γελώντας αινιγματικά», υπονοεί τη νοσηρότητα που κρύβεται πίσω από την πράξη του έρωτα με τη συγκεκριμένη γυναίκα, ενώ στην τελευταία στροφή, η «άβυσσος» αποτελεί την ασθένεια που θα αναγκαστεί να βιώσει, αφού ενέδωσε, προοιωνίζοντας και το δικό του τέλος.


Η ΚΑΤΑΘΛΙΨΗ

Τον Φεβρουάριο του 1928 ο Καρυωτάκης αποσπάστηκε στην Πάτρα, γεγονός που φαίνεται ότι του προκάλεσε απελπισία, αφού τόσο ως παιδί (λόγω της εργασίας του πατέρα του), όσο και ως δημόσιος υπάλληλος, αφού πήρε το πτυχίο του, πολλές φορές στη ζωή του αναγκάστηκε να μετακομίσει σε πόλεις όπου δεν επιθυμούσε να μείνει, ενώ η εργασία του στο δημόσιο του φαινόταν αδιέξοδη και μη εποικοδομητική. Αισθανόταν απέχθεια για την κρατική γραφειοκρατία και την καυτηρίαζε συχνά, κάτι που προκαλούσε αντιπάθεια προς το πρόσωπό του από τους ανωτέρους του και φαίνεται να είναι η αιτία για τις πολλές μεταθέσεις του στην επαρχία. Αυτό που τον απογοήτευε ήταν η συμβατική ζωή που τον έκανε να νιώθει ψυχικά αποστεωμένος, αφού στο νου του είχαν απομυθοποιηθεί τα ιδανικά της ζωής και κυριαρχούσε ο εφήμερος χαρακτήρας της.

Λίγο αργότερα μετατέθηκε από την Πάτρα στην Πρέβεζα. Η νέα απόσπαση έμοιαζε να είναι νέο χτύπημα για τον ποιητή. Όντας μελαγχολικός και απογοητευμένος, έζησε τις τελευταίες του μέρες στην πόλη της Πρέβεζας. Η άσχημη κατάσταση της ψυχολογίας του πείθει ορισμένους μελετητές ότι έπασχε από κατάθλιψη και ότι τα συναισθήματα απελπισίας που τον κατέκλυσαν τον οδήγησαν στην αυτοκτονία. Ο φίλος του, Χαρίλαος Σακελλαριάδης, μοιάζει να ενστερνίζεται αυτήν την άποψη, λέγοντας: «Πάντα όμως θα περνούσε με τη χίμαιρα μιας ονειρευτικής ζωής, που ποτέ του δεν του ήταν γραφτό να ζήση. Κι ύστερα, ενώ μ' όλη την ψυχική του κόπωση ήταν υπόδειγμα εργατικότητας και ευσυνειδησίας, στάθηκε ο στόχος μιας σκληρής και συστηματικής καταδρομής, από την οποία μόνο με την τραγική του χειρονομία απαλλάχτηκε οριστικά. Πρόστιμα, αδικαιολόγητη μετάθεση από την Αθήνα στην Πάτρα, ώσπου του 'ρθε τέλος κι η χαριστική βολή: αποσπάστηκε από την Πάτρα στην Πρέβεζα». Και ο ίδιος, άλλωστε, ο Καρυωτάκης στην τελευταία σωζόμενη επιστολή του προς την Πολυδούρη, τον Ιούνιο του 1928, αναφέρει, μεταξύ άλλων: «Η Πρέβεζα είναι ένα άσχημο χωριό. Χτισμένη σ’ ένα επίπεδο χαμηλότερο σχεδόν από τη θάλασσα, δε φαίνεται, θαρρείς πως κρύβεται από ντροπή για τα χάλια της. Τα σπίτια, τουρκόσπιτα του χειρίστου είδους, άρχισαν να έχουν αρχαιολογική αξία», ενώ σημαντική κρίνεται και η φράση του: «Έτσι θα περάσει κατά τον ενδοξότερο τρόπο και η σημερινή ημέρα, ακριβώς όπως επέρασαν και οι προηγούμενες, όπως θα περάσουν κι εγώ δεν ξέρω πόσες ακόμη ημέρες».


ΤΟ ΤΕΛΟΣ

Στις 20 Ιουλίου αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει, προσπαθώντας να πνιγεί, χωρίς, ωστόσο, να το καταφέρει. Στις 21 Ιουλίου αυτοκτόνησε με ένα περίστροφο, αφήνοντας ένα επιθανάτιο γράμμα, το οποίο μάλλον ενισχύει τις απόψεις περί του ρόλου της σύφιλης.
Στην μελέτη του για τον Καρυωτάκη και μετά από εμπεριστατωμένη ανάλυση του ανωτέρου γράμματος, ο Γιώργος Μακρίδης διατύπωσε την άποψη ότι ο ποιητής αυτοκτόνησε στην Πρέβεζα, όχι επειδή πιεζόταν ψυχολογικά από τη μετάθεσή του εκεί, αλλά επειδή φοβόταν να νοσηλευτεί σε ψυχιατρική κλινική, όπως συνέβαινε με όλους τους συφιλιδικούς στο τελικό στάδιο της νόσου την περίοδο εκείνη. Θέλοντας, μάλιστα, ο Γιώργος Μακρίδης να ισχυροποιήσει το επιχείρημά του τόνισε ότι θα ήταν εξαιρετικά απίθανο ένας βαριά καταθλιπτικός ασθενής να αστειεύεται στο επιθανάτιο γράμμα του, κάτι που βλέπουμε στο υστερόγραφο της επιστολής του Καρυωτάκη, όπου κάνει σαρκαστικό χιούμορ για την αποτυχημένη απόπειρα αυτοκτονίας του της προηγούμενης ημέρας, ενώ θεωρεί και ότι η φράση «ήμουν άρρωστος» έχει διττή σημασία, αναφερόμενη τόσο σε ψυχική όσο και σε σωματική διαταραχή.

Η κατάθλιψη σαφώς μπορεί να επηρεάσει τον τρόπο που κάποιος αντιδρά και σκέφτεται, με αποτέλεσμα το άτομο να διακατέχεται από εξαιρετικά απαισιόδοξα σενάρια και έλλειψη προσδοκιών για ενδεχόμενη βελτίωση των πραγμάτων, ενώ μέσα σε αυτή την απαισιόδοξη αντίληψη το άτομο υποεκτιμά τις ικανότητες και δεξιότητες του.


Λαμβάνοντας υπόψη την αρνητική αντιμετώπιση από την οικογένειά του, την προϋπάρχουσα απαισιόδοξη ψυχοσύνθεσή του, τα χρόνια που μεσολάβησαν από την αρχική μόλυνσή του με την ασθένεια και με τις μαρτυρίες των συγχρόνων του να πιστοποιούν στο μεγαλύτερο ποσοστό την παρουσία της ασθένειας, φαίνεται πολύ πιθανό η σύφιλη να οδήγησε τον Καρυωτάκη στο να κάνει τη μοιραία κίνηση. Η ασθένειά του αυτή, με τα εκφυλιστικά της συμπτώματα, φαίνεται να είναι, είτε η αιτία που τον έφερε να σκέφτεται τον θάνατό του σε ηλικία 32 ετών, είτε ο τελικός λόγος που εμφανίστηκε στη ζωή του για να του προκαλέσει την πλήρη απογοήτευση.


Κώστας Καρυωτάκης [Είμαστε κάτι...] 
Η άποψη του Λίνου Πολίτη για την ποίηση του Κ. Καρυωτάκη
Ο Λίνος Πολιτής γράφει για την ποίηση του Κώστα Καρυωτάκη: «Η ποίηση του Καρυωτάκη είναι σοβαρή∙ οποιοδήποτε ίχνος φιλολογίας, αισθηματισμού, φιλαρέσκειας, που μπορεί να υπάρχει στους προηγούμενους ποιητές, έχει εξαφανιστεί στον Καρυωτάκη. Υπάρχει ένας πληθωρικός πόθος ζωής, μια μεστή αίσθηση της πραγματικότητας, και -αδυσώπητα αντίθετη από την άλλη μεριά- η αίσθηση του μάταιου, του χαμένου, που απογυμνώνεται ολοένα και περισσότερο, για να φτάσει πια στο τέλος σ’ ένα τραγικό αδιέξοδο, με τελική συνέπεια την αυτοκτονία. Γράφει ποιήματα για τους «Δον Κιχώτες», για «τους άδοξους ποιητές των αιώνων», η στάση του σε όλα είναι αντιηρωική, αντιιδανική∙ ψάλλει το άδοξο, το ασήμαντο, ακόμα και το γελοίο, σαν διαμαρτυρία που φτάνει στο σαρκασμό. Ο σαρκασμός σφραγίζει με μια ιδιαίτερη πικρία όλη του την ποίηση και γίνεται (αν γίνεται) διέξοδος για τη μόνιμη απογοήτευσή του. Αλλά στον Καρυωτάκη -κι αυτό είναι που δίνει τη σπάνια στερεότητα στην ποίησή του- το αίσθημα αυτό του κενού δεν διοχετεύεται εύκολα σε παραδομένα σχήματα ποιητικά, αλλά δημιουργεί από την αποσύνθεση, θα έλεγε κανείς, την ίδια, μια καινούρια έκφραση. Ο στίχος, ο ποιητικός λόγος, χάνουν τα σταθερά τους περιγράμματα, αλλά δε χάνουν τη στερεή τους παρουσία∙ και αυτό είναι η πρωτοτυπία τους.»

Διάκριση Συμβολισμού – Νεοσυμβολισμού
Για το συμβολιστή ποιητή, η πραγματικότητα που αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις μας, δηλαδή ο εξωτερικός κόσμος, δεν έχει κανένα ποιητικό ενδιαφέρον. Ωστόσο, τα πράγματα αυτού του κόσμου η ποίηση μπορεί να τα χρησιμοποιήσει ως διαμεσολαβητές, ως σύμβολα, για να φτάσει στο αληθινό της αντικείμενο: στην έκφραση ιδεών, ψυχικών ή νοητικών καταστάσεων, συναισθημάτων κτλ. ή μ’ άλλα λόγια, στο ασυνείδητο και στο μυστήριο του εσωτερικού μας κόσμου.

Ο συμβολισμός κάνει την εμφάνισή του στη νεοελληνική λογοτεχνία στα πρώτα χρόνια του 20ου αιώνα, λίγο μετά τον παρνασσισμό. Ο ελληνικός συμβολισμός έχει όλα τα βασικά χαρακτηριστικά του γαλλικού, αν και μπορούμε να πούμε ότι οι Έλληνες ποιητές οικειοποιούνται κυρίως δύο βασικές αρχές του γαλλικού κινήματος:
α) τον υπαινικτικό και υποβλητικό χαρακτήρα της ποίησης, που στρέφει νου και αισθήματα προς την ψηλότερη σφαίρα των ιδεών, β) την αίσθηση του ποιητή (ενδεχομένως και του αναγνώστη) ότι, όταν κάποιος μπορέσει να φτάσει σ’ αυτή τη σφαίρα, θεωρεί πλέον την πραγματικότητα ως έναν ταπεινό τόπο μελαγχολίας και απελπισίας.
Όπως στη γαλλική έτσι και στη νεοελληνική λογοτεχνία, ο συμβολισμός έρχεται να απαλλάξει οριστικά την ποίηση από τη φλυαρία και τη μεγαλοστομία του ρομαντισμού αλλά και από την απάθεια του παρνασσισμού. Η ποίηση περνά πλέον σε μια όλο και πιο γνήσια έκφραση του συναισθήματος. Ωστόσο, οι Έλληνες ποιητές υιοθετούν λίγες από τις εκφραστικές καινοτομίες των Γάλλων.

Γύρω στα 1920 κάνουν την εμφάνισή τους ορισμένοι ποιητές βαθύτατα επηρεασμένοι απ’ το γαλλικό συμβολισμό, τους οποίους συνήθως κατατάσσουμε στη λεγόμενη ομάδα του νεοσυμβολισμού. Οι κυριότεροι εκπρόσωποι αυτής της ομάδας είναι οι Κώστας Ουράνης, Ναπολέων Λαπαθιώτης, Τέλλος Άγρας, Μήτσος Παπανικολάου, Μαρία Πολυδούρη, Κώστας Γ. Καρυωτάκης, καθώς και ορισμένοι άλλοι ελάσσονες ποιητές.

Οι ποιητές αυτοί, επειδή ακριβώς έχουν επηρεαστεί έντονα από το κλίμα και την ατμόσφαιρα του γαλλικού συμβολισμού, είναι οπαδοί του χαμηλού και ήπιου λυρισμού, που εκφράζει κυρίως τους εσωτερικούς κυματισμούς του μεμονωμένου και μοναχικού ατόμου. Ο ποιητικός, δηλαδή, νεοσυμβολισμός, ως ποιητική πράξη, εκφράζει το άτομο το τραυματισμένο από τη γύρω σκληρή πραγματικότητα, που όμως αποσύρθηκε στον εαυτό του και αναζητά τη λύτρωση στη φυγή προς το παρελθόν και στη νοσταλγία για ό,τι έχει περάσει και χαθεί οριστικά.
Απ’ αυτό το κλίμα της νεο-ρομαντικής και ουτοπικής νοσταλγίας ξεφεύγει κάπως μόνον ο Καρυωτάκης, ο οποίος δε γράφει ποίηση ερήμην της ιστορίας και της τραυματικής πραγματικότητας που τον περιβάλλει. Σε αντίθεση με τους άλλους νεοσυμβολιστές, γίνεται εκφραστής αυτής της πραγματικότητας που τη σατιρίζει και τη σαρκάζει. Γι’ αυτό και είναι ο κορυφαίος ποιητής του νεοσυμβολισμού.
Συνοπτικά η διάκριση ανάμεσα στους συμβολιστές και τους νεοσυμβολιστές έγκειται στις εξής διαφοροποιήσεις:
Η γενιά των συμβολιστών (1900-1910) κινείται υπό την επίδραση της ποίησης του Κωστή Παλαμά, συνθέτει ποιήματα υποβλητικά, ελεγειακής διάθεσης, με ασαφείς εικόνες και θόλωμα του νοήματος, χωρίς όμως να συνδέει τη μελαγχολική διάθεση με την τραυματική επίδραση της σύγχρονης πραγματικότητας.
Ενώ η γενιά των νεοσυμβολιστών, με κυρίαρχο εκπρόσωπο τον Κώστα Καρυωτάκη, απομακρύνεται από την επίδραση του Παλαμά, εκφράζει εναργέστερα το αδιέξοδο της ύπαρξης και το αίσθημα του ανικανοποίητου, συνδέοντας όμως καθαρότερα τα συναισθήματα αυτά με την επίδραση της πραγματικότητας. Συνάμα οι νεοσυμβολιστές ωθούν την ποίηση πλησιέστερα στις ανατροπές του μοντερνισμού.

Σονέτο (ή δεκατετράστιχο)
Είναι ποίημα σταθερής μορφής και συνήθως λυρικού περιεχομένου. Η ονομασία «σονέτο» προέρχεται από την ιταλική γλώσσα: sonetto = σύντομος, μικρός ήχος∙ μικρό σύντομο τραγούδι, τραγουδάκι (στα λατινικά sonus = ήχος). Η ελληνική ονομασία «δεκατετράστιχο» είναι περισσότερο εύστοχη: στηρίζεται σ’ ένα εξωτερικό γνώρισμα, που είναι ο σταθερός αριθμός στίχων.
Το σονέτο στην κλασική καταρχήν μορφή του, παρουσιάζει τα ακόλουθα εξωτερικά χαρακτηριστικά:
α) είναι ποίημα ολιγόστιχο∙ αποτελείται από δεκατέσσερις στίχους, που κατανέμονται σε τέσσερις στροφές
β) οι δύο πρώτες στροφές είναι τετράστιχες, ενώ οι δύο τελευταίες τρίστιχες∙ έχουμε δηλαδή το σχήμα: 4 – 4 – 3 – 3
γ) το μέτρο είναι κανονικά ιαμβικό και οι στίχοι ενδεκασύλλαβοι
δ) στις δύο πρώτες τετράστιχες στροφές, η πιο συνηθισμένη μορφή ομοιοκαταληξίας είναι η σταυρωτή (α ββ α)
ε) στις δύο τελευταίες τρίστιχες στροφές η ομοιοκαταληξία μπορεί να παρουσιάζει ποικίλους συνδυασμούς και τύπους. Πάντως, ένας τουλάχιστον στίχος της μιας στροφής πρέπει να ομοιοκαταληκτεί με έναν της άλλης.
Το σονέτο του Κώστα Καρυωτάκη [Είμαστε κάτι...] παρουσιάζει την ακόλουθη μορφή ομοιοκαταληξίας:
στροφή 1η: α ββ α (σταυρωτή)
στροφή 2η: α ββ α (σταυρωτή)
στροφή 3η: γ δ γ (πλεχτή)
στροφή 4η: δ γ δ (πλεχτή)

Ανάλυση ποιήματος

Ο Κώστας Καρυωτάκης ανήκει σε μια γενιά που έχει βιώσει εξαιρετικά δύσκολες κι επίπονες εμπειρίες (Βαλκανικούς πολέμους, Πρώτος Παγκόσμιος πόλεμος, Καταστροφή της Σμύρνης, δικτατορία του Θεόδωρου Πάγκαλου). Εμπειρίες που δημιούργησαν ένα αίσθημα ανασφάλειας απέναντι στην ιστορική πραγματικότητα και οδήγησαν τους νέους ανθρώπους εκείνης της εποχής σε μια δυσπιστία απέναντι στην κοινωνία και στην ικανότητά της να διαμορφώσει ένα σταθερό και ασφαλές περιβάλλον.
Το κυρίαρχα συναισθήματα της γενιάς του Καρυωτάκη είναι η ανασφάλεια, ο ψυχικός κάματος, η δυσκολία προσαρμογής στην πραγματικότητα της ζωής, το αίσθημα του ανικανοποίητου και φυσικά της παρακμής, όπως αυτή εκδηλώνεται σε κάθε έκφανση της κοινωνικής και πολιτικής ζωής.
Έτσι, στο σονέτο του ο Καρυωτάκης, επιχειρεί με μια σειρά εικόνων να αποδώσει την αίσθηση διάλυσης που χαρακτηρίζει τον ίδιο, αλλά και συνολικότερα τη γενιά του. Είναι χαρακτηριστικό άλλωστε πως οι τρεις πρώτες στροφές ξεκινούν με το α πληθυντικού ρήμα «είμαστε», που υποδηλώνει πως ο ποιητής εκφράζει με τα λόγια του ένα ευρύτερο πλήθος ανθρώπων. «Είμαστε κάτι», σχολιάζει ο ποιητής, αφήνοντας την αόριστη αντωνυμία «κάτι» να υπονομεύσει την υπόστασή τους και να αποδώσει το αίσθημα παρακμής και παραίτησης που έχει κυριεύσει το μεγαλύτερο μέρος της γενιάς του. Είναι εμφανής η πικρία του ποιητή και η διάθεση σαρκασμού απέναντι στον εαυτό του και στους ομηλίκους του, όταν τους περικλείει όλους στην υποτιμητική απροσδιοριστία της λέξης «κάτι».
1η στροφή
Στην πρώτη στροφή του ποιήματός του ο Καρυωτάκης παρουσιάζει τους ανθρώπους της γενιάς του ως ξεχαρβαλωμένες κιθάρες, θέλοντας να τονίσει την αδυναμία τους να λειτουργήσουν αρμονικά στο εχθρικό ιστορικό περιβάλλον της εποχής τους. Κιθάρες, που όταν τις διαπερνά ο άνεμος, αντί να παράγουν μελωδικούς ήχους, δημιουργούν παράφωνους ήχους και στίχους, μιας και οι χορδές τους κρέμονται σαν καδένες (αλυσίδες). Η παραφωνία που προκύπτει από τις διαλυμένες αυτές κιθάρες, βρίσκεται σε πλήρη αντιστοιχία με την εσωτερική διάθεση τόσο του ίδιου του ποιητή όσο και των ομοτέχνων του (η αναφορά στους παράφωνους «στίχους» μας παραπέμπει ειδικότερα στους ποιητές της εποχής).
Όπως μια διαλυμένη κιθάρα δεν μπορεί να δημιουργήσει μελωδικούς και αρμονικούς ήχους, έτσι και οι ποιητές της εποχής του Καρυωτάκη αδυνατούν να λειτουργήσουν ανεπηρέαστοι από το κλίμα παρακμής και διάλυσης που χαρακτηρίζει την πολιτεία στην οποία ζουν. Όταν περνάει ο άνεμος, όταν λαμβάνουν δηλαδή τα ποιητικά τους ερεθίσματα, καταλήγουν σε «παραφωνίες», σε κακής ποιότητας ποιήματα, καθώς τους είναι αδύνατο να δώσουν έργο αρμονικό και άρτιο, τη στιγμή που το είναι τους δονείται από τόσο αρνητικά συναισθήματα.
Η εικόνα επομένως με τις διαλυμένες κιθάρες, που οι χορδές τους έχουν φύγει από τη θέση τους και κρέμονται σαν καδένες (παρομοίωση), αποδίδει την εσωτερική κατάσταση των ποιητών της εποχής του Καρυωτάκη. Αίσθηση διάλυσης, αδυναμία ανταπόκρισης στο ρόλο τους, δυσαρμονία στην ποιητική τους παραγωγή, είναι μερικές από τις αναλογίες που προκύπτουν από τη σύγκριση μιας ξεχαρβαλωμένης κιθάρας με μια γενιά ποιητών που αδυνατεί πια να ανταποκριθεί στο ποιητικό της καθήκον.
2η στροφή
Στα πλαίσια της δεύτερης στροφής ο ποιητής δίνει μια ακόμη εικόνα με την οποία επιχειρεί να αποδώσει την κατάσταση στην οποία έχουν περιέλθει οι άνθρωποι και ιδιαίτερα οι ποιητές της εποχής του. Είμαστε κάτι απίστευτες αντένες (κεραίες), δηλώνει ο ποιητής, αποδίδοντας έτσι τον κυρίαρχο ρόλο των ποιητών κάθε εποχής, οι οποίοι καλούνται να γίνουν αποδέκτες των μηνυμάτων του καιρού τους.
Οι ποιητές ως ευαίσθητοι δέκτες αντιλαμβάνονται τα συναισθήματα, τις διαθέσεις και τις επιθυμίες των ανθρώπων της εποχής τους, και μπορούν κατόπιν να τα εκφράσουν όλα αυτά στην ποίησή τους.
Οι απίστευτες αυτές αντένες, υψώνονται σα δάχτυλα στο χάος και στην κορυφή τους αντηχεί το άπειρο. Όπως γίνεται αντιληπτό από την αναφορά στο «χάος» και το «άπειρο», τα μηνύματα που λαμβάνουν οι ποιητές είναι καταιγιστικά, χωρίς ειρμό, αρνητικής διάθεσης και με την έντασή τους ξεπερνούν τις ψυχικές αντοχές τους. Η κατάληξη επομένως «μα γρήγορα θα πέσουνε σπασμένες» δεν προκαλεί έκπληξη, καθώς οι ποιητές αδυνατούν να διαχειριστούν όλον αυτόν το συναισθηματικό κυκεώνα που τους κατακλύζει και καταρρέουν.
Η εικόνα αυτή με τις κεραίες που πέφτουν σπασμένες υπό το βάρος και την ένταση των μηνυμάτων που λαμβάνουν, αποδίδει εξαιρετικά την κατάσταση που επικρατούσε στα χρόνια του ποιητή. Μια κοινωνία με πολλαπλά προβλήματα, ένας λαός βασανισμένος και παγιδευμένος σε μια αδιέξοδη κατάσταση, φέρνουν τους ποιητές σε απόγνωση. Η απελπισία των ανθρώπων, η απαισιοδοξία τους απέναντι στις δυσκολίες που καλούνται να αντιμετωπίσουν, η απουσία οποιασδήποτε ελπίδας για το μέλλον, αντηχούν και πολλαπλασιάζονται στην ψυχή των ποιητών, οδηγώντας του σε πλήρη αδυναμία να αποδώσουν το τραγικό κλίμα της εποχής τους.
Ας μην ξεχνάμε πως πρόκειται για μια εποχή που οι ποιητές απογοητευμένοι από την κοινωνία κι από την αποτυχία της να διασφαλίσει θετικές προοπτικές για τους πολίτες της, αποποιούνται την κοινωνική διάσταση της ποίησής τους και στρέφονται προς τον εαυτό τους. Η γενιά του μεσοπολέμου μας δίνει ποίηση εσωτερική, ατομική και με έντονη την αίσθηση της απαισιοδοξίας.
3η στροφή
Οι σπασμένες αντένες, που αποδίδουν τον ψυχικό τραυματισμό και θρυμματισμό των ποιητών, ακολουθούνται από μια ευρύτερη εικόνα σ’ αυτή τη στροφή. Οι ποιητές πλέον παρουσιάζονται ως διάχυτες αισθήσεις, που δεν έχουν καμία ελπίδα να συγκεντρωθούν. Έτσι, από τη συγκεκριμένη εικόνα με τις αντένες, περνάμε σε μια πιο αφηρημένη σύλληψη, που έρχεται να αποδώσει τον κατακερματισμό και τη διάλυση της υπόστασης των ποιητών. Οι αισθήσεις τους δεν αποτελούν πια μια ολότητα, δε λειτουργούν ως συντονισμένα μέσα για την πρόσληψη και κατανόηση του κοινωνικού και φυσικού περιβάλλοντος, έχουν διαχυθεί, μη μπορώντας πια να επανέλθουν στην πρότερη αρμονική τους λειτουργία.
Ο Καρυωτάκης εδώ αποδομεί την υπόσταση των ποιητών παρουσιάζοντας τις αισθήσεις (τα μέσα αντίληψης) και τα νεύρα τους (δίοδοι μεταφοράς των μηνυμάτων που λαμβάνονται με τις αισθήσεις), σε μια κατάσταση αποσυντονισμού και διάλυσης. Στα νεύρα των ποιητών είναι μπλεγμένη όλη η φύση, υπό την έννοια πως οι ποιητές δεν γίνονται αποδέκτες μόνο των κοινωνικών μηνυμάτων, αλλά υπόκεινται και στα ποικίλα κελεύσματα της φύσης. Το κάλεσμα της φύσης για ζωή, για ευδαιμονία, για έρωτα και αγάπη, εντείνει την εσωτερική σύγχυση των ποιητών που αδυνατούν να συμβιβάσουν την ατομική τους ύπαρξη με τα συγκεχυμένα μηνύματα του κοινωνικού τους περιβάλλοντος και τον ιδιαίτερο ρόλο που έχουν να επιτελέσουν ως εκφραστές της εποχής τους.
4η στροφή
Η καταληκτική στροφή μας φέρνει στα αποτελέσματα όλη αυτής της σύγχυσης και της διάλυσης που βιώνουν οι ποιητές. Η θύμηση του παρελθόντος τους προκαλεί τέτοιας έντασης πόνο, ώστε ο ποιητής τον παρουσιάζει ως σωματικό (στο σώμα), για να δείξει εναργέστερα την οξύτητά του. Είναι σαφής η ωραιοποίηση του παρελθόντος που γίνεται εδώ, καθώς -όπως συμβαίνει συχνά- οι άνθρωποι έχουν την τάση να θεωρούν τις περασμένες εποχές καλύτερες, λησμονώντας τα προβλήματα και τις δυσκολίες που πάντοτε υπάρχουν. Η αλήθεια είναι βέβαια πως στα χρόνια του Καρυωτάκη η Ελλάδα δοκιμαζόταν σκληρά, μιας και πάσχιζε να επουλώσει τις πληγές του Πρώτου Παγκοσμίου πολέμου.
«Μας διώχνουνε τα πράγματα», σχολιάζει ο ποιητής, αναφερόμενος φυσικά στην πραγματικότητα, η οποία πληγώνει τους ποιητές με τη σκληρότητά της και τους απωθεί. Μπροστά στην οικονομική κατάρρευση, τη διάψευση κάθε ελπίδας για το μέλλον και της παρακμής που διατρέχει κάθε κοινωνική έκφανση, η μόνη διαφυγή που υπάρχει είναι η ποίηση. Κι όμως ο ποιητής καθιστά σαφές πως η ποίηση δεν είναι γι’ αυτούς παρά το καταφύγιο που αποζητούν, αλλά παραμένει απρόσιτο και καταλήγουν να το φθονούν.
Ο φθόνος απέναντι στην Ποίηση, έρχεται να αποκαλύψει την πλήρη αδυναμία τους να εισέλθουν στον κόσμο της αρμονίας, της ουσιαστικής έκφρασης και απόδοσης των συναισθημάτων. Οι θετικές όψεις της ποίησης που μπορούν να προσεγγιστούν μόνο από εκείνους που διαθέτουν την αναγκαία ψυχική γαλήνη και συγκρότηση, διαφεύγουν επίμονα από τους ποιητές αυτής της εποχής, που βιώνουν μια τραγική αίσθηση εσωτερικής διάλυσης. Πώς θα μπορούσαν οι ποιητές αυτοί, που ζουν σε μια καταρρέουσα κοινωνία, να φτάσουν στο επίπεδο της αρμονικής έκφρασης και άρτιας δόμησης, που εκπροσωπείται από την ποίηση;
Για τον Καρυωτάκη είναι σαφές πλέον πως η εξωτερική παρακμή έχει καθρεφτιστεί στον εσωτερικό τους κόσμο, στερώντας τους τη δυνατότητα να επανέλθουν στην κατάσταση πνευματικής και ψυχικής συγκρότησης, που χαρακτήριζε τους δημιουργούς των περασμένων εποχών. Η Ποίηση, η δημιουργία, η τέχνη, είναι απρόσιτες και ανέφικτες για ανθρώπους που βρίσκονται σε μια τέτοια κατάσταση παρακμής, παραίτησης και απελπισίας.
Η Ποίηση παραμένει, όχι μόνο απρόσιτη, αλλά και ως διαρκής υπενθύμιση πως κάποτε οι τεχνίτες του λόγου, είχαν πετύχει μια ιδανική ισορροπία ανάμεσα στην κοινωνική και την ατομική τους υπόσταση.
Είναι εμφανής βέβαια η ειρωνική διάθεση του ποιητή, όταν παρουσιάζει την εσωτερική κατάρρευση των ποιητών, συνθέτοντας ένα άρτιο σονέτο, σύμφωνο με όλους τους κανόνες της παραδοσιακής ποίησης. Γιατί ακόμη κι αν ως προς τα εξωτερικά χαρακτηριστικά η ποίησή του παραπέμπει στις περασμένες εποχές, η πικρία και η αποσύνθεση του περιεχομένου, αποτελούν αδιάψευστη μαρτυρία πως η ποίηση του παρελθόντος στέκει πια ως ένα ανέφικτο ιδανικό.
Με τη χρήση συμβόλων ο Καρυωτάκης κατορθώνει να αποδώσει άριστα τη συναισθηματική κατάσταση των ποιητών και τον τρόπο που οι ίδιοι αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους, αλλά και την ποιητική τους παραγωγή. Τα σύμβολα που αποδίδουν την κατάσταση των ποιητών είναι κατά σειρά «ξεχαρβαλωμένες κιθάρες», «απίστευτες αντένες», «διάχυτες αισθήσεις». Ενώ το ποιητικό τους έργο παρουσιάζεται με τους «παράφωνους στίχους και ήχους», της ξεχαρβαλωμένης κιθάρας.

 



Κ. Γ. ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ
ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
1ο κείμενο: ΕΙΜΑΣΤΕ ΚΑΤΙ
1.       Να αναγνωρίσετε τα χαρακτηριστικά του σονέτου .

2.       Να παρατηρήσετε την τεχνική αρτιότητα στη σύνθεση του ποιήματος (βλέπε παραπάνω ερώτηση) σε αντίθεση με την επιλογή συνηθισμένων, καθημερινών, «πεζών» λέξεων. Τι πιστεύετε ότι εξυπηρετεί η επιλογή αυτή;

3.       Να σχολιαστεί η αντίληψη του ποιητικού υποκειμένου για το θέμα της ποιητικής δημιουργίας και να ενταχτεί στο κλίμα της εποχής του.


Κώστας Καρυωτάκης «Κάθαρσις»

Ο Καρυωτάκης, υπάλληλος του Υπουργείου Πρόνοιας, βρέθηκε στην Πρέβεζα λαμβάνοντας μια ακόμη δυσμενή μετάθεση λόγω των συγκρούσεών του με τον τότε Υπουργό Πρόνοιας, Μιχαήλ Κύρκο, υπεύθυνο για τη διαχείριση των χρημάτων που προορίζονταν για την αποκατάσταση των προσφύγων. Ο ποιητής, ευσυνείδητος υπάλληλος, αλλά και ενεργός συνδικαλιστής, γνώριζε τις παρατυπίες και τη σκανδαλώδη δράση των στελεχών του υπουργείου, και δε δίσταζε να υποβάλει σχετικές αναφορές διαμαρτυρόμενος για όσα συνέβαιναν στο υπουργείο. Η στάση του αυτή και η άρνησή του να αποδεχτεί τις παρανομίες των άλλων υπαλλήλων και στελεχών, τον κατέστησαν ανεπιθύμητο στα μάτια του Υπουργού, ο οποίος όχι μόνο δεν του απέδωσε τις προαγωγές που αντιστοιχούσαν στα προσόντα του, αλλά και τον μετέθετε διαρκώς, με σκοπό να εκμηδενίσει τη διάθεση του ποιητή για περαιτέρω αντίδραση απέναντι στις σκανδαλώδεις ενέργειες του ίδιου του υπουργού, αλλά και των συνεργατών του.
Ο Καρυωτάκης, όπως αυτό καταγράφεται στο κείμενό του «Κάθαρσις», γνώριζε πολύ καλά τι θα έπρεπε να κάνει και πώς θα έπρεπε να φερθεί προκειμένου να κερδίσει την εμπιστοσύνη των στελεχών του υπουργείου, ώστε να καταφέρει να μπει κι ο ίδιος στις κλειστές ομάδες, που καταχρόνταν μεγάλα οικονομικά ποσά. Η πορεία που περιγράφει ο ποιητής αποδίδει την ηθική κατάπτωση και τη διαφθορά που επικρατούσε και επικρατεί σε υπουργεία και τμήματα του κρατικού μηχανισμού.

Βέβαια. Έπρεπε να σκύψω μπροστά στον ένα και, χαϊδεύοντας ηδονικά το μαύρο σεβιότ —παφ, παφ, παφ, παφ—, «έχετε λίγη σκόνη» να ειπώ, «κύριε Άλφα».

Η αρχή της κλιμακωτής ανόδου γίνεται με τον Άλφα, χαμηλά ο ίδιος στην ιεραρχία, ωστόσο χρήσιμος για την προώθηση του επίδοξου υπαλλήλου. Η εύνοια του Άλφα κερδίζεται σχετικώς εύκολα, αφού αυτός αρκείται στην κολακεία και στη δουλικότητα που εκφράζει απέναντί του ο νεότερος υπάλληλος.

Ύστερα έπρεπε να περιμένω στη γωνία, κι όταν αντίκριζα την κοιλιά του άλλου, αφού θα ‘χα επί τόσα χρόνια παρακολουθήσει τα αισθήματα και το σφυγμό της, να σκύψω άλλη μια φορά και να ψιθυρίσω εμπιστευτικά: «Αχ, αυτός ο Άλφα, κύριε Βήτα...».

Ο Άλφα, ωστόσο, δεν μπορεί παρά να του προσφέρει την πρώτη μόνο ώθηση. Έτσι, προκειμένου να συνεχίσει την ανοδική του πορεία θα έπρεπε να προσεταιρισθεί τον Βήτα, ο οποίος αρέσκεται στις διαβολές, καθώς η δική του θέση ισχυροποιείται μέσα από τις πληροφορίες που λαμβάνει για τη δράση των άλλων. Ο Βήτα είναι ο τύπος του ανθρώπου που εκτιμά την παρασκηνιακή δράση, και πριμοδοτεί εκείνους που είναι πρόθυμοι να λειτουργήσουν ως «σπιούνοι». Τρέφεται από τα αρνητικά σχόλια και στοιχεία που μαθαίνει για τους άλλους, τα οποία και ξέρει να χρησιμοποιεί, όταν η στιγμή είναι κατάλληλη.

Έπρεπε, πίσω από τα γυαλιά του Γάμμα, να καραδοκώ την ιλαρή ματιά του. Αν μου την εχάριζε, να ξεδιπλώσω το καλύτερο χαμόγελό μου και να τη δεχτώ όπως σε μανδύα ιππότου ένα βασιλικό βρέφος. Αν όμως αργούσε, να σκύψω για τρίτη φορά γεμάτος συντριβή και ν’ αρθρώσω: «Δούλος σας, κύριε μου».

Η άνοδος όμως του φιλόδοξου υπαλλήλου απαιτεί πέρα από την κολακεία και τις συνωμοτικές εκμυστηρεύσεις εις βάρος άλλων, να βασιστεί και στην απόλυτη δουλοπρέπεια. Σε αντίθεση με τους δύο προηγούμενους η εύνοια του Γάμμα αποκτιέται με μια στάση που θα δείχνει συνεπή δουλικότητα και αφοσίωση. Η δική του εμπιστοσύνη, που είναι εξαιρετικά σημαντική για να μπορέσει ο υπάλληλος να εισαχθεί στον κύκλο του Δέλτα, κερδίζεται μόνο με μια σταθερή έκφραση υποταγής στις διαθέσεις του. Ο υπάλληλος θα πρέπει να δείχνει διαρκώς στον Γάμμα πως το μόνο που αποζητά είναι τη δική του εύνοια. Έτσι θα έπρεπε να περιμένει ακόμη και την παραμικρή θετική ένδειξη από μέρους του, ακόμη και την παραμικρή εύθυμη ματιά του, και να την υποδεχτεί με το καλύτερο χαμόγελό του, με το μεγαλύτερο σεβασμό και με τρόπο που να υποδηλώνει πως έχει επίγνωση πως του προσφέρεται κάτι το πολύτιμο, με τον τρόπο δηλαδή που ένας ιππότης θα τύλιγε με το μανδύα του ένα βασιλικό βρέφος.

Αλλά πρώτα πρώτα έπρεπε να μείνω στη σπείρα του Δέλτα. Εκεί η ληστεία γινόταν υπό λαμπρούς, διεθνείς οιωνούς, μέσα σε πολυτελή γραφεία. Στην αρχή, δε θα υπήρχα. Κρυμμένος πίσω από τον κοντόπαχο τμηματάρχη μου, θα οσφραινόμουν. Θα είχα τρόπους λεπτούς, αέρινους. Θα εμάθαινα τη συνθηματική τους γλώσσα. Η ψαύσις του αριστερού μέρους της χωρίστρας θα εσήμαινε: «πεντακόσιες χιλιάδες». Ένα επίμονο τίναγμα της στάχτης του πούρου θα έλεγε: «σύμφωνος». Θα εκέρδιζα την εμπιστοσύνη όλων. Και μια μέρα, ακουμπώντας στο κρύσταλλο του τραπεζιού μου, θα έγραφα εγώ την απάντηση: «Ο αυτόνομος οργανισμός μας, κύριε Εισαγγελεύ...».

Το πιο σημαντικό, βέβαια, στην ανοδική πορεία του υπαλλήλου είναι η είσοδος και η παραμονή του στη σπείρα του Δέλτα, εκεί όπου συντελείται η ληστεία, εκεί όπου οι «προμήθειες», τα «δώρα» και οι εκδουλεύσεις προσφέρουν στα στελέχη κάθε υπουργείου άφθονα χρήματα. Εδώ οι παράνομες οικονομικές συναλλαγές δεν αφορούν μόνο τοπικούς και εγχώριους κύκλους∙ η ληστεία γίνεται υπό διεθνείς οιωνούς και περνά τα περιορισμένα ελληνικά σύνορα.
Ο υπάλληλος, επομένως, που θέλει να λάβει μερίδιο από το διακινούμενο χρήμα οφείλει να παίξει το παιχνίδι σωστά και με μεγάλη προσοχή. Έτσι, στην αρχή η εκεί παρουσία του θα έπρεπε να περνά απαρατήρητη, κι η κάθε του επαφή με τα ήδη δικτυωμένα στελέχη θα έπρεπε να χαρακτηρίζεται από λεπτότητα. Θα έπρεπε να αποφύγει οποιοδήποτε ενδεχόμενο να τους δυσαρεστήσει ή να δημιουργήσει αρνητικές εντυπώσεις. Κι έτσι, απαρατήρητος και αέρινος, θα είχε το χρόνο να μάθει τους συνθηματικούς τρόπους, με τους οποίους έκλειναν τις συμφωνίες, και θα είχε την ευκαιρία σταδιακά να κερδίσει την εμπιστοσύνη τους.
Ωστόσο, στην πραγματικότητα, και χωρίς να έχει δημιουργήσει καμία τέτοια υπόνοια στους άλλους, ο ποιητής θα ακολουθούσε αυτή την πορεία, όχι για να κλέψει κι αυτός χρήματα, αλλά για να τους ξεσκεπάσει και να επιδιώξει έτσι τη ζητούμενη και αναγκαία κάθαρση. Μόλις, λοιπόν, θα είχε μάθει όλα τα μυστικά και θα γνώριζε επακριβώς πώς γίνονταν οι παράνομες συναλλαγές του υπουργείου, θα έγραφε στον Εισαγγελέα μιαν επιστολή που θα αποκάλυπτε τα πάντα, αφήνοντας έτσι τη δικαιοσύνη να τιμωρήσει τα διεφθαρμένα στελέχη του υπουργείου.

Έπρεπε να σκύψω, να σκύψω, να σκύψω. Τόσο που η μύτη μου να ενωθεί με τη φτέρνα μου. Έτσι βολικά κουλουριασμένος, να κυλώ και να φθάσω.

Ο ποιητής καταγγέλλει με το κείμενό του αυτό τη δουλοπρέπεια, την ηθική εξαχρείωση και τη διαφθορά που επικρατεί στο χώρο του υπουργείου, όπου όλοι κινούμενοι από την προσμονή του κέρδους αποποιούνται κάθε αξιοπρέπεια και φέρονται ως ανδράποδα. Η περιφρόνηση του Καρυωτάκη απέναντι σ’ όλους αυτούς τους ανθρώπους και σ’ αυτές τις συμπεριφορές, πιστοποιήθηκε άλλωστε από τη στάση που κράτησε και η οποία του κόστισε συνεχείς μεταθέσεις και στασιμότητα στην ιεραρχία του υπουργείου.
Ο ποιητής αγανακτεί με την εμμονική προσήλωση των άλλων στο χρήμα, αγανακτεί με την αναξιοπρέπεια και τη μικροπρέπεια που τους διακρίνει, κι αυτά του τα συναισθήματα αρνείται να τα καταπνίξει. Εμφανής ως προς αυτό η καταθλιπτική φύση του ποιητή που δεν του επιτρέπει να αποστασιοποιηθεί από τις δυσάρεστες πτυχές της πραγματικότητας.

Κανάγιες!
Το ψωμί της εξορίας με τρέφει. Κουρούνες χτυπούν τα τζάμια της κάμαράς μου. Και σε βασανισμένα στήθη χωρικών βλέπω να δυναμώνει η πνοή που θα σας σαρώσει.

Με την προσφώνηση κανάγιες, καθάρματα, το κλίμα του ποιήματος αλλάζει. Ο ποιητής έχοντας παρουσιάσει την ηθική εξαθλίωση στην οποία έπρεπε να περιέλθει προκειμένου να επιβιώσει στον αδηφάγο και άπληστο χώρο του υπουργείου, δίνει τώρα τη δική του απάντηση. Από το να χάσει την αξιοπρέπειά του και να γίνει κλέφτης και απατεώνας, όπως είναι εκείνοι, προτιμά την εξορία, προτιμά τις δυσμενείς μεταθέσεις. Άλλωστε, το ψωμί της εξορίας τον τρέφει, ισχυροποιεί μέσα του τις ηθικές αρχές και την ακεραιότητά του∙ ισχυροποιεί μέσα του την απέχθεια που έχει για τα διεφθαρμένα καθάρματα του κρατικού μηχανισμού.
Σε αντίθεση με τα πολυτελή γραφεία των «ευκατάστατων» υπαλλήλων του υπουργείου, αυτός ζει σε μια κάμαρα, τα τζάμια της οποίας τα χτυπούν κοράκια. Ο ποιητής ζει φτωχικά, ζει με συντροφιά τα προμηνύματα του θανάτου, μα ζει και κοντά στους απλούς πολίτες∙ βιώνει και αντιλαμβάνεται την οργή των χωρικών που ολοένα και δυναμώνει, μέχρι να γίνει η λαίλαπα που θα σαρώσει όλους τους εξαχρειωμένους ανθρώπους της κυβέρνησης.

Σήμερα επήρα τα κλειδιά κι ανέβηκα στο ενετικό φρούριο. Επέρασα τρεις πόρτες, τρία πανύψηλα κιτρινωπά τείχη, με ριγμένες επάλξεις. Όταν βρέθηκα μέσα στον εσωτερικό, τρίτο κύκλο, έχασα τα ίχνη σας. Κοιτάζοντας από τις πολεμίστρες, χαμηλά, τη θάλασσα, την πεδιάδα, τα βουνά, ένιωθα τον εαυτό μου ασφαλή. Εμπήκα σ’ ερειπωμένους στρατώνες, σε κρύπτες όπου είχαν φυτρώσει συκιές και ροδιές. Εφώναζα στην ερημιά. Επερπάτησα ολόκληρες ώρες σπάζοντας μεγάλα, ξερά χόρτα. Αγκάθια κι αέρας δυνατός κολλούσαν στα ρούχα μου. Με ήβρε η νύχτα...

Ο ποιητής κυριευμένος από την αγανάκτησή του για όλο αυτό το πλαίσιο διαφθοράς που διατηρείται ανέπαφο, χωρίς κανείς να τολμά να το αντιμετωπίσει, αισθάνεται την ανάγκη να τραπεί σε φυγή, να ξεφύγει από τις ίδιες του τις σκέψεις. Ανεβαίνει στο ενετικό φρούριο της πόλης, περνά διαδοχικά τις πόρτες και τα τείχη του, αναζητώντας ένα χώρο κρυφό, ένα χώρο που θα του προσφέρει μιαν αίσθηση ασφάλειας.
Η διαδρομή αυτή στο φρούριο, το πολύωρο περπάτημα, οι φωνές και το σπάσιμο των ξερών χόρτων, δεν είναι παρά μια πράξη εκτόνωσης, που φανερώνει την ένταση με την οποία ο ποιητής βιώνει την αδικία που έχει γίνει εις βάρος του, αλλά και τη συνεχή αδικία που συντελείται εις βάρος των απλών πολιτών. Ο ποιητής βρίσκεται σε μια εξαιρετικά επώδυνη συναισθηματική φόρτιση, που τον οδηγεί ως το σημείο να αισθάνεται πως οι διεφθαρμένοι άνθρωποι του υπουργείου, εκείνοι που τον «εξόρισαν», συνεχίζουν να παρακολουθούν τις πράξεις του, συνεχίζουν να τον καταδιώκουν.


ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

2ο κείμενο:  ΚΑΘΑΡΣΙΣ
1.       Αφού μελετήσετε το εισαγωγικό σημείωμα του βιβλίου να συζητήσετε κατά πόσο το κείμενο εξαντλείται στην αυτοβιογραφική διάθεση ή αποκτά γενικότερη ισχύ.
2.       Να αναζητηθούν στο κείμενο ενδείξεις πολιτικού λόγου και να ερμηνευτούν με βάση το χρόνο γραφής του.
3.       Να εντοπιστεί και να σχολιαστεί η βασική αντίθεση πάνω στην οποία δομείται το κείμενο.
4.       Να παρατηρηθεί πώς διαμορφώνεται η ειρωνεία στο κείμενο (γλωσσικά στοιχεία, περιγραφή κ.λ.π.)
 

Τ. ΑΓΡΑ, ΑΜΑΞΙ ΣΤΗ ΒΡΟΧΗ

ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΠΡΟΤΑΣΗ


 Στην  ποίηση της πρώτης δεκαετίας του μεσοπολέμου ( 1922- 1950)  κυριαρχούν οι νεοσυμβολιστές και οι νεορομαντικοί ποιητές  

Νεορομαντισμός:
·                     εξιδανίκευση του έρωτα
·                     στροφή στα ατομικά βιώματα
·                     μελαγχολία 
·                     απαισιοδοξία
·                     κυριαρχία συναισθημάτων
·                     νοσταλγία του παρελθόντος

Νεοσυμβολισμός:
·                      μουσικότητα 
·                     υποβλητικότητα
·                     τα αντικείμενα λειτουργούν ως σύμβολα έκφρασης ψυχικών καταστάσεων και διαθέσεων



Το ποίημα αυτό του Άγρα είναι χαρακτηριστικό δείγμα της ποίησης του συμβολισμού .Ο ποιητής,  με την μουσική ενορχήστρωση του ποιήματος, υποβάλλει την ψυχική του κατάσταση, που εκφράζει τη σύγκρουση με την πραγματικότητα  και μια τάση φυγής στο παρελθόν. Σύμβολο αυτού του παρελθόντος είναι η άμαξα του παλιού καιρού .Η άμαξα  συμβολίζει την παλιά  εποχή, την ψυχή του ποιητή, που δεν μπορεί να ζήσει στον σύγχρονο κόσμο και νοσταλγεί τα περασμένα.

Το ποίημα παρακολουθεί την κατάρρευση του αστικού αθηναϊκού σκηνικού και θρηνεί για την πτώση του. Ο θρήνος  θα συνεχιστεί στα μεταπολεμικά χρόνια, όπως θα συνεχιστεί και θα ενταθεί η κατεδάφιση της παλιάς αισθητικής  και η βαθμιαία μετατροπή της αθηναϊκής πόλης σε γκρίζα τσιμεντούπολη.· χαρακτηρίζεται απλώς «ξένη γειτονιά» και «τόπος θλιβερός». Ο χώρος, η γειτονιά , δεν προσδιορίζεται από τα στοιχεία που έχει  αλλά από τα στοιχεία που δεν έχει.
  Η γειτονιά αυτή δεν έχει , αγκωνιές, γρίλιες , αυλές, περικοκλάδες, ανώφλια. Όμως αυτή  η γειτονιά δεν στερήθηκε  μόνο  τα άψυχά της πράγματα, χάθηκε και η ψυχική επαφή των ανθρώπων.
Το ποίημα θα μπορούσε να  ολοκληρωθεί στις 4 πρώτες στροφές, σαν ένα τυπικό «ηθογραφικό» ποίημα. Όμως στην 5η στροφή το ρομαντικό στοιχείο διαδέχεται το συμβολιστικό των προηγούμενων στροφών και επισφραγίζει το ποίημα με νοσταλγικούς τόνους.
Στο κατεστραμμένο σκηνικό έχουν μείνει ένα άδειο αμάξι κι ένας ποιητής…
Στην τελευταία στροφή ο ποιητής απευθύνεται στην άμαξα 
και της ζητά να  τον μεταφέρει στο παρελθόν. 
Στο τέλος έχουμε σύζευξη άμαξας- συμβόλου – ποιητή σε λυρική εξωπραγματική εικόνα, στην οποία μεταφέρονται οι δυό τους στο παρελθόν. 
Το « όθε κίνησες να 'ρθείς» υποδηλώνει για έσχατη φορά 
ότι και ο ποιητής και η άμαξα ανήκουν σ΄εκείνη τη αλλοτινή εποχή
 και δεν μπορεί να τους αλλοτριώσει ο σύγχρονος κόσμος.
Για τα αμάξια που χάνονται και παίρνουν μαζί τους ένα ολόκληρο κόσμο , ο ελληνικός κινηματογραφικός ρεαλισμός θα θρηνήσει το 1957 στην ταινία « το  αμαξάκι» (http://www.youtube.com/watch?v=1_tneoVytCk)                                                ( Σ.Τζάρα)

Ερωτήσεις

         1.         Ποιος είναι  τόνος του ποιήματος και η διάθεση του ποιητή;
         2.         Να επισημάνετε στοιχεία που εκφράζουν μελαγχολία και πνεύμα παρακμής
         3.         Να επισημάνετε την αντίθεση που υπάρχει στη α΄στροφή και τις συμβολικές της προεκτάσεις
         4.         Πώς γίνεται η μετάβαση στη β΄στροφή; Πώς λειτουργούν τα αλογατάκια
         5.         Για ποιους λόγους νοσταλγεί ο ποιητής την παλιά γειτονιά;
         6.         Να επισημάνετε τα ρήματα που δηλώνουν την απουσία στοιχείων του παλιού καιρού.
         7.         Με ποια επίθετα χαρακτηρίζει ο ποιητής την άμαξα; Να τα συσχετίσετε με την ψυχική διάθεσή του.
         8.         Να αιτιολογήσετε τον χαρακτηρισμό του ποιήματος ως νεορομαντικό, νεοσυμβολιστικό.
υποστήριξη απάντησης: προσπαθεί να υποβάλλει με τη μουσική επεξεργασία του στίχου την θλίψη του για ό,τι παλιό έχει χαθεί, για τα πράγματα του ευτυχούς παρελθόντος που φεύγουν. Χαρακτηριστικό της τεχνοτροπίας ο διασκελισμός, η φροντίδα στην ομοιοκαταληξία και οι αιχμές που παρατηρούνται με τον υπερτονισμό μερικών λέξεων μέσα στο στίχο. Το αμάξι αποτελεί σύμβολο των  περασμένων , μέσο διαφυγής από την πραγματικότητα. Συγκινησιακή συμμετοχή των αψύχων, αντανάκλαση συναισθημάτων του λυρικού Εγώ πάνω τους.)

Μ. ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ



Ας γυρίσουμε πίσω στα 1920. Η Πολυδούρη είναι 18 ετών. Χάνει τον πατέρα της και τη μητέρα της μέσα σε έξι μήνες. Τον ίδιο χρόνο γράφεται στη Νομική και μετατίθεται από την Νομαρχία Μεσσηνίας στην Νομαρχία Αττικής. Να σημειώσουμε ότι το 1928 (οκτώ χρόνια αργότερα) το ποσοστό των αναλφαβήτων ανδρών στην Ελλάδα είναι 36,23% και των γυναικών 64,04%. Ένα χρόνο αργότερα εγκαθίσταται σε ένα σπίτι στα Εξάρχεια, στην οδό Μεθώνης. Στην ίδια γειτονιά των μποέμ και των ποιητών της εποχής. Του Λαπαθιώτη και του Καρυωτάκη. Σε αντίθεση με τις περισσότερες εικοσάχρονες της εποχής της, η Πολυδούρη είναι ελεύθερη. Δε την δεσμεύει καμία κοινωνική σύμβαση προερχόμενη από το οικογενειακό περιβάλλον. Εδώ αρχίζει και η μοναχική της πορεία. «Να εργάζεσαι σαν το χειρότερο εργάτη, να μελετάς, να αξιούν να είσαι ευπαρουσίαστος και να περνάς μισό μήνα μ' ένα δεκάρικο! Κι εκείνο δανειστό», γράφει στο ημερολόγιό της. Εργάζεται, σπουδάζει, διασκεδάζει, φλερτάρει, ξενυχτάει. Χορεύει καταπληκτικά. Οι νεαροί γύρω της συνωστίζονται ασταμάτητα. Καπνίζει. Γράφει ποίηση αντί να κεντάει. Συμπαθεί τους μπολσεβίκους. Μεταφράζει τους καταραμένους γάλλους ποιητές. Είναι μια γυναίκα που πιστεύει στην απόλυτη ελευθερία του ατόμου και στην ισότητα των φύλων . Αυτό δεν είναι προφίλ μιας νέας κοπέλας της εποχής. Είναι μια γυναίκα ελευθερίων ηθών. Αυτή είναι η εικόνα.
Ο έρωτάς της για τον Καρυωτάκη, έναν ήδη φτασμένο ποιητή και η ομολογία αυτής της σχέσης είναι ένα θέμα συζήτησης στα σαλόνια. Μη ξεχνιόμαστε. Η Αθήνα είναι ένα μικρό χωριό που ζει τις ημέρες μετά την κατάρρευση της εθνικής ιδέας, προσπαθώντας να προσαρμοστεί στα γαλλικά έθιμα που επιθυμεί να έχει, παράλληλα με τη υποδοχή των προσφύγων. Η Πολυδούρη ζει μια ζωή σχεδόν μυθιστορηματική σε φαστ φόργουορντ. Η πυκνότητα των κινήσεών της είναι ασύλληπτη. Η Πολυδούρη βασανίζεται. Από τον ανολοκλήρωτο έρωτα για τον Καρυωτάκη, από το σύντομο ειδύλλιό τους, από το αδιέξοδο που της δημιουργεί η σχέση τους. Ασφυκτιά στο δημοσιοϋπαλληλικό περιβάλλον, κάποια στιγμή απολύεται. Αρρωσταίνει από αδενοπάθεια και ίσως αυτό είναι το καμπανάκι για την φυματίωση. Νοιώθει απογοήτευση και η συμπεριφορά της εμφανίζει μεγάλες μεταπτώσεις. Αποφασίζει να ασχοληθεί με το θέατρο, γράφει πεζά κατά κύριο λόγο, αρραβωνιάζεται αυτόν που την έχει διεκδικήσει περισσότερο από τους άλλους και αιφνίδια στα τέλη του 1926 διαλύει τον αρραβώνα της και φεύγει για το Παρίσι. Μέσα σε οκτώ μόνο χρόνια αυτή η εκπληκτικής ακτινοβολίας και ομορφιάς πιτσιρίκα, ποιήτρια, λογοτέχνης, φεμινίστρια, ερωμένη, ερωτευμένη, με ευαίσθητη υγεία, ατίθαση, υπερήφανη, πασίγνωστη είναι μια καταραμένη περίπτωση. Έχει μεταφράσει στα 15 της Σαπφώ. Ποιητική φύση μεν, αλλά κοινωνικά μη αποδεκτή. Επιστρέφει από το Παρίσι με φυματίωση, άφραγκη, ταπεινωμένη, το 1928. Εισάγεται στη Σωτηρία. Εκεί την επισκέπτεται ο Καρυωτάκης, πριν ξεκινήσει για την Πρέβεζα. Ο Καρυωτάκης αυτοκτονεί τον Ιούλιο του 28. Η αυτοκτονία του την απελπίζει. Αν σήμερα, ακόμα, συζητάμε για τους λόγους που οδήγησαν σε αυτή την πράξη τον ποιητή, σκεφθείτε αυτή τη νέα ερωτευμένη μαζί του γυναίκα, τη μόνη που γνώριζε το μυστικό της ασθένειάς του.
Στη Σωτηρία τον πρώτο καιρό επιχειρεί να συνεχίσει τη ζωή της, βγαίνει από το νοσοκομείο, πίνει, καπνίζει και ξενυχτάει. Γράφει ασταμάτητα. Εγχειρίζεται και επιδεινώνεται η υγεία της. Ενώ βρίσκεται σε τραγική κατάσταση εκδίδεται και η πρώτη και η δεύτερη ποιητική της συλλογή «Οι τρίλιες που σβήνουν» και η «Ηχώ στο χάος». Οι περιγραφές για την παραμονή της στη «Σωτηρία» είναι εξωφρενικές. Αρκεί να διαβάσετε τις λεπτομέρειες τη μελέτη της Χριστίνας Ντουνιά «Μαρία Πολυδούρη ή τα ρόδα του αίματος» , στο επίμετρο του βιβλίου που κυκλοφόρησε από την Εστία «Μαρία Πολυδούρη-Τα ποιήματα». Παρόλο τον κίνδυνο μιας ασθένειας μολυσματικής, κολλητικής, η παραμονή της στο νοσοκομείο είναι ένα αξιοθέατο. Οι νέοι ποιητές της εποχής της την έχουν αποθεώσει. Γίνεται ένα κοσμικό προσκύνημα στο καμαράκι της. Ποιητές, περίεργοι, θαυμαστές, την κοιτάζουν από τη μισάνοιχτη πόρτα. Οι κύκλοι οι οποίοι την υπερασπίζονται στα δύσκολα χρόνια της «Σωτηρίας», η σοσιαλίστρια και φεμινίστρια Αθηνά Γαϊτάνου-Γιαννιού, η Γαλάτεια Καζαντζάκη, ο Γ. Κοτζιούλας, ο Κ. Παπαδάκης, ο Π. Κριναίος, ο Μίνως Ζώτος και άλλοι νεαροί ποιητές, γίνονται έξαλλοι με αυτές τις εκδηλώσεις που λίγο ως πολύ είναι υποκριτικές Είναι βέβαιον ότι η ζωή της Πολυδούρη θα μπορούσε να παραταθεί αν υπήρχαν χρήματα, αν είχε μια καλύτερη περίθαλψη, αν είχε καλύτερη τροφή και τα ακριβά φάρμακα της εποχής. Υπήρχε και η κοινωνική αντίληψη που έλεγε ότι η Πολυδούρη ήταν μια κοπέλα που δεν πρόσεχε. Τα έπαθε, επειδή ζούσε μια έκλυτη ζωή, σχεδόν της άξιζε. Εκεί καταλαβαίνει κανείς το πόσο απροστάτευτη είναι. Και πόσο μόνη. Δεν υπήρχε στην περίπτωσή της ένας ισχυρός ιστός προστασίας, ούτε οικογένεια, ούτε συγγενείς. Τα αδέρφια της μόνο, νεαρά παιδιά και αυτά.
Οι πληροφορίες γύρω από το πρόσωπό της αγγίζουν την κίτρινη δημοσιογραφία. «Έκανε κάθε λογής καταχρήσεις. Έπινε, γλεντούσε, χόρευε μέχρι το πρωί, αλητόφερνε. Εκεί σε ένα κρεβάτι της τρίτης θέσης δεχόταν τις επισκέψεις του Καρυωτάκη και όταν αυτός αυτοκτόνησε και άλλων φίλων της». « Η φθισική ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη που πεθαίνει τρελή στη Σωτηρία». «Μια ζωή που σβήνει σε λουλούδια και στίχους. Δάκρυα, εξάψεις και λυγμοί». Ενα σωρό αδιάκριτες παρεμβάσεις και συγκινητικές πληροφορίες μαζί με άλλες πιο βρώμικες. «Της δίνουν ηρωΐνη και άλλα δηλητήρια». Στον «Ημερήσιο Τύπο», τα νέα της από το Σωτηρία, βρίσκονται ακριβώς πλάι στα σχόλια για την κοσμική κίνηση. «Γιατί τι ενδιαφέρον θέλεις να έχει για μένα η κρίση του ενός και του άλλου εφημεριδομπακάλη ή αριστοκράτη των γραμμάτων που δεν έχει καμία θέση στην καρδιά μου;» γράφει σε μια επιστολή της στον φίλο της Γ. Χονδρογιάννη. Οι πλούσιοι της εποχής και οι σνομπ αγαπούσαν την «εκκεντρικά ποιοτική» φιγούρα της αλλά όχι την ίδια. Ο στενός της κύκλος δεν είχε εύπορους. Οι πλούσιοι δεν είχαν λόγο να βάλουν το χέρι στην τσέπη. Υπήρχε για αρκετά χρόνια ο μύθος πως τάχα ο Σικελιανός, ο οποίος είχε πολλά χρήματα, φρόντισε για τη μεταφορά της, λίγο πριν το τέλος σε ιδιωτικό θεραπευτήριο. Δεν είναι αληθές. Για τη μεταφορά της φρόντισε ο πρώην αρραβωνιαστικός της σε απόλυτη μυστικότητα. Και αυτό γιατί λίγο πριν, ο επίσης πλούσιος ποιητής Κώστας Ουράνης έκανε μια άκομψη κίνηση δημοσιεύοντας στο «Ελεύθερο Βήμα» μια έκκληση προς τους ανθρώπους του πνεύματος «να μην αφήσουν τη νέα ποιήτρια να χαθεί και να φροντίσουν για τη μεταφορά της στο φθισιατρείο της Πάρνηθας». Χοντράδα. Ο Ουράνης μπορούσε και αλλιώς. Όταν έφτασαν τα νέα στην Πολυδούρη εξοργίστηκε. Απαγορεύει τη διενέργεια οποιουδήποτε εράνου. Η Μαρία Πολυδούρη πέθανε τόσο νωρίς επειδή ήταν φτωχή. Πρώτα η φτώχεια και μετά η φυματίωση. Κανείς δε θα μάθει ποτέ αν είχε το τέλος σαν σκοπό. Έβλεπε το τέλος και πήγαινε τρέχοντας προς αυτή την κατεύθυνση. Η ασθένειά της ήταν δυστυχώς, ο κινητήριος μοχλός της τόσο πυρετικής της δημιουργίας. Σήμερα, 84 χρόνια μετά από το θάνατό της, μπορούμε να σκύψουμε καθαρά επάνω στο έργο της, το οποίο είναι σαφώς συνδεδεμένο με τη ζωή της και την αγέραστη προσωπικότητά της και σαφώς ανώτερο από αυτήν.

Η ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ ΚΑΙ Η ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ Συνέντευξη με την Χριστίνα Ντουνιά, επιμελήτρια της πρόσφατης έκδοσης των ποιημάτων της και μελετήτρια του έργου της

Για την Μαρία Πολυδούρη, το ποιητικό της έργο και το πολιτικοκοινωνικό πλαίσιο της εποχής, μιλήσαμε με την Χριστίνα Ντουνιά, επιμελήτρια της πρόσφατης έκδοσης των ποιημάτων της και μελετήτρια του έργου της. Η Χ. Ντουνιά, αναπληρώτρια καθηγήτρια της νεοελληνικής φιλολογίας στο πανεπιστήμιο Αθηνών και συγγραφέας, είναι γνωστή από τα βιβλία της για τη λογοτεχνία του Μεσοπόλεμο.

Η Πολυδούρη βρίσκεται μέσα σε όλα αυτά;
Μέσα σε αυτό το κλίμα ιδεών μεγαλώνει ορφανή και απόλυτα ελεύθερη η Πολυδούρη. Δεν της ταιριάζει η δημοσιοϋπαλληλία και ουσιαστικά προκαλεί την απόλυσή της από την υπηρεσία παρόλο που δεν έχει οικονομική στήριξη από κανέναν. Φεύγει για το Παρίσι με ελάχιστα χρήματα. Ο Καρυωτάκης παρόλο που το σκέπτεται συνεχώς, ποτέ δεν το τόλμησε ζώντας μονίμως σε μια εσωτερική συγκρουσιακή κατάσταση που τελικά τον οδήγησε στην αυτοκτονία.
Τι διαβάζουν εκείνη την εποχή, η Πολυδούρη και η παρέα της; 
Αν περιοριστούμε στην ποίηση πολύ δημοφιλείς είναι οι γαλλόφωνοι συμβολιστές και οι ντεκαντάν, καθώς και οι φαντεζίστ, που ουσιαστικά είναι παρακλάδι τους. Δημοφιλέστερος μακράν ο Μπωντλαίρ, αλλά και ο Βερλαίν, ο ελληνικής καταγωγής Ζαν Μορεάς, ο Βέλγος Μαίτερλιγκ, για να μείνουμε στους πιο γνωστούς. Όπως επίσης και ο Έντγαρ Άλαν Πόε, που τον γνωρίζουν κυρίως μέσα από τις μεταφράσεις του Μπωντλαίρ και του Μαλλαρμέ. Όλοι γνωρίζουν γαλλικά, η Πολυδούρη και ο Καρυωτάκης έχουν αλληλογραφία στα γαλλικά, με άλλους αλλά και μεταξύ τους. Βέβαια, ενώ ο Καρυωτάκης κυρίως επικοινωνεί με την ευρωπαϊκή ποίηση, η Πολυδούρη μένει πιο κοντά στην ελληνική ποιητική παράδοση, κυρίως στο σολωμικό παράδειγμα. Σε αυτό την οδηγεί και η λυρική της στόφα, αλλά και η ιδιαίτερη σχέση με τη φύση και το δημοτικό τραγούδι, στοιχεία συνδεδεμένα με τα παιδικά και εφηβικά της βιώματα.
Η Πολυδούρη επιχείρησε να γίνει και ηθοποιός;
Σπούδασε θέατρο με δασκάλους τον Φώτο Πολίτη και τη Μαρίκα Κοτοπούλη, σύμφωνα με τη μαρτυρία της αδελφής της Βιργινίας. Οι πληροφορίες της αδελφής της για τη σχολή αυτή είναι συγκεχυμένες. Σώζονται λίγες φωτογραφίες από μια εκδρομή με τη Σχολή θεάτρου,αλλά δεν έχω μπορέσει ακόμα να αναγνωρίσω κάποιον από την παρέα της. Και πάλι σύμφωνα με μαρτυρίες έπαιξε σε μια θεατρική παράσταση. Η Πολυδούρη είχε εντυπωσιακά ωραία φωνή και χόρευε καταπληκτικά. Ήταν μια φύση απόλυτα καλλιτεχνική και αυτό δείχνει η διάθεσή της να εκφραστεί με κάθε θυσία.
Είναι παρορμητική στην ποίησή της; 
Δεν θα την έλεγα ακριβώς παρορμητική. Είναι παρορμητική στη ζωή της, αλλά στην ποίησή της είναι εξομολογητική και αναστοχαστική. Παρόλο που είναι τόσο νέα, λειτουργεί λίγο σαν τον Καβάφη. Όταν γράφει ποιήματα στη Σωτηρία αναφέρεται σε γεγονότα μιας ζωής που έχει γίνει ήδη παρελθόν. Είναι τόσο νέα αλλά και τόσο σημαδεμένη από μια εντυπωσιακή πύκνωση εμπειριών σε λίγο χρόνο. Η Πολυδούρη γράφει, σαν έτοιμη από καιρό, αντιμετωπίζοντας το ενδεχόμενο του θανάτου της με φιλοσοφική εγκαρτέρηση.
 'Εχουμε βρει όλα της τα ποιήματα;
Το παράδοξο είναι ότι ακόμα και σήμερα, μετά από τόσα χρόνια έρευνας βρίσκω και νέα κείμενα της Πολυδούρη. Πρόσφατα, ο γιος κάποιου φίλου της μου παρέδωσε μερικά ποιήματα και μάλιστα πέντε είναι άγνωστα. Η Πολυδούρη είχε πολλούς φίλους, κυρίως νέους και ερωτευμένους μαζί της, στους οποίους έδινε κείμενά της. Άλλωστε έγραφε συνεχώς. Γράμματα, ποιήματα, ημερολόγια, πεζά. Αρκετά σώθηκαν, άλλα λανθάνουν ίσως και κάποια καταστράφηκαν οριστικά. Ξέρουμε ότι ορισμένα κάηκαν με δική της παρότρυνση λίγο πριν το τέλος, και άλλα καταστράφηκαν αμέσως μετά το θάνατό της: ήταν τα χαρτιά μιας φυματικής.
Κάποια στιγμή γράφει μόνο πεζά, δεν είναι έτσι; 
Στην αρχή έγραφε κυρίως ποιήματα και κρατούσε ημερολόγιο. Μετά αποφασίζει να γίνει πεζογράφος. Ίσως νοιώθει ένα δέος απέναντι στον Καρυωτάκη, σίγουρα θέλει κάτι να του δείξει με αυτόν τον τρόπο. Και γράφει ένα μυθιστόρημα που στέλνει για έκδοση το Φθινόπωρο του 1926. Και όταν επιστρέφει από το Παρίσι φυματική στη «Σωτηρία» πάλι με πεζό καταπιάνεται. Ξεκινά ένα αυτοβιογράφημα που παραμένει μισοτελειωμένο. Ουσιαστικά οι δυο ποιητικές συλλογές της γράφηκαν μέσα σε ενάμισι χρόνο. Για να γίνεις μυθιστοριογράφος, θες να έχεις άνεση χρόνου. Αυτό που λείπει στη Πολυδούρη πιο πολύ και από τα χρήματα, είναι ο χρόνος. Γιαυτό τελικά αφιερώνεται αποκλειστικά στην ποίηση, γιατί μόνο με πύκνωση και αφαίρεση θα μπορούσε να εκφράσει τις σκέψεις και τα συναισθήματά της. Ήξερε ότι δεν έχει χρόνο. Η δεν ήθελε να έχει χρόνο. Ειδικά μετά το θάνατο του Καρυωτάκη. Πηγή: www.lifo.gr

 Μ. ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ, ΚΟΝΤΑ ΣΟΥ

Παρακάτω στο σύνδεσμο ακούγεται το τραγούδι "Κοντά σου", σε στίχους Μ. Πολυδούρη, μουσική Νότη Μαυρουδή. Η φωνή είναι της Σοφίας Βόσσου.


Μαρία Πολυδούρη «Κοντά σου»

Το ποίημα κινείται στο γνωστό ποιητικό κλίμα της Πολυδούρη, που διαμορφώνεται κυρίως από το ερωτικό συναίσθημα, διαποτισμένο από μια γυναικεία ευαισθησία.


Η δημιουργική δύναμη που κινεί την πένα της Πολυδούρη είναι ο έρωτας, ιδωμένος εδώ μ’ όλη την τρυφερότητα που αισθάνεται η ποιήτρια για τον αγαπημένο της. Μοναδικός αποδέκτης των στίχων της, αν και δεν κατονομάζεται, είναι ο ποιητής Κώστας Καρυωτάκης, για τον οποίο η Πολυδούρη έτρεφε δυνατά συναισθήματα μέχρι το τέλος της σύντομης ζωής της.
Η Πολυδούρη, που εντάσσεται στη γενιά των νεορομαντικών, απογοητευμένη από την αβεβαιότητα και την παρακμή που χαρακτήριζε την εποχή της, αποζητά τη δικαίωση της ζωής στον έρωτα. Η κοινωνική εμπειρία και οι συλλογικές ανησυχίες δεν βρίσκουν έκφραση στην ποίησή της, καθώς η ποιήτρια -ακολουθώντας την τάση της γενιάς της- έχει στραφεί στον εσωτερικό της κόσμο και προτάσσει στους στίχους της το ατομικό βίωμα. Αντιμέτωποι με μια καταρρέουσα κοινωνία, που δεν εμπνέει πια υψηλά ιδανικά, οι νεορομαντικοί ποιητές επιλέγουν τη χαμηλόφωνη προσωπική ποίηση, που εκφράζει κυρίως τις εσωτερικές τους συναισθηματικές διακυμάνσεις.

Κοντά σου δεν αχούν άγρια οι ανέμοι.
Κοντά σου είναι η γαλήνη και το φως.
Στου νου μας τη χρυσόβεργην ανέμη
ο ρόδινος τυλιέται στοχασμός.

Η πρώτη στροφή ξεκινά με δύο κύριες προτάσεις που δηλώνουν η πρώτη αποφατικά και η δεύτερη καταφατικά το αίσθημα γαλήνης που αισθάνεται η ποιήτρια, όταν βρίσκεται κοντά σ’ εκείνον.
Με τη χρήση του β΄ προσώπου γίνεται αισθητή η ύπαρξη ενός αποδέκτη των λόγων και της τρυφερότητας της ποιήτριας. Ιδανικά το ποίημα της Πολυδούρη θα μπορούσε να εκληφθεί ως ένα ερωτικό ψιθύρισμα στο πλάι του αγαπημένου της.
Ενώ οι άνεμοι δημιουργούν ένα χειμερινό σκηνικό με μια αίσθηση κινδύνου, το φως του δεύτερου στίχου επαναφέρει το καλοκαιρινό τοπίο, με όλη την αισιόδοξη και χαρούμενη διάθεση που το χαρακτηρίζει.  
Στους επόμενους δύο στίχους η ποιήτρια με μια πρωτότυπη μεταφορά εκφράζει την ευδαιμονική ομορφιά και τη θετική προέκταση των σκέψεων που κάνουν οι δυο τους, όταν βρίσκονται μαζί. Υπό την επίδραση της γαλήνης που επιφέρει η παρουσία του αγαπημένου, τίποτε δεν ταράσσει και δεν ενοχλεί τις «ρόδινες» σκέψεις τους.
Οι σκέψεις τους τυλίγονται «ρόδινα» σε μιαν ανέμη χρυσόβεργη (σχήμα υπερβολής που αποδίδει εμφατικά την ιδανική πνευματική κατάσταση στην οποία βρίσκονται οι δύο νέοι).
Στους τέσσερις αυτούς στίχους έχουμε τέσσερις μεταφορές «αχούν άγρια», «ρόδινος συλλογισμός», «στου νου μας τη χρυσόβεργην ανέμη» και «ρόδινος τυλιέται στοχασμός», καθώς κι ένα διασκελισμό μεταξύ τρίτου και τέταρτου στίχου (στο διασκελισμό το νόημα δεν ολοκληρώνεται στα πλαίσια ενός στίχου, γι’ αυτό και συνεχίζεται στον επόμενο).

Κοντά σου η σιγαλιά σα γέλιο μοιάζει
που αντιφεγγίζουν μάτια τρυφερά
κι αν κάποτε μιλάμε, αναφτεριάζει,
πλάι μας κάπου η άνεργη χαρά.

Η πνευματική και συναισθηματική επικοινωνία ανάμεσα στην ποιήτρια και τον αγαπημένο της είναι τέτοιας ποιότητας, ώστε είτε σιωπούν είτε μιλούν κατακλύζονται από συναισθήματα τρυφερότητας και χαράς.
Στους δύο πρώτους στίχους παρουσιάζεται η άνεση που αισθάνονται οι δυο τους να μένουν μαζί χωρίς να μιλούν, ένδειξη πως στη σχέση τους δεν υπάρχει η ανασφαλής ανάγκη να γεμίζουν τις σιωπές. Έτσι, η σιωπή μεταξύ τους δε βαρύνει την ατμόσφαιρα, αντιθέτως μοιάζει με γέλιο, μοιάζει με πηγή χαράς, που καθρεφτίζεται σε τρυφερά μάτια.
Στους δύο επόμενος στίχους, η ποιήτρια δηλώνει πως η τρυφερότητα που διακρίνει τις σιωπές τους, αποκτά μεγαλύτερη δύναμη και γίνεται χαρά, όταν αρχίζουν να μιλούν. Όταν εκφράζουν με λόγια την αγάπη τους ή όταν μοιράζονται τις σκέψεις τους, η χαρά που στεκόταν πλάι τους άνεργη «αναφτεριάζει», αποκτά εκ νέου υπόσταση και γεμίζει την ψυχή τους.
Στη στροφή αυτή έχουμε: α) μια παρομοίωση «η σιγαλιά σα γέλιο μοιάζει», που εκφράζει με την ηχητική έκφανση του γέλιου, πόσο εκφραστική και μεστή από χαρά είναι η σιωπή τους, β) τρεις μεταφορές «αντιφεγγίζουν», «μάτια τρυφερά» και «αναφτεριάζει», ενώ η χαρά που στέκεται «άνεργη» προσωποποιείται.

Κοντά σου η θλίψη ανθίζει σα λουλούδι
κι ανύποπτα περνά μες στη ζωή.
Κοντά σου όλα γλυκά κι όλα σα χνούδι,
σα χάδι, σα δροσούλα, σαν πνοή.

Στην τρίτη στροφή συναντάμε δύο ακόμη φορές τη φράση «κοντά σου», που αποτελεί συνάμα τον τίτλο του ποιήματος κι η οποία εντοπίζεται και στις δύο προηγούμενες στροφές. Η συνεχής επανάληψη αυτής της φράσης τονίζει πως όλα τα θετικά συναισθήματα κι όλη η τρυφερότητα που γεννιέται στην ψυχή της ποιήτριας, έχουν ως βασική αιτία την παρουσία εκείνου. Μόνο κοντά του οι άνεμοι παύουν να ηχούν άγρια και μόνο κοντά του η θλίψη τρέπεται σε χαρά.
Κοντά στον αγαπημένο της, λοιπόν, η θλίψη ανθίζει σα λουλούδι, μετουσιώνεται δηλαδή σε κάτι όμορφο και διαχέεται στη ζωή. Η γλυκόπικρη αίσθηση του έρωτα, που ποτέ δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς Άλλωστε, όπως εμφατικά δηλώνεται με το ασύνδετο σχήμα των δύο καταληκτικών στίχων, κοντά στον αγαπημένο της όλα είναι γλυκά κι όλα απαλά και τρυφερά σα χνούδι, σα χάδι, σα δροσούλα, σαν πνοή.
Στο κλείσιμο του ποιήματος η Πολυδούρη επιχειρεί να αποδώσει όλη την τρυφερότητα που πλημμυρίζει την ψυχή της όποτε βρίσκεται κοντά σ’ εκείνον, δίνοντας με πολλαπλές παρομοιώσεις πόσο απαλά και γαλήνια γίνονται όλα πλάι του. Η θλίψη κι οι δυσκολίες της ζωής χάνονται όταν εκείνος είναι δίπλα της, καθώς απομακρύνει με την παρουσία του κάθε φόβο και προσφέρει στην ποιήτρια μια πολύτιμη αίσθηση ασφάλειας, γαλήνης κι ευτυχίας.

Στο ποίημα διακρίνεται η χρήση ομοιοκαταληξίας, που σε συνδυασμό με τις επαναλήψεις της φράσης «κοντά σου» ενισχύει τη μουσικότητα του ποιήματος. Η ομοιοκαταληξία είναι πλεχτή με τον πρώτο στίχο να ομοιοκαταληκτεί με τον τρίτο και τον δεύτερο να ομοιοκαταληκτεί με τον τέταρτο και στις τρεις στροφές (σχηματικά έχουμε: αβαβ). Σε κάθε στροφή ο πρώτος και ο τρίτος στίχος είναι ενδεκασύλλαβος ενώ ο δεύτερος και ο τέταρτος είναι δεκασύλλαβος. 
Το μέτρο του ποιήματος είναι ο ίαμβος, που δημιουργείται με την εναλλαγή μιας άτονης συλλαβής με μια τονισμένη. Για παράδειγμα στον ακόλουθο δεκασύλλαβο στίχο κάθε δεύτερη συλλαβή τονίζεται κατά την ανάγνωση.


Read more: http://latistor.blogspot.com/2012/06/blog-post_08.html#ixzz3M64GBWPi

Τέλλος Άγρας, Αμάξι στη βροχή

ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΠΡΟΤΑΣΗ


 Στην  ποίηση της πρώτης δεκαετίας του μεσοπολέμου ( 1922- 1950)  κυριαρχούν οι νεοσυμβολιστές και οι νεορομαντικοί ποιητές  

Νεορομαντισμός:
·                     εξιδανίκευση του έρωτα
·                     στροφή στα ατομικά βιώματα
·                     μελαγχολία 
·                     απαισιοδοξία
·                     κυριαρχία συναισθημάτων
·                     νοσταλγία του παρελθόντος

Νεοσυμβολισμός:
·                      μουσικότητα 
·                     υποβλητικότητα
·                     τα αντικείμενα λειτουργούν ως σύμβολα έκφρασης ψυχικών καταστάσεων και διαθέσεων


Το ποίημα αυτό του Άγρα είναι χαρακτηριστικό δείγμα της ποίησης του συμβολισμού .Ο ποιητής,  με την μουσική ενορχήστρωση του ποιήματος, υποβάλλει την ψυχική του κατάσταση, που εκφράζει τη σύγκρουση με την πραγματικότητα  και μια τάση φυγής στο παρελθόν. Σύμβολο αυτού του παρελθόντος είναι η άμαξα του παλιού καιρού .Η άμαξα  συμβολίζει την παλιά  εποχή, την ψυχή του ποιητή, που δεν μπορεί να ζήσει στον σύγχρονο κόσμο και νοσταλγεί τα περασμένα.

Το ποίημα παρακολουθεί την κατάρρευση του αστικού αθηναϊκού σκηνικού και θρηνεί για την πτώση του. Ο θρήνος  θα συνεχιστεί στα μεταπολεμικά χρόνια, όπως θα συνεχιστεί και θα ενταθεί η κατεδάφιση της παλιάς αισθητικής  και η βαθμιαία μετατροπή της αθηναϊκής πόλης σε γκρίζα τσιμεντούπολη.· χαρακτηρίζεται απλώς «ξένη γειτονιά» και «τόπος θλιβερός». Ο χώρος, η γειτονιά , δεν προσδιορίζεται από τα στοιχεία που έχει  αλλά από τα στοιχεία που δεν έχει.
  Η γειτονιά αυτή δεν έχει , αγκωνιές, γρίλιες , αυλές, περικοκλάδες, ανώφλια. Όμως αυτή  η γειτονιά δεν στερήθηκε  μόνο  τα άψυχά της πράγματα, χάθηκε και η ψυχική επαφή των ανθρώπων.
Το ποίημα θα μπορούσε να  ολοκληρωθεί στις 4 πρώτες στροφές, σαν ένα τυπικό «ηθογραφικό» ποίημα. Όμως στην 5η στροφή το ρομαντικό στοιχείο διαδέχεται το συμβολιστικό των προηγούμενων στροφών και επισφραγίζει το ποίημα με νοσταλγικούς τόνους.
Στο κατεστραμμένο σκηνικό έχουν μείνει ένα άδειο αμάξι κι ένας ποιητής…
Στην τελευταία στροφή ο ποιητής απευθύνεται στην άμαξα 
και της ζητά να  τον μεταφέρει στο παρελθόν. 
Στο τέλος έχουμε σύζευξη άμαξας- συμβόλου – ποιητή σε λυρική εξωπραγματική εικόνα, στην οποία μεταφέρονται οι δυό τους στο παρελθόν. 
Το « όθε κίνησες να 'ρθείς» υποδηλώνει για έσχατη φορά 
ότι και ο ποιητής και η άμαξα ανήκουν σ΄εκείνη τη αλλοτινή εποχή
 και δεν μπορεί να τους αλλοτριώσει ο σύγχρονος κόσμος.
Για τα αμάξια που χάνονται και παίρνουν μαζί τους ένα ολόκληρο κόσμο , ο ελληνικός κινηματογραφικός ρεαλισμός θα θρηνήσει το 1957 στην ταινία « το  αμαξάκι» (http://www.youtube.com/watch?v=1_tneoVytCk)                                                ( Σ.Τζάρα)

Ερωτήσεις

         1.         Ποιος είναι  τόνος του ποιήματος και η διάθεση του ποιητή;
         2.         Να επισημάνετε στοιχεία που εκφράζουν μελαγχολία και πνεύμα παρακμής
         3.         Να επισημάνετε την αντίθεση που υπάρχει στη α΄στροφή και τις συμβολικές της προεκτάσεις
         4.         Πώς γίνεται η μετάβαση στη β΄στροφή; Πώς λειτουργούν τα αλογατάκια
         5.         Για ποιους λόγους νοσταλγεί ο ποιητής την παλιά γειτονιά;
         6.         Να επισημάνετε τα ρήματα που δηλώνουν την απουσία στοιχείων του παλιού καιρού.
         7.         Με ποια επίθετα χαρακτηρίζει ο ποιητής την άμαξα; Να τα συσχετίσετε με την ψυχική διάθεσή του.
         8.         Να αιτιολογήσετε τον χαρακτηρισμό του ποιήματος ως νεορομαντικό, νεοσυμβολιστικό.

υποστήριξη απάντησης: προσπαθεί να υποβάλλει με τη μουσική επεξεργασία του στίχου την θλίψη του για ό,τι παλιό έχει χαθεί, για τα πράγματα του ευτυχούς παρελθόντος που φεύγουν. Χαρακτηριστικό της τεχνοτροπίας ο διασκελισμός, η φροντίδα στην ομοιοκαταληξία και οι αιχμές που παρατηρούνται με τον υπερτονισμό μερικών λέξεων μέσα στο στίχο. Το αμάξι αποτελεί σύμβολο των  περασμένων , μέσο διαφυγής από την πραγματικότητα. Συγκινησιακή συμμετοχή των αψύχων, αντανάκλαση συναισθημάτων του λυρικού Εγώ πάνω τους.)

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ


Ἡ δήλωση τοῦ Σεφέρη κατὰ τῆς δικτατορίας
Ὁ Γιῶργος Σεφέρης στὰ πρῶτα χρόνια τῆς δικτατορίας εἶχε ἐπιλέξει τὴ σιωπὴ καὶ τὴν ἄρνηση νὰ δημοσιεύσει δουλειά του στὴν Ἑλλάδα. Στὶς 28 Μαρτίου τοῦ 1969, δυὸ χρόνια πρὶν τὸ θάνατό του, ἀποφασίζει νὰ μιλήσει γιὰ πρώτη φορὰ δημόσια καὶ νὰ καταγγείλει τὴ Δικτατορία. Ἡ δήλωσή του στὸ BBC ἔκανε τεράστια αἴσθηση στὴν Ἑλλάδα καὶ τὸ ἐξωτερικὸ καὶ ἔδωσε δύναμη καὶ ἐλπίδα στὸ ἀντιδικτατορικὸ κίνημα.
                «Πάει καιρὸς ποὺ πῆρα τὴν ἀπόφαση νὰ κρατηθῶ ἔξω ἀπὸ τὰ πολιτικὰ τοῦ τόπου. Προσπάθησα ἄλλοτε νὰ τὸ ἐξηγήσω. Αὐτὸ δὲ σημαίνει διόλου πὼς μοῦ εἶναι ἀδιάφορη ἡ πολιτικὴ ζωή μας. Ἔτσι, ἀπὸ τὰ χρόνια ἐκεῖνα, ὡς τώρα τελευταῖα, ἔπαψα κατὰ κανόνα νὰ ἀγγίζω τέτοια θέματα· ἐξάλλου τὰ ὅσα δημοσίεψα ὡς τὶς ἀρχὲς τοῦ 1967 καὶ ἡ κατοπινὴ στάση μου - δὲν ἔχω δημοσιέψει τίποτα στὴν Ἑλλάδα ἀπὸ τότε ποὺ φιμώθηκε ἡ ἐλευθερία - ἔδειχναν, μοῦ φαίνεται, ἀρκετὰ καθαρὰ τὴ σκέψη μου.
                Μολαταῦτα, μῆνες τώρα, αἰσθάνομαι μέσα μου καὶ γύρω μου, ὁλοένα πιὸ ἐπιτακτικά, τὸ χρέος νὰ πῶ ἕνα λόγο γιὰ τὴ σημερινὴ κατάστασή μας. Μὲ ὅλη τὴ δυνατὴ συντομία, νὰ τί θὰ ἔλεγα:
                Κλείνουν δυὸ χρόνια ποὺ μᾶς ἔχει ἐπιβληθεῖ ἕνα καθεστὼς ὁλωσδιόλου ἀντίθετο μὲ τὰ ἰδεώδη γιὰ τὰ ὁποῖα πολέμησε κόσμος μας καὶ τόσο περίλαμπρα λαός μας στὸν τελευταῖο παγκόσμιο πόλεμο. Εἶναι μία κατάσταση ὑποχρεωτικῆς νάρκης, ὅπου ὅσες πνευματικὲς ἀξίες κατορθώσαμε νὰ κρατήσουμε ζωντανές, μὲ πόνους καὶ μὲ κόπους, πᾶνε κι αὐτὲς νὰ καταποντιστοῦν μέσα στὰ ἑλώδη στεκούμενα νερά. Δὲ θὰ μοῦ ἦταν δύσκολο νὰ καταλάβω πῶς τέτοιες ζημιὲς δὲ λογαριάζουν πάρα πολὺ γιὰ ὁρισμένους ἀνθρώπους.
                                Δυστυχῶς δὲν πρόκειται μόνον γι᾿ αὐτὸ τὸν κίνδυνο. Ὅλοι πιὰ τὸ διδάχτηκαν καὶ τὸ ξέρουν πὼς στὶς δικτατορικὲς καταστάσεις ἡ ἀρχὴ μπορεῖ νὰ μοιάζει εὔκολη, ὅμως ἡ τραγωδία περιμένει ἀναπότρεπτη στὸ τέλος.  Τὸ δράμα αὐτοῦ τοῦ τέλουςμᾶς βασανίζει, συνειδητὰ ἢ ἀσυνείδητα, ὅπως στοὺς παμπάλαιους χοροὺς τοῦ Αἰσχύλου. Ὅσο μένει ἡ ἀνωμαλία, τόσο προχωρεῖ τὸ κακό.
                                Εἶμαι ἕνας ἄνθρωπος χωρὶς κανένα ἀπολύτως πολιτικὸ δεσμὸ καί, μπορῶ νὰ τὸ πῶ, μιλῶ χωρὶς φόβο καὶ χωρὶς πάθος. Βλέπω μπροστά μου τὸν γκρεμὸ ὅπου μᾶς ὁδηγεῖ ἡ καταπίεση ποὺ κάλυψε τὸν τόπο. Αὐτὴ ἡ ἀνωμαλία πρέπει νὰ σταματήσει. Εἶναι ἐθνικὴ ἐπιταγή.
                                Τώρα ξαναγυρίζω στὴ σιωπή μου. Παρακαλῶ τὸ Θεὸ νὰ μὴ μὲ φέρει ἄλλη φορὰ σὲ παρόμοια ἀνάγκη νὰ ξαναμιλήσω».
Σεφέρης – βραβείο Νόμπελ
Το μεσημέρι της 24ης Οκτωβρίου του 1963 έφθασε στην Αθήνα η χαρμόσυνη είδηση της απονομής του Νόμπελ Λογοτεχνίας στον ποιητή Γιώργο Σεφέρη. Ήταν η πρώτη φορά που ένας Έλληνας τιμάται με Νόμπελ. Αμέσως μετά, ο ποιητής δήλωσε τα ακόλουθα:
                                Διαλέγοντας έναν Έλληνα ποιητή για το βραβείο Νομπέλ, νομίζω πως η Σουηδική Ακαδημία θέλησε να εκδηλώσει την αλληλεγγύη της με τη ζωντανή πνευματική Ελλάδα. Εννοώ: αυτή την Ελλάδα για την οποία τόσες γενεές αγωνίστηκαν, προσπαθώντας να κρατήσουν ό,τι ζωντανό από τη μακριά παράδοση της. Νομίζω, ακόμη, ότι η Σουηδική Ακαδημία θέλησε να δείξει πως η σημερινή ανθρωπότητα χρειάζεται και την ποίηση - κάθε λαού - και το ελληνικό πνεύμα.
Στις 10 Δεκεμβρίου το 1963 έγινε στη Στοκχόλμη η τελετή απονομής των βραβείων Νόμπελ. Ανάμεσα στους τιμηθέντες και ο Γιώργος Σεφέρης, ο οποίος το βράδυ της ίδιας ημέρας εκφώνησε ομιλία στο δείπνο που παρατέθηκε στους νομπελίστες στο Δημαρχείο της Στοκχόλμης. Στην ομιλία του, ο Έλληνας ποιητής συνοψίζει τις πεποιθήσεις του, αφενός για την άμεση και αδιάσπαστη συνέχεια της ελληνικής γλώσσας (και ευρύτερα της ελληνικής ηθικής συνείδησης) από την αρχαιότητα ως τη σημερινή εποχή και αφετέρου για την αναγκαιότητα και τη λειτουργία της ποίησης στο σύγχρονο κόσμο.



Η ΕΡΩΤΙΚΗ ΖΩΗ ΤΟΥ Γ. ΣΕΦΕΡΗ
Ο Ρόντερικ Μπήτον (Roderick Beaton) κατέχει από το 1988 την έδρα Κοραή Βυζαντινής και Νεοελληνικής Ιστορίας, Γλώσσας και Λογοτεχνίας στο Βασιλικό Κολέγιο (King's College) του Λονδίνου. Έχει δημοσιεύσει πολλά βιβλία και άρθρα για την ελληνική λογοτεχνία και τον ελληνικό πολιτισμό από τον 12ο αιώνα έως σήμερα.
                                Στα βιβλία του συμπεριλαμβάνεται το George Seferis: Waiting for the Angel, 2003 (ελλ. μτφρ. Γιώργος Σεφέρης: Περιμένοντας τον άγγελο, 2003), που βραβεύτηκε με το σημαντικό βρετανικό βραβείο «Runciman Award».
Στα μάτια του μέσου Ελληνα σήμερα το Νομπέλ εκείνο (όπως και αυτό του Οδυσσέα Ελύτη) είναι κάτι σαν εθνική διάκριση, σαν να αποδόθηκε πρωτίστως και δικαιωματικά στη χώρα και δευτερευόντως στον ποιητή, ο ίδιος δε ο Σεφέρης είναι μια ασώματη μορφή - ένα όνομα περιβεβλημένο από τη δόξα ενός παγκόσμιου αριστείου που κατά τα άλλα παραμένει στην καλύτερη περίπτωση όχι άνθρωπος, αλλά η ασπρόμαυρη φωτογραφία ενός μεσήλικου διοπτροφόρου άνδρα.
                                Για να τον ανακαλέσει κανείς στην πραγματικότητα του πρώιμου 21ου αιώνα οφείλει να οπισθοχωρήσει μερικά χρόνια, να διαβάσει την βιογραφία «Γιώργος Σεφέρης. Περιμένοντας τον Αγγελο» (εκδ. Ωκεανίδα) και να συζητήσει με τον διακεκριμένο συγγραφέα της, καθηγητή της έδρας «Κοραής» στο Κινγκς Κόλετζ του Λονδίνου, Ρόντρικ Μπίτον.
                Ως φαίνεται, διά βίου βασάνισαν τον Σεφέρη «οι λαχτάρες του σώματος». Μόλις έβδομη στο ερωτικό γαϊτανάκι έρχεται η Μαρώ και μάλιστα δεν είναι η τελευταία, χωρίς να μετρούμε τις «πεταλούδες» που δυστυχώς δεν άφησαν ίχνη.
Οι λαχτάρες του σώματος
                Τον Σεφέρη τον συγκινούσε «ο τύπος της μεγαλύτερης γυναίκας, της καλλονής, της γυναίκας με ισχυρό χαρακτήρα».
Το 1935 ο Γ. Σεφέρης ήταν 35 ετών όταν είδε για πρώτη φορά την Μαρώ, σε μια εκδρομή στο Σούνιο. Οι επίσημες ωστόσο συστάσεις έγιναν σε μια εσπερίδα, στις αρχές του 1936. Ο έρωτας δεν άργησε να έρθει...

Τίποτα δεν αγριεύει τη φλόγα του έρωτα περισσότερο από τη δυσφορία του οικογενειακού περιβάλλοντος των ερωτευμένων. Ούτε οι νουθεσίες του Στυλιανού Σεφεριάδη (πατέρας του ποιητή), ούτε οι οργίλες συστάσεις του Αντρέα Λόντου (συζυγος της Μαρώς), είχαν κατασταλτικά αποτελέσματα, όταν έμαθαν για την σχέση του παράνομου ζευγαριού.
Όνειρα θολερά, σκοτοδίνες αλλόκοτες και αδιαθεσίες βασανίζουν για μήνες τη γυναίκα που σήκωσε το βάρος της ευθύνης του χωρισμού. Ο ποιητής φεύγει για λίγες μέρες διακοπές στο Πήλιο, ξαναγυρίζει στην Κορυτσά, σκίζει τα γράμματα που είχε λάβει ως τότε από την αγαπημένη του και βυθίζεται στη σιωπή.

Το Φθινόπωρο του ίδιου χρόνου τα πράγματα αλλάζουν. Το πείσμα του Αντρέα Λόντου έχει μαλακώσει και η Μαρώ είναι ελεύθερη από ουσιαστικές και τυπικές δεσμεύσεις. Τον Απρίλιο του 1941 επισημοποιείται η σχέση του Σεφέρη και της Μαρώς, λίγο πριν αναχωρήσουν για την Αίγυπτο.

Στις 29 Σεπτεμβρίου 1940, όπως παραθέτει στο βιβλίο του ο Μπίτον, όταν τελειώνει ένα σκληρό καλοκαίρι γεμάτο επαγγελματικές, οικογενειακές και συναισθηματικές πιέσεις που κρατούν σε απόσταση το ζευγάρι, ενώ με τη συντριβή της Γαλλίας η Ευρώπη μοιάζει να υποκύπτει στη χιτλερική Γερμανία, ο Γιώργος Σεφέρης γράφει στη σύντροφό του, Μαρώ, μια επιστολή απτής σωματικής επιθυμίας.
Μόλις πήρα το πρωινό μου και διάβασα το γράμμα σου. Ανάσανα που ξέρω πως έρχεσαι την Παρασκευή. Δεν ξέρεις πως σε περιμένω. Γιατί αυτές τις μέρες σ' έχω φρικτά επιθυμήσει. Τι τα θέλεις, σε στερήθηκα όλο το καλοκαίρι και γιατί ήσουν μακριά μου και γιατί ίσως, μ' όλες αυτές τις ανόητες ιστορίες, κι όταν ήσουν ακόμα κοντά μου, δεν σε είχα όπως ήθελα.

Όλο μου το σώμα πονεί από επιθυμία… Είναι αστείο κάποτε να βλέπω τον εαυτό μου σαν έναν υπνοβάτη ή σαν έναν τυφλό που σε ψάχνει με τις παλάμες απλωμένες και με τα μάτια κλειστά…

Γ. Σεφέρης «Περιμένοντας τον Άγγελο», εκδόσεις Ωκεανίδα
Αποσπάσματα από την αλληλογραφία του Γ. Σεφέρη με τη Μαρώ Λόντου
“…Ποτέ δε φανταζόμουν πως θα μπορούσα ν’ αγαπήσω έτσι. Μου είναι αδύνατο να σου εξηγήσω τι είναι αυτό το τρομερά δυνατό και ζωντανό πράγμα που κρατώ μέσα στην ψυχή μου και μέσα στη σάρκα μου. Είμαι κάποτε σαν τρελός από τον πόνο και αισθάνομαι πως όλοι οι άλλοι μου δρόμοι έξω απ αυτόν τον πόνο, είναι κομμένοι. Πως μόνο απ΄ αυτόν μπορώ πια να περάσω.”
                “Καληνύχτα, αγάπη, έλα στον ύπνο μου.
Ποτέ δεν έρχεσαι στον ύπνο μου. Σε συλλογίζομαι τόσο πολύ τη μέρα.”
                “κι αν σου γράφω έτσι που σου γράφω, δεν είναι για να με καταλάβεις, αλλά για να με νιώσεις λίγο πιο κοντά σου όπως , αν ήταν βολετό να σε χαϊδέψω. Τίποτε άλλο”
“Όλες αυτές τις μέρες σε συλλογίζομαι χωρίς μια στιγμή διακοπή. Κάθε δουλειά με συνέχεια μού είναι αδύνατη. Είσαι εκεί πάντα μπροστά στα μάτια μου, με κρατάς προσηλωμένο. Κάποτε μέσα στην αδειανή μου παλάμη έρχεται κι ακουμπά το μικρό σου στήθος. Είναι ένας βαθύς και μυτερός πόνος ως την άκρη της καρδιάς”
                “ας σε κρατήσω κι έπειτα όλα θα είναι καλά…αγαπημένη μου αγάπη”
                “όταν αγαπά κανείς και δεν έχει τον άνθρωπο του, πρέπει να βρεί τρόπο να μην ξυπνά ποτέ του…”
«Σπάνιας οικειότητας και αντοχής» η σχέση του ζεύγους Σεφέρη, ωστόσο, καλοκαίρι του 1958, κατά την κορύφωση του Κυπριακού, την τάραξαν «οι χάρες μιας νεότερης γυναίκας», ενώ δυόμισι χρόνια αργότερα, κυριολεκτικώς την ταρακούνησε η γοητεία «νεαρής υπαλλήλου της πρεσβείας» στο Λονδίνο, οδηγώντας τη Μαρώ σε «απόπειρα αυτοκτονίας».
                                Ανώνυμοι μένουν αυτοί οι δύο τελευταίοι πειρασμοί του Σεφέρη και νεφελώδεις οι σχετικές μαρτυρίες. Το σημαντικό είναι πως ο Σεφέρης ξέδωσε συνθέτοντας «πορνογραφικά δίστιχα», τα μεταθανάτια «Εντεψίζικα». Πάντως, τέλος στις ερωτικές δοσοληψίες του έδωσε μια κρίση προστάτη, που μάλλον τον προστάτεψε οριστικώς.
“Η αυγή με κρυφοκοιτάζει από τα κλειστά παντζούρια. Ξύπνησα μέσα σε μια διακοπή-ένα λάκκο της λογικής μου και της ψυχραιμίας μου-είμαι μόνο μία φωνή και μία επιθυμία. Δεν είμαι τίποτε άλλο παρά ένας άνθρωπος που πονεί διαβολεμένα. Δεν ξέρω τίποτε άλλο παρά πως ξύπνησα καίγοντας και δεν ήσουν πλάι μου. Και είναι μεγάλη κόλαση αυτό, και μου είναι αδιάφορα όλα τα άλλα”
 “…Αν είχα χρήματα, λες.
Μα αν είχα οτιδήποτε απ΄ αυτά που δεν έχω, δε θα είχα εσένα.
Έτσι αγαπώ όλη μου τη ζωή γιατί ήρθε ως εσένα, τέτοια που ήταν κι όχι άλλη…”
“και μαζί να ήμασταν από το πρωί ως το βράδυ, δε θα έφτανε. Θα έπρεπε να καταπιεί ο ένας τον άλλον. Κι όλα αυτά είναι υπερβολικά φρικαλέα για να μ’ αρέσουν”
                “όπως δεν μπορείς να καταλάβεις το ψάρι, αν δεν είσαι ψάρι ή το πουλί, αν δεν είσαι πουλί, έτσι δεν μπορείς να καταλάβεις το μοναχό άνθρωπο, αν δεν είσαι μοναχός. Πώς να με καταλάβεις λοιπόν, χρυσή μου;”
                “αγάπη μου, θα με συγχωρήσεις γι’ αυτά, που είναι δύσκολο να ειπωθούν σε μια γυναίκα. Είμαι ένας άνθρωπος που δεν έχει πεποίθηση στα συναισθήματά του όταν τα πνίγει η επιθυμία η σωματική, όπως συμβαίνει τώρα μ’ εμένα”
                “φοβούμαι μήπως συνηθίσω έτσι πάντα από μακριά να σ αγαπώ..”
Ασπάλαθοι
Ο ασπάλαθος είναι  παραμεσόγειο είδος και φύεται σε θαμνότοπους χαμηλού υψομέτρου, κυρίως σε ξηρές περιοχές. Τα αγκάθια και η άσχημη γεύση του απωθεί τα πρόβατα και τις κατσίκες και έτσι μπορεί να αναπτυχθεί σε μεγάλους πληθυσμούς.

    Οι Αρχαίοι Έλληνες πίστευαν ότι με τα ακανθωτά κλαδιά του Ασπάλαθου κτυπούσαν και τιμωρούσαν τους τυράννους στον Άδη."

ΑΡΔΙΑΙΟΣ: Στην κορύφωση του πλατωνικού διαλόγου «Πολιτεία», στα πλαίσια του 10ου και τελευταίου βιβλίου του έργου, παρουσιάζεται ο μύθος του Αρδιαίου
Στην ιστορία παρουσιάζεται ο Αρδιαίος, τύραννος της Παμφυλίας, που μπορεί, όσο καιρό κυβερνούσε τη χώρα του, να διέπραξε στυγερά εγκλήματα, ανάμεσα στα οποία μια πατροκτονία και μια αδελφοκτονία, η ώρα της κρίσης έφτασε όμως και γι'  αυτόν και μάλιστα σε μια ζωή όπου οι περίοδοι χάριτος έχουν περάσει ανεπιστρεπτί και το ελαφρυντικό που έχουν οι άνθρωποι στην επίγεια ζωή ότι λειτουργούν κάποιες φορές από άγνοια, εδώ δεν έχει πλέον ισχύ.
Είναι η στιγμή που οι φρικώδεις ομηρικές σκηνές από τον Κάτω Κόσμο, που τόσο πολύ κατέκρινε ο Πλάτων, θα επανέλθουν, για να πλήξουν αυτούς που τα εγκλήματά τους δεν επιδέχονται ούτε βελτίωσης, ούτε συγχώρεσης και γι΄  αυτό κι αυτοί δεν έχουν το δικαίωμα μιας νέας μετενσάρκωσης, παρά μόνο ενός αιώνιου βασανισμού.
            Στην τελευταία περίπτωση ανήκει κι ο Αρδιαίος  τύραννος, γι αυτό και όταν όλοι οι άλλοι, που έχουν εκτίσει την ποινή τους για τα προηγούμενα ατοπήματά τους ή έχουν απολαύσει το αντίτιμο για τον πρότερο έντιμο βίο τους, είναι έτοιμοι να επανέλθουν στη ζωή, ο τύραννος της Παμφυλίας θα παραμείνει εκεί ένα ράκος από τα βασανιστήρια, παράδειγμα προς αποφυγή σ' όλους όσοι περνούν από εκεί και τον βλέπουν.
Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι μπορεί ο Πλάτων να παρουσιάζει εδώ σκηνές αποτρόπαιων τιμωριών, κάτι που δεν το συγχωρούσε στον Όμηρο, αυτό όμως μπορεί να εξηγηθεί: μ' αυτή του την επιλογή θέλει ίσως να εκφράσει την έντονη αποδοκιμασία του στα τυραννικά καθεστώτα και να αποτρέψει μελλοντικούς επίδοξους τυράννους να κυβερνήσουν, με την επίδειξη της τιμωρίας που τους περιμένει.

ΓΙΩΡΓΟΥ ΣΕΦΕΡΗ
«ΕΠΙ ΑΣΠΑΛΑΘΩΝ»
ΠΗΓΗ:http://angitan.blogspot.gr/2011/01/blog-post.html
Στόχοι:
α) να βιώσουν οι μαθητές την ποιητική του Σεφέρη μέσα από ένα  προσιτό ποιητικό κείμενο, αλλά και τη γενικότερη πολιτική θέση του ποιητή την περίοδο της δικτατορίας
β) να αντιληφθούν οι μαθητές πως «στις δικτατορικές καταστάσεις η αρχή μπορεί να μοιάζει εύκολη, όμως η τραγωδία παραμένει, αναπότρεπτη στο τέλος».
Αφόρμηση:
· Η ερμηνευτική προσέγγιση μπορεί να συνδυαστεί με την πολιτική στάση του ποιητή τον καιρό της απριλιανής δικτατορίας. [Ανάγνωση ενός τουλάχιστον κειμένου του Σεφέρη: δημοσίευση Γενάρη ’67 στη μνήμη του Γ. Θεοτοκά. «Η συνομιλία με τον Φαβρίκιο».
· Χρειάζεται να δοθούν εξηγήσεις για τη στάση του στα πολιτικά πράγματα του τόπου, που καλύπτουν το προηγούμενο χρονικό διάστημα αλλά και την περίοδο λίγο πριν τη δικτατορία του ’67.
· Ο Γ. Σεφέρης κρατάει αποστάσεις από τα πολιτικά πράγματα, όντας κουρασμένος και αηδιασμένος από τους πολιτικούς χειρισμούς. Πιστεύει πως «τις δικτατορίες δεν τις σταματούν τα μανιφέστα των διανοουμένων». Εντούτοις η εύγλωττη σιωπή του μέχρι το 1970 δείχνει το δημοκρατικό του ήθος σε σχέση με άλλους διανοούμενους.     

Χρόνος γραφής του ποιήματος
Ο ποιητής αναφέρει ως χρόνο γραφής την 31 Μαρτίου του 1971, ημέρα ανάβασής του στην περιοχή με τη δημοσιογράφο Αν Φιλίπ, χήρα του Ζεράρ Φιλίπ. Από το 1968-71 ο Σεφέρης έγραψε 5 ποιήματα, τα δύο εξαιτίας/ και για τη δικτατορία: α) «Οι γάτες του Άϊ Νικόλα», πριν από τη δημόσια δήλωσή του 27/03/1969 (καταγγελία της δικτατορίας), β) «Επί ασπαλάθων» και άλλο ένα ποίημα με δύο γραφές:
ΑΠΟ ΒΛΑΚΕΙΑ
Ελλάς πυρ! Ελλήνων . πυρ! Χριστιανών . πυρ!
Τρεις λέξεις νεκρές. Γιατί τις σκοτώσατε.
Αθήνα Καλοκαίρι- Princeton NJ.
Σχολιασμός

Το ποίημα αποτελείται από δυο ενότητες- επίπεδα. Ο ίδιος ο Σεφέρης το χωρίζει σε τρεις: α) 1-7 στ., β) 8-18 στ. και γ) 19-20 στ.
Α΄ ενότητα


Ήταν ωραίο το Σούνιο τη μέρα εκείνη του Ευαγγελισμού
πάλι με την άνοιξη.
Λιγοστά πράσινα φύλλα γύρω στις σκουριασμένες πέτρες
το κόκκινο χώμα κι  ασπάλαθοι
δείχνοντας έτοιμα τα μεγάλα τους βελόνια
και τους κίτρινους ανθούς.
Απόμακρα οι αρχαίες κολόνες, χορδές μιας άρπας αντηχούν ακόμη…

Ο παρελθοντικός χρόνος στην αρχή του ποιήματος δημιουργεί χρονική απόσταση από το γεγονός, έτσι το ποίημα λειτουργεί μέσω της μνήμης. Ο ποιητής στήνει το σκηνικό του: το ωραίο Σούνιο (τοπίο), η μέρα του Ευαγγελισμού (χρόνος), η άνοιξη, τα λιγοστά πράσινα φύλλα, οι σκουριασμένες πέτρες, το κόκκινο χώμα, οι ασπάλαθοι, στο βάθος οι κολόνες του αρχαιοελληνικού ναού του Ποσειδώνα. Τοπίο λιτό, καθαρά ελλΤο λιτό τοπίο, σύμβολο συνήθως της ελληνικής στέρησης, δίνει φόρτιση στο συναίσθημα του ποιητή και ο χώρος του Σουνίου προσφέρει ιδιαίτερη συγκίνηση. Ο ποιητής έχει δυο ερεθίσματα:
α) ένα εξωτερικό που σχετίζεται με την αιτία του περιπάτου του στο Σούνιο- το κλίμα της εποχής (εμβατήρια, παρελάσεις, πανηγυρικοί) που δημιουργούσε η δικτατορία στις εθνικές γιορτές- δε θέλει να φαρμακωθεί βλέποντας τον εξευτελισμό της εθνικής επετείου. Γι’ αυτόν η μέρα σημαίνει «όχι πανηγυρισμούς, αλλά μεταμέλεια για όσα αστόχαστα κάναμε στα χρόνια της λευτεριάς μας»και
β) ένα εσωτερικό: ασπάλαθοι/ δείχνοντας έτοιμα τα μεγάλα τους βελόνια/ και τους κίτρινους ανθούς = ο γνωστός θάμνος, με την επικίνδυνη όψη, η λέξη με τις πλατωνικές διασυνδέσεις = αφορμή για τη γραφή του ποιήματος.
Αυτό δείχνει ότι ο Σεφέρης γράφει ξεκινώντας από συγκεκριμένα γεγονότα. Γι’ αυτόν «αποτελούν ημερολογιακές σελίδες, που απηχούν τα ιστορικά γεγονότα της εποχής του, ενός καταπληκτικά ευαίσθητου δέκτη της».
Λέξεις κλειδιά
α) τοπίο-Σούνιο: ωραίος παραδοσιακός τόπος της Αττικής με τα ερείπια του ναού του Ποσειδώνος,
β) Ευαγγελισμός-άνοιξη: λειτουργούν με το γνωστό εθνικό συμβολισμό της λευτεριάς, πάλι με την άνοιξη: φέρνει μνήμες από το το δημοτικό τραγούδι «Ακόμα τούτ’ την άνοιξη/ ραγιάδες…»,
γ) λιγοστά πράσινα… ασπάλαθοι: στίχοι με ένα μέτριο λυρισμό, δημιουργούν απαράμιλλη λεκτική αρμονία- τοπίο πολύ λιτό, αλλά με μεγάλη εκφραστική δύναμη, που απηχεί την πραγματική δυναμικότητα αυτού του χώρου και φυσικά του ελληνισμού, με όλες τις λανθάνουσες ιστορικές δυνάμεις της επιβίωσής του. Τη λιτότητα αυξάνει η ύπαρξη του σεφερικού συμβόλου της πέτρας σύμβολο σκληρότητας και αντοχής, επομένως υπομονής και εγκαρτέρησης,                  
σκουριασμένες: επιθετικός προσδιορισμός που υπογραμμίζει τα προηγούμενα νοήματα των συμβολισμών. Το «κόκκινο χρώμα», συνδυασμένο με την περιορισμένη βλάστηση, εκφράζει τη στέρηση και τη μοναξιά. 
«ασπάλαθοι...... ανθούς»: κατέχουν το κέντρο της ποιητικής εικόνας και νοηματικά και αισθητικά. Ένταση με πολύ επικίνδυνη όψη, όπως την παρουσιάζει το επίθετα «έτοιμα». Τα βελόνια είναι έτοιμα και προειδοποιούν τους δικτάτορες για τον εκδικητικό ρόλο που θα διαδραματίσουν στο άμεσο μέλλον (ασπάλαθοι = λαϊκά όργανα τιμωρίας, κίτρινοι = χρώμα μίσους κατά το λαό).
δ) το σκηνικό έμπνευσης επενδύει μουσικά ο 7ος  στίχος: «απόμακρα» = μακρινή ηχώ του αρχαίου κάλλους, «ακόμη» = παρουσία ζωής, ζώσα επιβίωση. Κλασικός ελληνικός στίχος. Η ποιητική παρομοίωση υποβάλλει μυστικά την παρουσία του Απόλλωνα: αρχαίες κολόνες-χορδές άρπας. Η μουσική αυτή σχετίζεται με τ’ ανθρωπιστικά και δημοκρατικά μηνύματα της αρχαιοελληνικής ζωής. Πολιτισμική διαφορά ανάμεσα στο παρόν και στο παρελθόν δηλώνουν οι αρχαίες κολόνες. Αποτελούν βαριά πολιτιστική κληρονομιά, συμβολίζουν το ισχνό και το τραγικό παρόν. Ο στίχος δεν κλείνει. Τα αποσιωπητικά τον κρατούν ανοιχτό δίνοντας διάρκεια στη μουσική και χρονική άνεση, ενώ βοηθάνε τον αναγνώστη να στοχαστεί τα παραπάνω μηνύματα του ανθρωπισμού που περιφρονεί η δικτατορία. Ανάμεσα στον ποιητή και το τοπίο δημιουργείται μια διαλεκτική σχέση- καταφεύγει σ’ αυτό για να βρει κάποια ψυχική υποστήριξη κι αυτό ανταποκρίνεται με όλα τα επικαιρικά του στοιχεία (άνοιξη-ασπάλαθοι) και τα διαχρονικά (αρχαίες κολόνες, σκουριασμένες πέτρες).
Αμοιβαίες ανταποκρίσεις-αντίστοιχοι συμβολισμοί
Ελπίδες ελευθερίας = Ευαγγελισμός-άνοιξη
Ισχνό παρόν, επιβίωση = λιγοστά πράσινα φύλλα, σκουριασμένες πέτρες
Οργή, προειδοποιητική απειλή = ασπάλαθοι δείχνοντας τα μεγάλα τους βελόνια…
Πολιτιστική κληρονομιά = αρχαίες κολόνες
Περιεχόμενο πολιτιστικής κληρονομιάς = χορδές μιας άρπας αντηχούν ακόμη...
Οι αντιστοιχίες δίνουν βίαιη κινητικότητα καθώς θα εμφανιστούν σύμφωνα με τη «μυθολογική μέθοδο» του Σεφέρη και τα πρόσωπα του μύθου. Το πρώτο μέρος είναι το σκηνικό του. Το περιεχόμενο και η μορφή βρίσκονται σε πλήρη υπαινικτική ταύτιση. Στον 7ο στίχο γίνεται περισσότερο εμφανής η ωραιότητα του Σουνίου. Το κατηγορούμενο «ωραίο» σχετίζεται όχι τόσο με τη φυσική ομορφιά του τοπίου, όσο με την ιδεολογική φόρτιση που δημιούργησε στη συνείδηση του ποιητή.
Β΄ ενότητα
Γαλήνη.
-        Τι μπορεί να μου θύμισε τον Αρδιαίο εκείνον;
Μια λέξη στον Πλάτωνα θαρρώ, χαμένη στου μυαλού
τ’ αυλάκια .
τ’ όνομα του κίτρινου θάμνου
δεν άλλαξε από εκείνους τους καιρούς.
Το βράδυ βρήκα την περικοπή:
«τον έδεσαν χειροπόδαρα» μας λέει
«τον έριξαν χάμω και τον έγδαραν
τον έσυραν παράμερα τον καταξέσκισαν
απάνω στους αγκαθερούς ασπάλαθους
και πήγαν και τον πέταξαν στον Τάρταρο, κουρέλι».
Στην ενότητα αυτή η μυθολογική αναφορά γίνεται συγχρόνως και μετουσίωση του πλατωνικού μύθου.
Η πρώτη λέξη «γαλήνη» -συνδετικός κρίκος των δύο επιπέδων που τα διαρθρώνει σπονδυλωτά- σηκώνει όλο το βάρος του σεφερικού στίχου, γιατί τα εσωτερικά στοιχεία του ποιήματος δεν επιτρέπουν ούτε για τον αναγνώστη ούτε για τον ποιητή γαλήνη αλλά ταραχή και αγανάκτηση. Γιατί σ’ αυτή τη θέση η γαλήνη; Επειδή:
α) είναι τόση (και τέτοια) που συνοδεύει τον ποιητή πέρα από το συγκεκριμένο τοπίο της πρώτης παραγράφου,
β) τα αποσιωπητικά του 7ου στίχου συνεχίζονται με τυπογραφικό κενό, ώστε οι συναισθηματικές απηχήσεις που προκάλεσε το τοπίο να βαθύνουν μ’ αυτή τη σιωπή κι έτσι να γίνει υπαρκτή η γαλήνη,
γ) η δεύτερη παράγραφος, έτσι όπως είναι, μεταδίδει την έντασή της πιο αποτελεσματικά: αρχίζει με τη λέξη «Γαλήνη» και τελειώνει με τη λέξη «κουρέλι».
Η μουσική της άρπας, «άλλου είδους μουσική για τη γιορτή της 25ηςΜαρτίου», από αυτή που συνήθιζαν στα χρόνια της δικτατορίας, αντηχεί και γαληνεύει. Ίσως η γαλήνη έρχεται από τον 18ο στίχο («τον πέταξαν στον Τάρταρο, κουρέλι»). Πάντως η γαλήνη δεν έρχεται από μόνον από τη φυσική εξωτερική όψη του τοπίου. Τίποτα στο ποίημα δε λειτουργεί εξωτερικά, όλα συμβολίζουν νοήματα και καταστάσεις και βρίσκονται σε ποιητική διέγερση που δε δικαιολογεί τη γαλήνη.
Κατά τον Χρ. Αντωνίου η λέξη «γαλήνη» υποδηλώνει μια κατάσταση πολύ κοντά στο θάνατο, τη γνωστή μέχρι θανάτου πνευματική ένδεια της Ελλάδας του ’67 (στάση σιωπής του ποιητή και άλλων λογοτεχνών, ξεπεσμός της παιδείας, καταστροφή της γλώσσας, ρητορεία χωρίς νόημα, χαφιεδισμός). Όλα, επομένως, δημιουργούν στον ποιητή αηδία, ανυπόφορη ασφυξία –ένας ακόμη λόγος που τον εξαναγκάζει να λύσει τη σιωπή του.
Γι’ αυτό η λέξη «γαλήνη» αποτελεί σύμβολο πνευματικού ξεπεσμού σε διαμετρική αντίθεση με τη γεμάτη ανθρωπισμό και πνευματικό σφρίγος μουσική της «άρπας».
Ακολουθεί ένα «άστοχο» ερώτημα: «Τι μπορεί…» και η απάντηση από τον ποιητή. Η μετάβαση στον αρχαίο μύθο γίνεται συνειρμικά. Βλέπει τους θάμνους με τα κίτρινα λουλούδια, ξέρει το όνομα: «ασπάλαθοι. Η λέξη από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα ίδια»- ο Σεφέρης υπογραμμίζει αυτό για να συνδηλώσει την πίστη του για τη γλωσσικά και πνευματική συνέχεια της ελληνικής παράδοσης και την αμετακίνητη ηθική τάξη του κόσμου-, θυμίζει την περίπτωση του τύραννου Αρδιαίου που περιγράφει ο Πλάτωνας στην «Πολιτεία». Το βράδυ βρίσκει την περικοπή. Ο συνειρμός ολοκληρώνεται, το ποιητικό υλικό έχει συγκεντρωθεί. Σε έξι ημέρες έχει καταλήξει στην τελική γραφή του.
Υπάρχει αντιστοιχία μεταξύ περικοπής και ποιήματος.
Είναι σα να ενώνονται όλα το πρωί της ιστορίας που ακούμε και το βράδυ, οι ασπάλαθοι, ξαναγυρίζουν στο κείμενο (στιχ. 13-18). Η κατακλείδα ή συμπέρασμα εκφέρεται από κάποιον αφηγητή, του οποίου την ύπαρξη δηλώνουν δύο φράσεις από πολύ νωρίτερα: «Τι μπορεί να μου θύμισε» και «το βράδυ βρήκα την περικοπή». Παράλληλα μεταβαίνει γρήγορα στον πληθυντικό «μας λέει», κάνοντας υπόδειξη ότι αυτό αναφέρεται σε όλους και στους Τυράννους, για να ξέρουν τι τους περιμένει. Επειδή το ποίημα αναφέρεται στη μέρα του Ευαγγελισμού, πιθανόν ευαγγελίζεται την ελπίδα της τιμωρίας.
Στο στίχο 17 προσθέτει το επίθετο «αγκαθερούς» σαν αντιστάθμισμα της φρίκης της εικόνας του πρωτότυπου, τη λέξη «κουρέλι» που φανερώνει όλη την οργή του για τους δικτάτορες και την ευχαρίστηση για το παρελθοντικό πάθημα του Αρδιαίου.
Κατακλείδα – συμπέρασμα
 Έτσι στον κάτω κόσμο πλέρωνε τα κρίματά του
Ο Παμφύλιος Αρδιαίος ο πανάθλιος Τύραννος.
Ο τόνος είναι αυτός της προειδοποιητικής απειλής, που είναι και το βασικό θέμα του ποιήματος. Οι δύο τελευταίοι στίχοι φανερώνουν και την αιτία του παθήματος, με σημαντικότερη τη λέξη «κρίματα», ποιητική αλληγορία – ομοιότητα στην τιμωρία. Αν και η κάθαρση αρχίζει από τον 5ο στίχο, ολοκληρώνεται σαν κατακλείδα αυστηρά ιερατική και εξιλεωτική με τους δύο τελευταίους. Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δοθεί στη λέξη «πλέρωνε» (και όχι πλήρωνε) που είναι λέξη λαϊκή σε χρόνο εξακολουθητικό, παρατατικό. Πλήρωνε δηλαδή συνέχεια, στους αιώνες τα κρίματά του. Το επίθετο «πανάθλιος» -δείχνει μια ιδιαίτερα σκληρή γλώσσα- συναντάται στους τρεις τραγικούς και σημαίνει «ο όλος άθλιος, ο λίαν δυστυχής, ο ελεεινός», στα νέα ελληνικά «ο κάκιστος, ο πανάθλιος κακούργος». Οι δύο τελευταίοι στίχοι παίζουν το ρόλο ενός επιλογικού σχολίου για την τύχη του Αρδιαίου.  

Καταλήγοντας, το ποίημα βγαλμένο από την ποιητική ευαισθησία ενός μεγάλου ποιητή, δίκαιου αστού και πατριώτη, θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι ένα αξιόλογο αντιστασιακό ποίημα, με βαθιές αντιδικτατορικές απηχήσεις, παραλληλίζοντάς το δε με το άλλο ποίημα της ίδιας περιόδου «Οι Γάτες του Άϊ Νικόλα» θα μπορούσαμε να το χαρακτηρίσουμε το απόσταγμα της δημοκρατικής συνείδησης του Σεφέρη. Ο Σεφέρης χρησιμοποίησε με επιτυχία την ελλειπτική και κρυπτική- ερμηνευτική μορφή της νέας ποίησης για να περάσει πολλά μηνύματα πολιτικής αντίθεσης για ένα καθεστώς που κατέπνιγε κάθε κριτική αντίθετη με την ιδεολογία του.

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
1.       Ποια είναι τα χαρακτηριστικά του συμβολισμού που υπάρχουν  στο ποίημα;
2.       Στο απόσπασμα του Σεφέρη γίνεται διακριτό το ηθικό σχήμα της Ύβρις-Τίσις-Νέμεσις. Να το εντοπίσετε.
3.       Ποια νομίζετε ότι ήταν η απήχηση του ποιήματος, αν λάβουμε υπόψη την εποχή κατά την οποία δημοσιεύτηκε;