Γ. ΡΙΤΣΟΣ
Στο παρακάτω σύνδεσμο θα παρακολουθήσουμε μια προσωπική μαρτυρία του Γ. Ρίτσου. Ίσως έτσι σχηματίσουμε καλύτερη εικόνα για τον άνθρωπο Ρίτσο, για το χαρακτήρα του...
Η σκληρή φωτογραφία που είδε ο
Ρίτσος και συγκλονισμένος έγραψε τον Επιτάφιο
Μια μάνα
θρηνεί πάνω στον νεκρό γιο της στη Θεσσαλονίκη, πάνω στην άσφαλτο. Εχει
χτυπηθεί από πυρά χωροφυλάκων. Βλέποντας την επόμενη μέρα τη φωτογραφία στον
Ριζοσπάστη ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος, συγκλονισμένος γράφει τον Επιτάφιο -
ποίημα σταθμό για τη χώρα που πήρε άλλη διάσταση και μέγεθος όταν στη συνέχεια
μελοποιήθηκε από τον Μίκη Θεοδωράκη.
Τον Μάιο του
1936 οι απεργίες σαρώνουν τη χώρα και κυρίως τη Θεσσαλονίκη όπου δεν λείπουν τα
έντονα επεισόδια αλλά και η αιματοχυσία.
Πηγή:
Η σκληρή φωτογραφία που είδε ο Ρίτσος
και συγκλονισμένος έγραψε τον Επιτάφιο [εικόνες&βίντεο] | iefimerida.gr http://www.iefimerida.gr/node/103472#ixzz2tTaeQ9AN
Δώδεκα άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους
με πρώτο τον 25χρονο αυτοκινητιστή Τάσο Τούση από το Ασβεστοχώρι. Οι σύντροφοί
του τον βάζουν σε μια ξύλινη πόρτα που ξήλωσαν από οικοδομή για να τον
μεταφέρουν. Η μάνα του πεσμένη στα γόνατα τον μοιρολογεί μέσα στο δρόμο γύρω
από χωροφύλακες και διαδηλωτές. Τη σπαρακτική εικόνα αποτυπώνει ο φωτογραφικός
φακός, φτάνει σε όλη την Ελλάδα και ο μεγάλος ποιητής κλονίζεται από το δράμα
του Τάσου Τούση και της μάνας του Κατίνας. Μέσα σε τρεις μέρες γράφει 14 από τα
20 ποιήματα και δημοσιεύει κάποια εξ αυτών στον Ριζοσπάστη στις 12 Μαΐου.
Πηγή: Η σκληρή φωτογραφία που είδε ο Ρίτσος και συγκλονισμένος έγραψε τον Επιτάφιο [εικόνες&βίντεο] | iefimerida.gr http://www.iefimerida.gr/node/103472#ixzz2tTbO9KgL
Γράφει ο
Γιάννης Ρίτσος:
«Γιέ μου,
σπλάχνο των σπλάχνων μου, καρδούλα της καρδιάς μου,
πουλάκι της φτωχιάς αυλής, ανθέ της ερημιάς μου,
πώς κλείσαν τα ματάκια σου και δε θωρείς που κλαίω
και δε σαλεύεις, δε γρικάς τα που πικρά σου λέω;
Γιόκα μου, εσύ που γιάτρευες κάθε παράπονό μου,
Που μάντευες τι πέρναγα κάτου απ' το τσίνορό μου,
τώρα δε με παρηγοράς και δε μου βγάζεις άχνα
και δε μαντεύεις τις πληγές που τρώνε μου τα σπλάχνα;
Πουλί μου, εσύ που μου φερνες νεράκι στην παλάμη
πώς δε θωρείς που δέρνουμαι και τρέμω σαν καλάμι;
Στη στράτα εδώ καταμεσίς τ΄ άσπρα μαλλιά μου λύνω
και σου σκεπάζω της μορφής το μαραμένο κρίνο.
Φιλώ το παγωμένο σου χειλάκι που σωπαίνει
κι είναι σα να μου θύμωσε και σφαλιγμένο μένει.
Δε μου μιλείς κι η δόλια εγώ τον κόρφο δες, ανοίγω
και στα βυζιά που βύζαξες τα νύχια, γιέ μου μπήγω».
πουλάκι της φτωχιάς αυλής, ανθέ της ερημιάς μου,
πώς κλείσαν τα ματάκια σου και δε θωρείς που κλαίω
και δε σαλεύεις, δε γρικάς τα που πικρά σου λέω;
Γιόκα μου, εσύ που γιάτρευες κάθε παράπονό μου,
Που μάντευες τι πέρναγα κάτου απ' το τσίνορό μου,
τώρα δε με παρηγοράς και δε μου βγάζεις άχνα
και δε μαντεύεις τις πληγές που τρώνε μου τα σπλάχνα;
Πουλί μου, εσύ που μου φερνες νεράκι στην παλάμη
πώς δε θωρείς που δέρνουμαι και τρέμω σαν καλάμι;
Στη στράτα εδώ καταμεσίς τ΄ άσπρα μαλλιά μου λύνω
και σου σκεπάζω της μορφής το μαραμένο κρίνο.
Φιλώ το παγωμένο σου χειλάκι που σωπαίνει
κι είναι σα να μου θύμωσε και σφαλιγμένο μένει.
Δε μου μιλείς κι η δόλια εγώ τον κόρφο δες, ανοίγω
και στα βυζιά που βύζαξες τα νύχια, γιέ μου μπήγω».
Ο Επιτάφιος στα
χέρια του Θεοδωράκη και του Χατζιδάκι
Γράφει τον
Επιτάφιο που γίνεται σύμβολο και αποφασίζει να στείλει ένα αντίτυπο στον Μίκη
Θεοδωράκη που τότε βρισκόταν στο Παρίσι. Στην αφιέρωση σημειώνει «το βιβλίο
τούτο κάηκε από τον Μεταξά το 1938 κάτω από τους Στύλους του Ολυμπίου Διός».
Ηταν μοιραίο: ο Μίκης Θεοδωράκης αποφασίζει επιτόπου να το μελοποιήσει και το
1960 μπαίνει στο στούντιο, στην Αθήνα. Ομως πλάι στον Ρίτσο και τον Θεοδωράκη
στέκεται και ο Μάνος Χατζιδάκις στην πιο γοητευτική ίσως συνύπαρξη μουσικής και
ποίησης. Ο Μάνος Χατζιδάκις ενορχηστρώνει, διευθύνει την ορχήστρα, επιλέγει την
τραγουδίστρια που δεν είναι άλλη από τη Νάνα Μούσχουρη.
Ομως ο
Μίκης Θεοδωράκης αισθάνεται ότι αυτή η εκτέλεση δεν έχει το λαϊκό βάρος, τη
γειωμένη πολιτική διάσταση που επιθυμούσε. Ετσι, κάνει τη δική του ηχογράφηση
χρησιμοποιώντας τον δωρικό Γρηγόρη Μπιθικώτση και τον Μανώλη Χιώτη. Βρισκόμαστε
στο έτος 1961. Γράφει ο δημοσιογράφος Γιώργος Νοταράς: «Στην Ελλάδα η κοινωνική
και η αισθητική ανατροπή ξεκίνησαν παρέα, χέρι-χέρι, μέσα από το τραγούδι, με
ιστορική αφετηρία τη συνάντηση του Μίκη Θεοδωράκη με το Γιάννη Ρίτσο στον
"Επιτάφιο". Επρόκειτο για ελληνικής ταυτότητας ανατροπή, γιατί το
ζητούμενο στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν ήταν ν' αλλάξει ο κόσμος, αλλά κατ'
αρχάς η Ελλάδα. Ο "Επιτάφιος" λοιπόν, με τη σπουδαία ποίηση και τη
μουσική του, αλλά βασισμένος σε λατρεμένους λαϊκούς ρυθμούς και με τη μοναδική
φωνή του Μπιθικώτση έκανε την πρώτη κίνηση και η απήχησή του ήταν καταλυτική
παντού».
Ο Γ. Ρίτσος λάτρευε την κόρη του. "Το πρωινό άστρο" είναι αφιερωμένο σ΄αυτή. Στον παρακάτω σύνδεσμο ο Β. Παπακωνσταντίνου τραγουδά στίχους του Γ. Ρίτσου.
Όπως καταλαβαίνουμε από την παραπάνω ανάλυση, ήταν ένας ευαίσθητος άνθρωπος, με κοινωνικές και πολιτικές ευαισθησίες. Για το λόγο αυτό αγωνίστηκε και τιμωρήθηκε από τα δικτατορικά καθεστώτα...
Όμως παρέμεινε, παρά και τις προσωπικές δυσκολίες του ένας καλλιτέχνης αγωνιστής. Ως το τέλος. Τις πεποιθήσεις του, τους προβληματισμούς του και την αγάπη για την πατρίδα του αντικατοπτρίζει το ποίημά του "Ο τόπος μας".
Λέρος
Γιάννης
Ρίτσος «Ο τόπος μας»
Ανεβήκαμε
πάνω στο λόφο να δούμε τον τόπο μας –
φτωχικά,
μετρημένα χωράφια, πέτρες, λιόδεντρα.
Αμπέλια
τραβάν κατά τη θάλασσα. Δίπλα στ’ αλέτρι
καπνίζει
μια μικρή φωτιά. Του παππουλή τα ρούχα
τα
σιάξαμε σκιάχτρο για τις κάργιες. Οι μέρες μας
παίρνουν
το δρόμο τους για λίγο ψωμί και μεγάλες λιακάδες.
Κάτω
απ’ τις λεύκες φέγγει ένα ψάθινο καπέλο.
Ο
πετεινός στο φράχτη. Η αγελάδα στο κίτρινο.
Πώς έγινε
και μ’ ένα πέτρινο χέρι συγυρίσαμε
το
σπίτι μας και τη ζωή μας; Πάνω στ’ ανώφλια
είναι η
καπνιά, χρόνο το χρόνο, απ’ τα κεριά του Πάσχα –
μικροί
μικροί μαύροι σταυροί που χάραξαν οι πεθαμένοι
γυρίζοντας
απ’ την Ανάσταση. Πολύ αγαπιέται αυτός ο τόπος
με υπομονή
και περηφάνεια. Κάθε νύχτα απ’ το ξερό πηγάδι
βγαίνουν
τ’ αγάλματα προσεχτικά κι ανεβαίνουν στα δέντρα.
Ο
τόπος μας
Επισημάνσεις
στο βιβλίο εκπαιδευτικού
•· Να παρατηρηθεί το α΄ πληθυντικό πρόσωπο με το οποίο
το ποιητικό
υποκείμενο
φαίνεται να εκφράζει τις σκέψεις και τη θέληση της ομάδας. Ο
ποιητής
δίνει φωνή σε αυτούς που δεν έχουν, εκφράζει το παράπονο και τις
ελπίδες
αυτών που μπορεί ακόμα και να μην τις συνειδητοποιούν.
•
Να εντοπιστούν τα στοιχεία που
επιλέγονται για να εικονογραφήσουν
τον
τόπο. Χαρακτηριστικά μεσογειακό και φτωχό, ταπεινό τοπίο.
•
Να προσεχτεί πώς στην περιγραφή
του τοπίου (στο παρόν) παρεισφρέει
η
ιστορία και η παράδοση (παρελθόν). Οι εικόνες με τις οποίες αποδίδεται
το
παρελθόν συντίθενται από μικροπράγματα της καθημερινής ζωής (τα
ρούχα
του σκιάχτρου, το κάπνισμα της πόρτας το Πάσχα), αλλά και από την
αρχαία
επίσημη τέχνη (αγάλματα).
•
Να σχολιαστεί η αμφίθυμη
συναισθηματική διάθεση που επικρατεί στο
ποίημα
(στίχοι 5-6, 9-10 και 13-15). Να συζητηθεί τι φαίνεται να ελπίζει το
ποιητικό
υποκείμενο και πού στηρίζει τις ελπίδες του.
•
Να προσεχτεί ότι τα ρήματα είναι
λίγα συγκριτικά και αυτό, μαζί με τις
κάπως
ασύνδετες μεταξύ τους προτάσεις, στερεί από το λόγο την αίσθηση
της
δράσης, τον κάνει στοχαστικό. Σαν να βλέπει πράγματι κάποιος το τοπίο
και
στοχάζεται, αναμιγνύοντας εικόνες από τη φύση, τη μνήμη, τη φαντασία
(οι
πεθαμένοι-παρελθόν, που γράφουν σταυρούς δίνοντας το άγγελμα της
ανάστασης,
και τα αγάλματα που βγαίνουν από τα πηγάδια).
Ο
Γιάννης Ρίτσος συνθέτει το ποίημα αυτό στη Λέρο, όπου βρίσκεται εξόριστος από
το δικτατορικό καθεστώς. Οι στίχοι του γεμάτοι αγάπη για την Ελλάδα επιχειρούν
μια προσέγγιση της παρούσας κατάστασης με υπαινικτικό όμως τρόπο, καθώς η
λογοκρισία αποτελούσε αποτρεπτικό παράγοντα για κάθε προσπάθεια ανοιχτής
διαμαρτυρίας. Το ποίημα αυτό προκύπτει μέσα από έναν ιδιαίτερο συνδυασμό
τυπικών εικόνων του ελληνικού τοπίου και υπερρεαλιστικών εικόνων που μας
αποκαλύπτουν τις εσώτερες ανησυχίες του ποιητή.
Αναλυτικότερα:
«Ανεβήκαμε
πάνω στο λόφο να δούμε τον τόπο μας –
φτωχικά,
μετρημένα χωράφια, πέτρες, λιόδεντρα.»
Το
ποίημα ξεκινά μ’ ένα ρήμα σε α΄ πληθυντικό πρόσωπο «ανεβήκαμε», το οποίο
υπονοεί πως ακολούθησαν τον ποιητή στο λόφο και κάποιοι φίλοι του, ίσως κι
άλλοι εξόριστοι, που μαζί ανεβαίνουν για να δουν τον τόπο τους, τον τόπο για
τον οποίο αγωνίστηκαν.
Η
εικόνα που μας παρουσιάζει ο ποιητής είναι τυπική για το ελληνικό τοπίο, με τα
λίγα χωράφια, τις πέτρες και τα ελαιόδεντρα. Ο τόπος είναι φτωχικός και δεν
έχει να προσφέρει πλούσια αγροτική παραγωγή, δεν παύει όμως να είναι η πατρίδα
κάθε Έλληνα και ο λόγος για τον οποίο πολλοί είναι πρόθυμοι να αγωνιστούν.
«Αμπέλια
τραβάν κατά τη θάλασσα. Δίπλα στ’ αλέτρι
καπνίζει
μια μικρή φωτιά. Του παππουλή τα ρούχα
τα
σιάξαμε σκιάχτρο για τις κάργιες.»
Ο
ποιητής συνεχίζει με την παρουσίαση εικόνων του ελληνικού τοπίου: τα αμπέλια
που καλύπτουν μεγάλες εκτάσεις, το σκιάχτρο για να διώχνει τα πουλιά που θέλουν
να τσιμπολογήσουν τα σταφύλια και το αλέτρι για το όργωμα.
Το ρήμα
που χρησιμοποιεί ο ποιητής αναφερόμενος στα αμπέλια «τραβάν» για να δηλώσει ότι
εκτείνονται σε μεγάλο χώρο, συνιστά προσωποποίηση, δίνοντας την αίσθηση πως τα
αμπέλια κινούνται εκούσια προς τη θάλασσα.
Η φωτιά
και το αλέτρι μας παραπέμπουν στην επίπονη προσπάθεια των ανθρώπων του ελληνικού
τόπου προκειμένου να λάβουν από τη γη τα αναγκαία αγαθά.
«Οι μέρες μας
παίρνουν
το δρόμο τους για λίγο ψωμί και μεγάλες λιακάδες.»
Οι
στίχοι αυτοί είναι χαρακτηριστικοί για τη ζωή των Ελλήνων. Οι μέρες τους
ξεκινούν για λίγο ψωμί, μιας και ο τόπος αυτός δεν έχει να τους προσφέρει πολλά
αγαθά, αλλά με μεγάλες λιακάδες, μια αναφορά στην έντονη ηλιοφάνεια της χώρας
που μας προσφέρει παράλληλα και μια αίσθηση αισιοδοξίας κι ελπίδας. Παρά το
γεγονός ότι η ελληνική γη δεν έχει τη γονιμότητα που συναντάται σε άλλες χώρες,
αντισταθμίζει τις ελλείψεις χάρη στο μεσογειακό της κλίμα με την πλούσια
ηλιοφάνεια.
Στο
σημείο αυτό ο ποιητής αφήνει για λίγο την περιγραφή του τοπίου και στοχάζεται
πάνω στη ζωή των συμπατριωτών του, η οποία είναι βέβαια κοπιαστική με πενιχρά
ανταλλάγματα, αλλά γεμάτη φως κι ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο.
«Κάτω
απ’ τις λεύκες φέγγει ένα ψάθινο καπέλο.
Ο
πετεινός στο φράχτη. Η αγελάδα στο κίτρινο.»
Ο
ποιητής επιστρέφει εκ νέου στις εικόνες που αντικρίζει γύρω του και μας δίνει
μερικά ακόμη στοιχεία του ελληνικού χώρου. Ένα ψάθινο καπέλο που φωτίζεται κάτω
από τις λεύκες, ένας πετεινός πάνω στο φράχτη, έτοιμος να εκτελέσει το καθήκον
του αφυπνίζοντας τους ανθρώπους γύρω του και μια αγελάδα που βόσκει στο χωράφι.
Με λιτό τρόπο ο ποιητής παρουσιάζει τις τελευταίες εικόνες του περιβάλλοντος
που αντικρίζει γύρω του, ολοκληρώνοντας έτσι την παρουσίαση του απλού μα
αγαπημένου ελληνικού χώρου.
«Πώς
έγινε και μ’ ένα πέτρινο χέρι συγυρίσαμε
το
σπίτι μας και τη ζωή μας;»
Στους
στίχους αυτούς μπορεί να αναζητηθεί η πικρή αίσθηση του ποιητή σχετικά με τα
πρόσφατα γεγονότα της δικτατορίας, με το «πέτρινο χέρι» να συμβολίζει τη σκληρή
και βίαιη επέμβαση στις ζωές των Ελλήνων. Ο ποιητής βλέποντας τον απλό τόπο
γύρω του, αναρωτιέται πως φτάσαμε στο σημείο να βιώσουμε την αδόκητη αυτή
ανατροπή από ένα καθεστώς που ήρθε για να στερήσει την ελευθερία των πολιτών,
θέτοντας όρια και «συγυρίζοντας» με άκαμπτο τρόπο τις ζωές τους. Ο ποιητής
αφήνοντας την περιγραφή του τοπίου, περνά πλέον σε αυτό που τον απασχολεί εσωτερικά
και δοκιμάζει την ψυχή του, στην απορία και στον προβληματισμό σχετικά με τη
σαρωτική αλλαγή που ταλανίζει τη χώρα.
«Πάνω
στ’ ανώφλια
είναι η
καπνιά, χρόνο το χρόνο, απ’ τα κεριά του Πάσχα –
μικροί
μικροί μαύροι σταυροί που χάραξαν οι πεθαμένοι
γυρίζοντας
απ’ την Ανάσταση.»
Μια
ακόμη εικόνα του εξωτερικού χώρου, όχι πια από το ευρύτερο περιβάλλον αλλά από
την είσοδο των σπιτιών, δίνει την ευκαιρία στον ποιητή να ανατρέξει στο
παρελθόν του τόπου και να μεταδώσει την αίσθηση της συνέχειας και της πίστης
των Ελλήνων στις παραδόσεις τους. Κάθε χρόνο οι άνθρωποι γυρίζοντας από την
εκκλησία τη νύχτα της ανάστασης σχηματίζουν με τον καπνό των αναστάσιμων κεριών
ένα μικρό μαύρο σταυρό. Χρόνο το χρόνο οι μικροί αυτοί σταυροί συνωστίζονται
αποτελώντας ένα γερό δεσμό μεταξύ των γενεών, μεταξύ των ανθρώπων, αλλά και
μεταξύ του παρελθόντος και του μέλλοντος. Οι Έλληνες δεν είναι πρόθυμοι να
αφήσουν τις παραδόσεις τους, δεν είναι διατεθειμένοι να στερηθούν τις
παραδόσεις τους και δεν πρόκειται να στερηθούν για πολύ την ελευθερία τους.
Άνθρωποι που τώρα είναι πεθαμένοι έχουν δημιουργήσει τους σταυρούς αυτούς με
αφορμή αναστάσιμες λειτουργίες του παρελθόντος και οι νεότεροι, όσοι είναι τώρα
ζωντανοί, δεν έχουν παρά να προσμένουν την ανάσταση που δεν μπορεί παρά να έρθει
ξανά. Η αναφορά στην Ανάσταση αποκτά εδώ μια συμβολική διάσταση, καθώς μας
παραπέμπει στην αναγέννηση, στην ανατροπή και στην επιστροφή σε μια κατάσταση
ελευθερίας και ζωοποιού δύναμης.
«Πολύ
αγαπιέται αυτός ο τόπος
με
υπομονή και περηφάνεια.»
Ο ποιητής
γνωρίζει τις δυσκολίες της χώρας, κατανοεί πόσο κοπιώδης είναι η ζωή των
Ελλήνων, σε μια χώρα που δεν έχει τις παραγωγικές δυνάμεις ή τη γονιμότητα
άλλων τόπων, εντούτοις ξέρει καλά πως οι Έλληνες είναι γεμάτοι περηφάνια για
τον τόπο τους. Οι δυσκολίες που παρουσιάζει αυτή η χώρα δεν είναι παρά ένα
ακόμη στοιχείο που την καθιστά πιο αγαπητή στους πολίτες της. Η περηφάνια των
Ελλήνων για τον τόπο τους, για την ιστορία τους και φυσικά για την ελευθερία
που προκύπτει τόσο φυσικά σ’ αυτόν τον φωτεινό τόπο, είναι εγγενές γνώρισμα,
σμιλεμένο στις ψυχές των Ελλήνων μέσα από συνεχείς αγώνες.
«Κάθε
νύχτα απ’ το ξερό πηγάδι
βγαίνουν
τ’ αγάλματα προσεχτικά κι ανεβαίνουν στα δέντρα.»
Το
ποίημα κλείνει με μια υπερρεαλιστική εικόνα που κρύβει ένα ακόμη μήνυμα ελπίδας
για την ανατροπή της παρούσας κατάστασης και για την επιστροφή στην πρότερη
κατάσταση ελευθερίας. Η εικόνα αυτή εκλαμβάνεται ως υπερρεαλιστική υπό την
έννοια πως δεν μπορούμε να αποδεχτούμε το νόημα της κυριολεκτικά, δεν αποτελεί
δηλαδή μια εικόνα σύμφωνη με την πραγματικότητα, μπορούμε όμως να αντλήσουμε τα
συναισθήματα και τα μηνύματα που εμπεριέχονται σ’ αυτή.
Τα
αγάλματα, ως σύμβολα του παρελθόντος, ως μνήμες παρελθοντικών καταστάσεων -τότε
δηλαδή που η χώρα δε βίωνε αυτή την εμπειρία ανελευθερίας και καταπίεσης-
ανεβαίνουν στα δέντρα για να εποπτεύσουν το χώρο, μένοντας σε μια στάση
αναμονής. Οι συνθήκες δεν είναι ακόμη κατάλληλες για να επέλθει η
ζωογόνησή τους -το πηγάδι είναι ξερό-, αυτό όμως δε σημαίνει ότι δε θα
έρθει η στιγμή που οι μνήμες αυτές του παρελθόντος θα δώσουν το έναυσμα για την
πολυπόθητη ανατροπή.
Ο
ποιητής θέλοντας να περάσει το μήνυμα της μελλοντικής ανατροπής του καθεστώτος,
χρησιμοποιεί την υπερρεαλιστική αυτή εικόνα, η οποία δεν αποτελεί βέβαια ευθεία
επίθεση στη δικτατορία, αφήνει όμως να υπονοείται η μελλοντική δράση των
αγαλμάτων, η μελλοντική εμπρηστική τους δράση, καθώς οι μνήμες της ελευθερίας
και της αγωνιστικής διάθεσης των προγόνων, θα έρθουν να αφυπνίσουν τους
τωρινούς πολίτες της χώρας.
Read more: http://latistor.blogspot.com/2011/04/blog-post_25.html#ixzz3Omc5W0KT
Ν. ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
Σύντομο βιογραφικό
Ὁ
Νίκος Καββαδίας γεννήθηκε τὸ
1910 σὲ
μία μικρὴ
πόλη τῆς
Μαντζουρίας κοντὰ στὸ Χαρμπίν, ἀπὸ γονεῖς Κεφαλλονίτες. Πολὺ μικρὸς πρωτοταξίδεψε, ὅταν οἱ γονεῖς του ἀποφάσισαν
νὰ ἐπιστρέψουν στὸ νησί τους, ἂν καὶ ἡ οἰκογένεια Καββαδία θὰ ζήσει ἐλάχιστα ἐκεῖ καὶ τελικό της
λιμάνι θὰ εἶναι ὁ Πειραιᾶς, στὸν ὁποῖο μετοικεῖ τὸ 1921, ὅταν ὁ Νίκος εἶναι μόλις 11 ἐτῶν. Στὸν Πειραιᾶ ὁ ποιητὴς τελειώνει Δημοτικὸ καὶ Γυμνάσιο. Μαθητὴς ἀκόμη τοῦ δημοτικοῦ, γράφει τὰ πρῶτα του ποιήματα. Τὸ 1928 ἔδωσε ἐξετάσεις στὴν Ἰατρικὴ Σχολὴ ἀλλὰ τὴν ἴδια χρονιὰ ἀρρώστησε βαριὰ ὁ πατέρας του καὶ ἀναγκάστηκε νὰ δουλέψει. Τὸ 1929 μπαίνει ὑπάλληλος σὲ ἕνα ναυτικὸ γραφεῖο. Ἀντέχει μόνο λίγους μῆνες νὰ βλέπει τοὺς ἄλλους νὰ ταξιδεύουν. Τὰ καράβια κι ἡ θάλασσα εἶναι τὸ ὄνειρό του. Τὸν ἑπόμενο χρόνο, ἀμέσως μετὰ τὸ θάνατο τοῦ πατέρα του, μπαρκάρισε ναύτης στὸ φορτηγὸ Ἅγιος Νικόλαος καὶ γιὰ μερικὰ χρόνια συνεχίζει νὰ φεύγει μὲ τὰ φορτηγά, γυρίζοντας
πίσω μονίμως ταλαιπωρημένος καὶ ἀδέκαρος... Ἡ ἀνέχεια τὸν κάνει ν᾿ ἀποφασίσει νὰ πάρει τὸ δίπλωμα τοῦ ἀσυρματιστῆ. Στὴν ἀρχὴ σκεφτότανε νὰ γίνει καπετάνιος, μὰ τὰ χρόνια εἶχαν περάσει, τὰ εἶχε φάει ἡ λαμαρίνα, καὶ τὸ δίπλωμα τοῦ ἀσυρματιστῆ ἦταν ὁ μόνος σύντομος καὶ ἀξιοπρεπὴς δρόμος γιὰ τὰ καράβια. Παίρνει τὸ δίπλωμά του τὸ 1939, ἀλλὰ ἀντὶ νὰ μπαρκάρει βρίσκεται
στρατιώτης στὴν Ἀλβανία καὶ κατόπιν ξέμπαρκος στὴν Ἀθήνα μὲ τὴν γερμανικὴ Κατοχή. Μόλις
τελείωσε ὁ
πόλεμος, τὸ
1944, ξαναμπαρκάρει, ἀδιάκοπα
πιά,ὡς ἀσυρματιστής, γυρίζοντας ὅλο τὸν κόσμο, ὡς τὸ Νοέμβριο τοῦ 1974. Ἔτσι εἶχε τὴν εὐκαιρία νὰ γυρίσει ὅλο τὸν κόσμο καὶ νὰ γνωρίσει τὶς ἀνοιχτὲς θάλασσες, τὰ ἐξωτικὰ λιμάνια καὶ νὰ ἀντλήσει ἀπὸ τὶς ἄμεσες ἐμπειρίες τοῦ τὸ ὑλικὸ γιὰ τὴν ποίησή του. Ἐπιστρέφοντας ἀπ᾿ τὸ τελευταῖο του ταξίδι κι ἐνῶ ἑτοίμαζε τὴν ἔκδοση τῆς τρίτης συλλογῆς τοῦ πέθανε ξαφνικὰ ἀπὸ ἐγκεφαλικὸ ἐπεισόδιο στὶς 10 Φεβρουαρίου τοῦ 1975. Τρεῖς μῆνες ἄντεξε μακριὰ ἀπὸ τὴ θάλασσα.
Ὁ Νίκος Καββαδίας εἶναι ἴσως ὁ μόνος ποὺ ἀξίζει
τὸν
χαρακτηρισμὸ τοῦ ἀπόλυτα βιωματικοῦ στὴν ποίησή του. Μιλάει
πάντα γιὰ τὰ καράβια ποὺ ἔζησε, τοὺς ναυτικοὺς ποὺ γνώρισε, τοὺς ἔρωτες, τοὺς καυγάδες καὶ τοὺς θανάτους στὰ λιμάνια, μὲ τὴν γλώσσα τῶν καραβιῶν, ἀλλὰ καὶ κάποιους ἰδιωματισμοὺς τῆς Κεφαλλονιᾶς, νὰ μπλέκονται στὰ γνήσια λαϊκὰ ἑλληνικά του. Ὁ ἔρωτάς του γιὰ τὰ ταξίδια καὶ τὴ θάλασσα, πάθος τρομερό, σχέση ἀγάπης καὶ μίσους, ὁ ἴδιος ἔρωτας ποὺ τὸν ὁδήγησε νὰ μπαρκάρει μικρός, μόλις 19 ἐτῶν, ἀφήνοντας τὴν σίγουρη δουλειὰ τοῦ ναυτικοῦ γραφείου, εἶναι ὁρατὸς σὲ κάθε στίχο του, καὶ τόσο δυνατὸς ποὺ διαπερνᾶ τὸν ἀναγνώστη, τὸν κάνει νὰ ξεχάσει τὶς ἄγνωστες λέξεις καὶ τοὺς ναυτικοὺς ὅρους, καὶ νὰ συνεπαρθεῖ ἀπόλυτα ἀπὸ τὴν ἀλήθεια τοῦ λόγου τοῦ ποιητῆ. Ἀπὸ παιδὶ ἔνιωσε ἀκατανίκητη ἕλξη γιὰ τὴ θάλασσα γι᾿ αὐτὸ καὶ ἔγινε ναυτικός. Τὰ ποιήματά του ἔχουν ἔχουν πλαίσιο τὴ θάλασσα καὶ θέμα τὴ σκληρὴ ζωὴ τῶν ναυτικῶν. Ὡστόσο γιὰ τὸν Καββαδία, ποὺ εἶναι ἰδανικὸς ἐραστὴς «τῶν μακρυσμένων θαλασσῶν καὶ τῶν γαλάζιων πόντων», ἡ θάλασσα εἶναι ἕνας μαγικὸς κόσμος. Ἀπὸ αὐτὴ ἀντλεῖ δύναμη καὶ ἀγάπη γιὰ τὸν ἄνθρωπο.
Ὁ
Νίκος Καββαδίας ἄφησε
πολὺ
λίγα πίσω του, μόλις τρεῖς
ποιητικὲς
συλλογές, ἕνα
μυθιστόρημα καὶ
τρία μικρὰ
πεζά.
Ταπεινὰ
παρουσιάστηκε στὰ ἑλληνικὰ γράμματα, κι ἡ ταπεινότητά του αὐτή, μαζὶ μὲ τὴν μελοποίηση πολλῶν ποιημάτων του, τὸν ἔφερε κοντὰ στὴ μεγάλη πλειοψηφία τῶν Ἑλλήνων, κάνοντάς τον ἕναν ἀπὸ τοὺς πιὸ δημοφιλεῖς μας ποιητές, δυστυχῶς μετὰ τὸν θάνατό του. Τὴν ποιητική του ἐμφάνιση πραγματοποιεῖ τὸ 1933 μὲ τὴ συλλογὴ «Μαραμπού». Τὸ 1947 κυκλοφορεῖ τὸ δεύτερο ποιητικό
του ἔργο
«Πούσι».
Τὸ
1975, λίγο μετὰ τὸ θάνατό του κυκλοφόρησε ἡ τρίτη καὶ τελευταία ποιητικὴ
συλλογὴ τοῦ «Τραβέρσο». Ἔγραψε κι ἕνα
σύντομο μυθιστόρημα ἀπὸ τὴ ζωὴ τῶν ταξιδεμένων Ἑλλήνων, τὴ «Βάρδια» (1954). Τὰ μικρὰ πεζὰ «Λί», «Τοῦ πολέμου» καὶ «Στὸ ἄλογό μου» κυκλοφόρησαν τὸ 1987. Τὸ «Λὶ» γυρίστηκε σὲ κινηματογραφικὴ ταινία τὸ 1995 μὲ τίτλο «Between the Devil and the Deep Blue Sea». Τὸ σύνολο τοῦ ἔργου τοῦ Νίκου Καββαδία κυκλοφορεῖ ἀπὸ τὶς Ἐκδόσεις «Ἄγρα».
Ο
ανθρωποκεντρισμός της ποίησης του Ν. Καββαδία
«Ο Νίκος Καββαδίας γράφει με έναν αφοπλιστικό τρόπο, η
γραφή του
δημιουργεί
ένα κλίμα υποβλητικό,
η σκηνοθεσία των τόπων-σταθμών στα
λιμάνια, αλλά και οι περιγραφές και
αφηγήσεις από τη ζωή στο καράβι σαγηνεύουν τον αναγνώστη, καθώς ο ποιητής ιστορεί
μικρά και μεγάλα, ατομικά και συλλογικά γεγονότα δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα νεορρομαντικού ρεμβασμού και
ονείρου με στοιχεία αυθεντικού ρεαλισμού. Η ποιητική του γλώσσα15 είναι πολυφωνική—ναυτική γλώσσα
και ξενόγλωσσες φράσεις —,έτσι όπως ταιριάζει σε έναν κοσμοπολίτη και
εξωτικό ποιητή. Εκείνο, όμως, που διαπερνά την ποίησή του είναι η αγάπη και αγωνία του για τον άνθρωπο, για
τον ναυτικό και τα βιώματά του, για τον κάθε ταπεινό άνθρωπο. Πρόκειται για
έναν ανθρωποκεντρισμό χωρίς φύλο, φυλή
και χρώμα, στο έργο του παρελαύνουν άνθρωποι κάθε φυλής και κοινωνικού επιπέδου
με τα ήθη και έθιμά τους, χωρίς καμία προκατάληψη, πρόκειται, δηλαδή, για
μια διαπολιτισμική και οικουμενική διάσταση του έργου του […]. Χαρακτηριστικός
είναι και ο τρόπος με τον οποίο ο ποιητής δίνει τα πορτραίτα των ποιητικών του προσώπων, δηλαδή δεν τα παρουσιάζει
μόνον φωτογραφικά, αλλά και ηθογραφικά, π.χ. “Θυμάμαι, ως τώρα να ’τανε, το
γέρο παλαιοπώλη,/ όπου έμοιαζε με μιαν παλιάν ελαιογραφία του Γκόγια”
(Μαραμπού,σελ. 20)».
(Αργυροπούλου Χρ., 2006, Ανθολογημένη ποίηση στο
Γυμνάσιο και το Λύκειο Αθήνα:
Ταξιδευτής,
σελ. 148-149)
Το «ανοιχτό»
ποίημα
«—Νίκο, τι νομίζεις, μπορεί να ερμηνεύσει κανείς ένα
ποίημα; —Όχι.
Ένας καλός ποιητής δεν μπορεί. Ένας κακός μπορεί. —Ο
αναγνώστης; —
Αυτός είναι ελεύθερος να δώσει όσες ερμηνείες θέλει, ή
όσες νομίζει, όμως
φοβάμαι πως θα ’ναι όλες παρακινδυνευμένες. —Γιατί;
—Γιατί θα του λείπουν, θα του διαφεύγουν άπειρες πληροφορίες και άπειρα
στοιχεία, που διαφεύγουν, άλλωστε, κατόπιν και στον ίδιο τον δημιουργό. Κάτω
από ποιες
συνθήκες έγραψε; Άντε βρες άκρη […] τι να εξηγήσει (ο
δημιουργός) και τι
να ερμηνεύσει, την άβυσσό του; Σε κάθε περίπτωση
πάντως, ένα ποίημα είναι
ανοιχτό σε οτιδήποτε ερμηνείες. Επιτρέπει κάθε είδους
ελευθερία στον
αναγνώστη του».
(Κασόλας Μ., 2004, «Συζήτηση με τον ποιητή του Μ.
Κασόλα», Ν.
Καββαδίας,
Γυναίκα-Θάλασσα-Ζωή, Αθήνα: Καστανιώτης, σελ.
53-54).
Το «Πούσι» του Καββαδία:
Ένα ανθρώπινο τοπίο
«Ο κόσμος είναι γοητευτικός γιατί υπάρχουν άνθρωποι
[…]. Έτσι μέσα
στο Πούσι του Καββαδία το ανθρώπινο τοπίο είναι στο πρώτο πλάνο
και το φυσικό τοπίο στο πλαίσιο[…]».
(Κόρφης Τ., 1994, «Ασημ. Πανσέληνου, κριτική για το Πούσι, περ. Ελεύθερα
Γράμματα, αριθμ.61, 1946, σελ.61»,
Ν. Καββαδίας, Αθήνα: Πρόσπερος, σελ.
146)
Το μετρικό
σύστημα στο «Πούσι» του Καββαδία
«“Στο Πούσι ακολουθείται απόλυτα η πιο σφιχτή παραδοσιακή μετρική”
γράφει ο Αργυρίου. “Ρίμες πλεκτές (αβαβ) ή σταυρωτές (αββα) αποκλειστικά,
τη μόνη
ελευθερία που έχουν είναι να υπάρχουν κάποτε στο ίδιο ποίημα
εναλλασσόμενες
χωρίς νόμο.
Και είναι περίεργο, διότι
όταν όλη η άλλη ποιητική πρωτοπορία (της
γενιάς του ’30, στην οποία ουσιαστικά ανήκει) αναζητώντας
το
καινούργιο καταλήγει στον ελεύθερο στίχο, εκείνος υποχωρεί
στον άψογο
μετρικά στίχο”.
Κάτι ανάλογο έκαναν, ως προς τη γλώσσα, τόσο ο Εγγονόπουλος όσο και ο
Εμπειρίκος […]».
(Καλοκύρης, Δ., 2004, Χρυσόσκονη στα γένια του Μαγγελάνου, Νίκος Καββαδίας,
Αθήνα:
Άγρα, 2η, σελ. 46)
Πούσι (Κ.Ν.Λ.,
σελ. 244)
Διδακτικές
επισημάνσεις από το βιβλίο του εκπαιδευτικού
Επιδιώκεται οι μαθητές:
• Πρωτίστως να
απολαύσουν το ποίημα, είτε μέσα από τη μουσική είτε με
την ανάγνωση.
• Αφού οικειωθούν το κείμενο, να παρουσιάσουν τα στοιχεία ποιητικής
του Καββαδία (εικόνες,
θάλασσα, χαρακτήρες κ.ά.). Ιδιαίτερα να
συζητηθεί
ο ρόλος της γυναικείας
οπτασίας.
• Με κατάλληλους διδακτικούς χειρισμούς οι μαθητές
είτε ανά ομάδες είτε
όλοι ως άτομα να
διερευνήσουν το ποιητικό πλαίσιο —πραγματικό και
φανταστικό— και να
το συζητήσουν στην τάξη (σκηνική διάρθρωση και θαλασσινή γεωγραφία).
• Να σχολιάσουν
τη λειτουργία των αντιθέσεων (στεριά vs θάλασσα, ερχομός vs φυγή) και τον
τρόπο ανάδειξης των εικόνων.
. Επίσης να γίνει συζήτηση για τη γλώσσα του Καββαδία, για τη στίξη
και για την εξωτερική μορφή του
ποιήματος, καθώς όλα αναδεικνύουν τη στενή σχέση μορφής και περιεχομένου.
• Αφού εστιαστεί η προσοχή στην τελευταία στροφή, να σχολιαστεί με
όλες της τις
προεκτάσεις.
• Αφού γίνει η ανάγνωση του ποιήματος, οδηγούνται οι
μαθητές στη με-
λέτη των εξωκειμενικών στοιχείων, π.χ. εργοβιογραφικά του ποιητή, ένταξη
στο
λογοτεχνικό ρεύμα
κ.ά. με στόχο να γίνει ευκολότερα η ερμηνεία του
ποιήματος.
(σύντομη ανάλυση)
Νόημα
Νόημα
O ποιητής μας
παρουσιάζει στην αρχή το καράβι να πλέει μέσα στο πούσι και μια
γυναίκα να τον επισκέπτεται
απρόσμενα στην τιμονιέρα. Η αγαπημένη του είναι ντυμένη στα άσπρα, αλλά είναι
βρεγμένη από τη θάλασσα και με τα μαλλιά της μπορεί κανείς να πλέξει σκοινί.
Ήταν λογικό όμως να βραχεί. Τέτοια εποχή βρέχει πάντα στον κόλπο του Πηγάσσο. Ο
θερμαστής, έχοντας ακουμπήσει τα πόδια του στις καδένες του πλοίου, τους
παραμόνευε. Συμβουλεύει λοιπόν την αγαπημένη του να μην κοπάζει ποτέ τις
κεραίες του πλοίου την ώρα της τρικυμίας, γιατί θα ζαλιστεί. Επανέρχεται όμως
στην πραγματικότητα, αποδιώχνει το όνειρο και αποφασίζει να αντιμετωπίσει με
μεγαλύτερη αποφασιστικότητα τους κινδύνους της θάλασσας.
Περιεχόμενο
ενοτήτων
1η ενότητα: Ο ποιητής μας παρουσιάζει μια εικόνα πραγματικά ονειρική. Το πλοίο
ταξιδεύει, «χαμένο» μέσα στο πούσι. Η νύχτα και η απεραντοσύνη της θάλασσας και
του ουρανού
δημιουργούν συνθήκες τέτοιες που οδηγούν αναπόδραστα την ευαίσθητη ψυχή του
ποιητή - ναυτικού - σε ονειροπόληση και περισυλλογή.
Έτσι, ο ποιητής
ζωντανεύει την εικόνα της αγαπημένης του. Η παρουσία της ήταν
ξαφνική, γεγονός
που δηλώνει πως για πολύ ώρα βρισκόταν στην κατάσταση
της
ονειροπόλησης.
2η ενότητα: Στην ενότητα αυτή ο ποιητής τονίζει αρχικά πως η παρουσία της γυναίκας, της
αγαπημένης του, τον γεμίζει χαρά. Έτσι, φαντάζεται να πλέκει τα μαλλιά της, για
να δείξει την αμέτρητη αγάπη του σε αυτήν αλλά και τη μεγάλη νοσταλγία που
νιώθει γι’ αυτήν. Όμως, δεν μπορεί να μείνει πιστός στο όραμά του. Η ζωή του
είναι ιδιαίτερα δύσκολη και οι κίνδυνοι παραμονεύουν παντού. Γι’ αυτό και
αναφέρεται στις δύσκολες καιρικές συνθήκες αλλά και σε κάποια μικροπεριστατικά
της καθημερινής ζωής.
Επανέρχεται
όμως, στην αγαπημένη του και δείχνει πάλι τη νοσταλγία που νιώθει
γι’ αυτήν, αλλά
και την τρυφερότητά του, καθώς τη συμβουλεύει να μην κοιτάζει
τις αντένες
μέσα στην τρικυμία, γιατί θα ζαλιστεί.(Απάντηση 1ης ερώτησης)
3η ενότητα: Όσο δύσκολη όμως και αν είναι η ζωή των ναυτικών έχει ξεχωριστό ενδιαφέρον
και δε συγκρίνεται με τη ζωή των στεριανών που είναι γεμάτη φόβους
και μικροχαρές,
χωρίς περιπέτειες. Προτιμά λοιπόν τη ζωή στη θάλασσα, έστω
κι αν αυτή
είναι δύσκολη, γεμάτη κινδύνους και δυσκολίες. Έτσι, διώχνει μακριά
την οπτασία του
για να μείνει μόνος του στη θάλασσα, έστω κι αν κινδυνεύει
εκεί από τον
καιρό ή από τα γερμανικά πολεμικά πλοία.
Ίσως όμως ο
φόβος του να σχετίζεται με κάποια ερωτική περιπέτεια που δεν ήταν
σίγουρη και του
δημιουργούσε φόβους και προσπαθούσε να την απομακρύνει
από τη σκέψη
του. Σύμφωνα με τη Σφαέλλου, «ο Καββαδίας αποτυπώνει τα αισθήματα τα δικά του
και συγχρόνως την ψυχική κατάσταση χιλιάδων θαλασσινών· τη μοναξιά, το
ονειροπόλημά τους για μια ζεστή ανθρώπινη παρουσία, τις αναμνήσεις τους από
κάποιο αγαπητό πρόσωπο. Από το όνειρό του ο ποιητής συνέρχεται με τις
βλαστήμιες του ναύκληρου, επειδή η τρικυμία τους καθυστερεί. Έτσι ο ποιητής
διώχνει μακριά την αγαπημένη παρουσία, ξαναγυρίζοντας στη μοναξιά, την πλήξη
και την αγωνία των μακρινών ταξιδιών, στα απόμακρα νησιά του Ειρηνικού».
Τα γνωρίσματα της ποίησης του
Γνωρίσματα περιεχομένου
Γνωρίσματα περιεχομένου
·
θεματογραφία: αντλεί τα θέματά του από τη ζωή των
ναυτικών, από τη ζωή στα πλοία,στα εξωτικά λιμάνια, τις περιπέτειες και τους
κινδύνους της θάλασσας.
Γνωρίσματα μορφής
·
Γλώσσα: δημοτική με ναυτικούς όρους
·
Ύφος:απλό, λιτό, ζωντανό
·
Εικόνες: ρεαλιστικές π χ. ο θερμαστής με τα πόδια στις καδένες.
Λυρικές-Φανταστικές π χ. τα μαλλιά της γυναικείας μορφής, που πλέκονται
''σαλαμαστρα' Υπερρεαλιστικές: π χ.
ο ποιητής που μιλάει πεθαμένος
·
Συμβολισμός
Η ζωή των ναυτικών
·
η νοσταλγία για
αγαπημένα πρόσωπα
·
τα ανθυγιεινά κλίματα
και οι κακές καιρικές συνθήκες
·
οι άσχημες ,
τις περισσότερες φορές, σχέσεις των μελών του πληρώματος
·
η νοσταλγία για
τα πρόσωπα της οικογένειάς τους
·
τα πολύ μακρινά
ταξίδια και οι κίνδυνοι
·
ο φόβος του
ναυαγίου
Τα πραγματικά και τα εξωπραγματικά στοιχεία
Τα πραγματικά: εικόνες από το πλοίο, το ταξίδι, τον καιρό
Τα εξωπραγματικά: η οπτασία, ο ποιητής που μιλάει χωρίς να είναι ζωντανός
Η χρονική βαθμίδα:
·
Δύο χρονικά
επίπεδα: παρόν: (βρέχει, πλέκω), παρελθόν: (ήρθες, έφτασες)
·
η χρονική σειρά
των γεγονότων: (στ1, στ. 19, στ. 18-19, στ. 5 κε.)
·
το παρόν
αναφέρεται στους στ. (18-20)
Η οπτασία και η
στάση του ποιητή
Η οπτασία είναι γυναικεία μορφή, βρεγμένη, με λευκά ρούχα και μακριά μαλλιά. 'Ερχεται και στέκεται στην τιμονιέρα του πλοίου.
Ο ποιητής νιώθει τρυφερή αγάπη απέναντι στη γυναικεία μορφή, ωστόσο τη διώχνει γιατί δεν ταιριάζει στο περιβάλλον του
Οι πραγματικές καταστάσεις
Η οπτασία είναι γυναικεία μορφή, βρεγμένη, με λευκά ρούχα και μακριά μαλλιά. 'Ερχεται και στέκεται στην τιμονιέρα του πλοίου.
Ο ποιητής νιώθει τρυφερή αγάπη απέναντι στη γυναικεία μορφή, ωστόσο τη διώχνει γιατί δεν ταιριάζει στο περιβάλλον του
Οι πραγματικές καταστάσεις
·
το πλοίο
ταξιδεύει από την Αυστραλία στη Χιλή
·
βρίσκεται κοντά
στη Ν. Ζηλανδία
·
ο καιρός είναι κακός
και επικρατεί ομίχλη
·
ο ποιητής
βρίσκεται στην τιμονιέρα
·
ο ναύκληρος
βρίζει τον καιρό
·
βρισκόμαστε στο
έτος 1940 στο β' παγκόσμιο πόλεμο και οι δυνάμεις του άξονα βυθίζουν εμπορικά
πλοία
·
ο ποιητής
προτιμά να χτυπηθεί από τορπίλη "από το φοβάται και να καρτερεί"
Υπερρεαλισμός
·
λογοτεχνικό
ρεύμα του μεσοπολέμου
·
επηρέασε τη
νεότερη ποίηση
·
το περιεχόμενο
του είναι ο κόσμος του υποσυνείδητου
·
στηρίζεται στο
σύστημα της αυτόματης γραφής
·
προβάλλει
εικόνες και γεγονότα χωρίς λογική συνοχή, όπως αυτά εμφανίζονται στα όνειρά μας
Παράλληλο
κείμενο
Εμπειρίκος, Γραπτά
«Σταθεροποιημένος στη θέσι αυτή, ύψωσα το βλέμμα μου
και έμεινα
άναυδος. Είχα αντικρύσει την ξύλινη γοργόνα του
καραβιού […]. Ήτο μια
κόρη εκπάγλου καλλονής ετούτη η γοργόνα[…]. Η γοργόνα
ανέπνεε! […] Η
ωραία γοργόνα δεν ήτο ξύλινη. Ήτο ζωντανή, […]. Τότε,
με μιας, κατάλαβα
γιατί ποθούσα τόσο το θηλυκό καράβι. […] “Αφροδίτη!”
φώναξα έξαλλος
[…]. Η γοργόνα έσκυψε το κεφάλι της προς εμέ και είπε:
“Όχι Αφροδίτη…
Μανταλένια” […]. Παρατώντας τα κουπιά, ανέβηκα στην
τραβέρσα της βάρκας
και με ένα σάλτο, […] πήδηξα και βρέθηκα γαντζωμένος
στην ζωντανή
γοργόνα, […] “Σηκώστε τις άγκυρες!”».
(Εμπειρίκος
Ανδρέας, 1980, Γραπτά, Αθήνα: Άγρα)
Γ.
ΣΑΡΑΝΤΑΡΗΣ
–Διάβασα εχθές στην εφημερίδα ότι πέθανε αυτός ο
ποιητής που είχε έρθει από την Ιταλία
– πώς τον λέγανε να δεις; Γιώργο Σαραντάρη. Τον είχες
γνωρίσει; Πώς ήταν;
–Ήταν περίεργος
άνθρωπος, απλός, πολύ μοναχικός και εσωστρεφής. Έδινε πολλή αγάπη, χωρίς όμως
να παίρνει ποτέ πίσω, κι αυτό ήταν μια ζωή και το μόνο του παράπονο! Του
αρκούσε να ζει με λίγα χρήματα, διάβαζε και έγραφε συνέχεια. Ένας καρτερικός
και ήσυχος άνθρωπος που συγχωρούσε τους πάντες, όσο άσχημα κι αν του φέρονταν,
και που παρ’ όλες τις δυσκολίες που πέρασε κατάφερε να παραμείνει χαρούμενος
και αισιόδοξος. Είναι ένας ποιητής που κατά τη γνώμη μου είναι πρωτότυπος.
Τα ποιήματά του εκφράζουν με εντυπωσιακό τρόπο τα συναισθήματά του και το
χαρακτήρα του.
–Έμαθα ότι έχει δημοσιεύσει τέσσερiς ποιητικές
συλλογές, βιβλία φιλοσοφίας, έκανε μεταφράσεις, έγραφε κριτικές σε όλα τα
σύγχρονα περιοδικά στην Ελλάδα, αλλά μέχρι πριν από μερικά χρόνια έγραφε μόνο
στα ιταλικά και στα γαλλικά.
–Ναι, γιατί από μικρός ζούσε στην Ιταλία και μάθαινε
γαλλικά από τη γκουβερνάντα του. Έτσι αυτές οι δυο ήσαν σα μητρικές του
γλώσσες, τις μιλούσε και τις αγαπούσε από μικρός. Άλλωστε ζούσε στην Ιταλία.
Έτσι οι άνθρωποι εκεί καταλάβαιναν τι έλεγε. Ακόμα διάβαζε και ήταν ιδιαίτερα εξοικειωμένος την ιταλική και τη
γαλλική λογοτεχνία και όχι τόσο στην ελληνική, γιατί δεν την είχε διδαχθεί. Ήταν
λοιπόν φυσικό να γράψει κι αυτός λογοτεχνία πρώτα σ’ αυτές τις γλώσσες.
- Νομίζω ότι εύκολα θα έκανε κανείς και τη δική του
ζωή μυθιστόρημα.
–Έχεις δίκιο!
Θα ήταν ιδανικό πρόσωπο για να γράψουμε ένα μυθιστόρημα. Η ζωή του είχε πολλές
ανατροπές και ο χαρακτήρας του είναι πολύ ενδιαφέρων. Ας μαζέψουμε στοιχεία για
το «έργο μας», για να δούμε αν μπορούμε να κάνουμε κάτι.
–Λοιπόν τι βρήκες;
–Πολλά και ενδιαφέροντα πράγματα που μου έκαναν μεγάλη
εντύπωση. Γεννήθηκε, έζησε και μεγάλωσε
σε διαφορετικές χώρες και τόπους, είχε ουσιαστικά δύο πατρίδες, την Ελλάδα και
την Ιταλία. Κι αυτός και η οικογένειά του συνδέονταν με πολλές χώρες και
πόλεις: Με την Ελλάδα, τον Πειραιά όπου έμεινε μέχρι τα τέσσερα και την Αθήνα
όπου έζησε όταν γύρισε πίσω, την Τσακωνιά και το Λεωνίδιο απ’ όπου καταγόταν ο
πατέρας του, την Κωνσταντινούπολη όπου ζούσε η μητέρα του και γεννήθηκε κι ο
ίδιος, την Ιταλία, τη Μπολόνια όπου μεγάλωσε, τη Ματσεράτα όπου τελείωσε το
Πανεπιστήμιο, το Μονταππόνε όπου περνούσε τα καλοκαίρια και τα τελευταία χρόνια
της ζωής του στην Ιταλία. Ακόμα με τη Γαλλία γιατί η γκουβερνάντα του του
μάθαινε γαλλικά και είχε μεταφράσει πολλά βιβλία από τα γαλλικά, και με την
Αλβανία, όπου πολέμησε. Δεν έμαθε ελληνικά στο σχολείο αλλά τα έμαθε άπταιστα
μόνος του, μιλούσε τέσσερεις γλώσσες, πράγμα σπουδαίο για την εποχή μας, έγραψε
έργα σε ξένη γλώσσα και μετέφραζε σε τόσες γλώσσες. Μου έκανε ακόμα εντύπωση
ότι κατάφερε να γίνει γνωστός ποιητής ενώ ήταν μέτριος μαθητής. Είχε πολύ καλά
και χαρούμενα παιδικά χρόνια ενώ στη συνέχεια δεν είχε λεφτά, όταν πτώχευσε ο
πατέρας του. Όλοι τον θεωρούσαν διαφορετικό. Φορούσε γυαλιά, ήταν πάντα
ευγενικός, γλυκός. Αλλά οι περισσότεροι τον κορόιδευαν για την εμφάνισή του. Επίσης, όπως λέει η αδελφή του, ήταν
στον δικό του κόσμο. Η ζωή του ήταν πολύ δύσκολη και απαιτητική και γινότανε
περίγελος στους άλλους, λόγω εμφάνισης και χαρακτήρα. Ήταν πολύ μόνος για πολλά
χρόνια. Έφυγε για την Ελλάδα χωρίς την οικογένειά του. Αν και ήταν πολύ
κοινωνικός, δεν είχε καλή κοινωνική ζωή. Οι γονείς του δεν τον υποστήριζαν σ’
αυτό που έκανε, τον έβριζαν και τον έλεγαν τεμπέλη επειδή ήταν συγγραφέας και
δεν είχε άλλη δουλειά. Καμιά γυναίκα δεν τον ήθελε. Το τέλος της ζωής του ήρθε
μετά από μεγάλη ταλαιπωρία. Παρ’ όλ’ αυτά, ήταν ένας άνθρωπος ευαίσθητος,
ευγενικός και ρομαντικός. Δεν κρατούσε κακία σε κανέναν, ούτε καν στους ίδιους
τους γονείς του. Τους έστελνε μάλιστα γράμματα για να τους κάνει περήφανους και
να τους δείξει πόσο τους αγαπούσε. Βοήθησε πολλούς σημαντικούς ανθρώπους, όπως
τον Οδυσσέα Ελύτη, πήγε στο να πολεμήσει στο αλβανικό μέτωπο και δεν δίστασε
ούτε στιγμή, αν και ήταν αδύναμος και ασθενικός. Στο μέτωπο μοιραζόταν το φαΐ
του με τους άλλους. Δεν είπαν στη μητέρα του ότι πέθανε, για να μην τη
στενοχωρήσουν. Πέθανε πολύ νέος, και παρότι όλοι τον κορόιδευαν και οι γονείς
του τον κατηγορούσαν συνεχώς για τη ζωή του τα ποιήματά του ήσαν χαρούμενα.
Τέλος ήταν ο πρώτος που εμφύτευσε τον μοντερνισμό από το εξωτερικό στα ποιήματά
του, με αποτέλεσμα πολλοί να αντιδράσουν εναντίον του. Λες να γίνει
διάσημος σε μερικά χρόνια; Για να δούμε.
–Έχεις πάρα
πολλά στοιχεία για να φτιάξεις το «χαρακτήρα» του μυθιστορήματός σου!
–Α, ξέχασα να σου πω, πριν από λίγες μέρες η αδελφή
του μου έδωσε και το ημερολόγιό του με σκέψεις του και ποιήματά του. Θες να σου
διαβάσω μερικές σελίδες;
–Και βέβαια!
Montappone, 16/11/1930
Η Αυλή Έχω
την αίσθηση πως ό,τι υπήρξε όμορφο στην παιδική μου ηλικία έγινε μέσα σε μια
αυλή – μια στοά με τέσσερις καμάρες μπροστά στο σπίτι όπου έμενα, που κάποτε
ήταν μοναστήρι. Ξαναβλέπω τα γειτονόπουλα, προσπαθώ να ξαναζήσω την ξέφρενη
χαρά πούχαν εκείνα τα τρεξίματα, εκείνα τα ανέμελα παιχνίδια. Μάταια όμως! Δε
μπορώ να μαζέψω από εκείνη την εποχή τίποτα που να με ξαναφέρει στον τότε μου εαυτό:
μαζεύω μονάχα απόηχους κάποιας αλόγιστης τρελής χαράς που υψώνονται και
χάνονται σ’ ένα ουρανό γαλάζιο και γεμάτο σύννεφα. (…) Έχουμε εγκατασταθεί πια
στο αρχοντικό του Montappone. Εδώ είναι ωραία, αλλά δε θα ξεχάσω ποτέ το σπίτι
μας στη Bologna. Θυμάμαι τα όμορφα παιδικά μου χρόνια, που πέρασαν ανέμελα και
χαρούμενα. Τώρα ήρθαν η φτώχεια και οι δυσκολίες.
Αθήνα,
10/10/1933
Ψυχή
Συνείδηση φανέρωμα συγκίνησης περιπαίζεις την ύπαρξη Οι αγάπες του χρόνου
συχνάζουν τα τοπία σου τρέμεις στα φύλλα τού είναι γεμίζεις το σύμπαν δεν
ξέρεις φυγή ποθείς ταξίδια Στις πλάτες σου φτερουγίζει ο κόσμος Μόλις
κυκλοφόρησε η πρώτη μου συλλογή. Τη λένε Οι αγάπες του χρόνου. Τα ποιήματα
είναι όλα στα ελληνικά. Νιώθω σα να χω ’φτερά και ν’ ανεβαίνω ψηλά, κουβαλώντας
στις πλάτες μου όλο τον κόσμο. Παλιά φαντάζονταν τις ψυχές, ιδίως των μικρών
παιδιών, σαν πουλιά.
Αθήνα, 20/7/1934
Αιώνες Μακριά
απ’ την κοσμογονία με παρατήσανε μοναχό σαν πτώμα ή κτήνος Και περάσανε οι
μέρες πάνω μου στάχτη φέρνοντας και καπνό Περνούσανε, κι από τον ύπνο όπου
επνιγόμουνα, έβλεπα τα θολά τραγούδια τα δάκρυα που είχαν γίνει ουρανός και τη
σιωπή του χρόνου. Νιώθω τόσο μόνος.
Αποζητάω τη συντροφιά των άλλων συνεχώς, αλλά κανείς δε με θέλει. Το βράδυ είδα
στον ύπνο μου ότι με είχαν παρατήσει μόνο μου μέσα στο χιόνι και τριγυρνούσα
απελπισμένος. Τι να σημαίνει άραγε αυτό το όνειρο;
Αθήνα,
26/7/1937
Να κοιμάσαι
νηστικός σε μια σοφίτα
Να είσαι ο
τεμπέλης του σπιτιού
Να γίνεσαι
σκουπίδι
Όταν
ανοίγεται ένα λερωμένο στόμα
Θα σηκώσω το γιακά
Για να φύγω
σαν ένας ληστής
Απ' το δικό
μου σπίτι
Θα κοιμηθώ στους δρόμους
Για να νιώσω
ολάκερη την πολιτεία
Να
τουρτουρίζει μαζί μου
Στο παλτό μου
έχω ένα λεκέ
Αλλά είναι
καιρός που δεν τον βλέπω
Θα το ξαπλώσω χάμω Και θα στρωθώ πάνω του
Να πιω λίγη
βραδιά
Στη γωνιά του
έρημου κήπου
Θα αιστανθώ
τη σελήνη
Όπως δεν αιστάνθηκα τίποτε
Στη ζωή μου
Θα την
αιστανθώ στα χείλη μου
Σαν ένα αχλάδι
Στα μάγουλα
Σαν άλλα
μάγουλα.
Δεν έχω δικό
μου σπίτι ούτε χρήματα. Όλοι με θεωρούν τεμπέλη και άχρηστο, ακόμα και η
οικογένειά μου. Θέλω να φύγω από δω, μακριά από τους δικούς μου, αλλά δεν έχω
πού να πάω. Θα ’θελα να στρώσω το παλτό μου έξω στο δρόμο και να κοιμηθώ εκεί,
κάτω απ’ το φως της Σελήνης. Μερικές φορές μου μοιάζει με κορίτσι και θέλω να
τη φιλήσω στο μάγουλο. Πάλι το ίδιο όνειρο. Έχω στρώσει το παλτό μου και
κοιμάμαι στα βουνά, μέσα στα χιόνια.
Αθήνα,
21/6/1938
Όλοι μου ρίχνουνε πέτρες
Δεν ξέρω πού να καταφύγω
Κι εσύ είσαι εκεί που χαμογελάς
Όλοι μου
ρίχνουνε πέτρες6 Γιατί δεν εργάζομαι
Αλλά κανείς
δεν μ’ έμαθε να εργάζομαι
Είναι μια τέχνη τούτη ζηλευτή!
Μονάχα τα
κοπρόσκυλα γαυγίζουν
Μονάχα τα
κοπρόσκυλα ζηλεύουν
Όποιον δεν
δουλεύει
Με χέρια και
ιδρώτα.
Όλοι με κοροϊδεύουν, ακόμα κι αυτοί που θεωρώ
φίλους μου, ακόμα κι εσύ που αγαπώ. Με κατηγορούν συνεχώς επειδή δεν εργάζομαι,
όπως όλοι. Δεν μπορώ όμως να κάνω κάτι που δεν μου αρέσει., ακόμα κι αν το
κάνουν οι άλλοι.
Αθήνα,
19/11/1938
Υπάρχουν
άνθρωποι που δεν έχουν αγαπήσει ποτέ, όπως εγώ, και όπως τα πετεινά τ’ ουρανού.
Άνθρωποι, που και κανείς δεν τους αγάπησε, και που για μια αγάπη θα πουλούσαν
τη ζωή τους, αν αγαπιόντουσαν θα μπορούσαν με ευκολία να μείνουν τσίτσιδοι, ή
να μη φοβηθούν το θάνατο. Κανείς δε με αγάπησε ποτέ, ενώ εγώ αγαπώ όλο τον
κόσμο. Ούτε κανένα απ’ τα κορίτσια που αγάπησα μου έδωσε ποτέ λίγη αγάπη. Έχω
τόση ανάγκη από αγάπη!
Τμήμα Β1: Ιωάννα-Μελιτίνη Ανδρουλάκη,
Έκτορας-Βασίλης Αποστόλου, Βασίλης Αυγέρης, Μενέλαος Αχείμαστος, Ηρακλής
Βασίλη, Χρήστος Βασίλη, Ανθή Βαφειάδη, Μαρίνα Βλαχογιάννη, Λίντια Βύσκα,
Δήμητρα Γεωργιάδη, Μάρθα Γεωργίου, Μαριάννα Γεωργούλια, Βασίλης Γιαννακόπουλος,
Τζωρτζίνα Γιάννη, Βασιλική Γιασλακιώτη, Ελευθερία Γκανά, Ευθύμιος Γούλας,
Κωνσταντίνος Γωνιωτάκης, Μάριος Δασκαλάκης, Φίλιππος Δασούλας, Βασίλης Δελάλης,
Λευτέρης Δεληπρίμης-Καρακώστας, Θεοδώρα Εξερτζή, Πολυξένη Ζήση, Γλαύκη
Καραχάλιου, Αγγελική-Εύκλεια Κουμελά, Νηρέας-Χρήστος Χαμπίδης Υπεύθυνη
καθηγήτρια: Ξένη
Σκαρτσή 2ο Π. Πειραματικό Γυμνάσιο Αθηνών
Έντυπη Έκδοση Ελευθεροτυπία,
Σάββατο 28 Ιουνίου 2014
Ποιητής με πνευματική
καθαρότητα
Γράφει ο ΣΩΤΗΡΗΣ ΓΟΥΝΕΛΑΣ συγγραφέας -
ποιητής
Εχω έρθει να σας μιλήσω για έναν σπάνιο άνθρωπο, ποιητή και φιλόσοφο
ονόματι Γιώργο Σαραντάρη. Εζησε μονάχα 33 χρόνια. Γεννήθηκε στην
Κωνσταντινούπολη αλλά αμέσως μετά η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στην Ιταλία,
στην Μπολόνια, όπου έμεινε μέχρι τα 22 ή 23 του και το υπόλοιπο της ζωής του το
πέρασε στην Ελλάδα, όπου ήρθε να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία. Τελικά
θα μπορούσαμε να πούμε ότι η ζωή του στην Ελλάδα κράτησε μια δεκαετία.
[…]
Πρέπει να πούμε ότι ο
Σαραντάρης θεωρούσε τις χριστιανικές
αλήθειες οικουμενικές και έβλεπε την εξέλιξη του ανθρώπου, του πολιτισμού,
γενικότερα της ζωής, να βασίζεται πάνω σε αυτές τις αλήθειες.
Στην Ιταλία, οι χριστιανικές αλήθειες είχαν από
καιρό πέσει σε λήθη, ή είχαν
παραμορφωθεί και αυτό ο Σαραντάρης το
διαπίστωσε μελετώντας βαθιά τη
Λογοτεχνία και προπαντός τη Φιλοσοφία, αλλά και το Δίκαιο, καθώς ήταν το
αίτημα του πατέρα του, το οποίο ο γιος φρόντισε να ικανοποιήσει.
Ο Σαραντάρης είναι...
ποιητής. Η ποίηση είναι η μόνη κατάσταση
που τον αφορά ολοκληρωτικά, τον κατέχει και αυτός ανταποκρίνεται σε αυτή
την κατοχή, σε αυτόν τον έρωτα, σε αυτή τη σχέση. Ομως, μέσαθέ της και διαμέσου
της περνά η αλήθεια της ζωής, η ροή της, η ομορφιά της, ο πόνος της και ακόμη η
συνύπαρξη με τους άλλους, η αγάπη του πλησίον, το άνοιγμα του κόσμου και της
ανθρωπότητας στο μέλλον.
[…]. Ο Οδυσσέας Ελύτης, αυτός ο άλλος Ελληνας ποιητής που γνωρίζετε, έλεγε αναφερόμενος στον Σαραντάρη: «Δεν
έχω γνωρίσει, θέλω να το διακηρύξω, μορφή πνευματικού ανθρώπου αγνότερη από τη
δική του. Απραγος, αδέξιος, ανίκανος για οτιδήποτε πρακτικό, ζούσε με το
τίποτε, και δεν του χρειαζότανε τίποτε άλλο έξω από την Ποίηση». (Οδ.
Ελύτη, Ανοιχτά χαρτιά, Ικαρος 1987, σ. 344).
Φαίνεται
πως από την εφηβεία του ήταν ήδη ώριμος, διάβαζε πολύ και μπορούσε να
περιγράψει πετυχημένα τον ψυχολογικό χαρακτήρα των φίλων του ή άλλων προσώπων που
συναναστρεφόταν, όπως μαρτυρεί το βιβλίο του «Οι γνωριμιές και η φιλία» (μετ.
Ζ. Λορεντζάτου, σημ. Σ. Σκοπετέα, εκδ. Ροδακιό 2008). Ερχόμενος από την Ιταλία και παρά τη νεαρή του ηλικία μπόρεσε να προβλέψει
το δρόμο που θα έπαιρνε η Ευρώπη στα χρόνια που θα έρχονταν και το μεταφυσικό
κενό που γρήγορα θα καταλάμβανε τους λαούς και τα κράτη, ένα κενό που ανάμεσα
στα άλλα οδήγησε στους δύο παγκόσμιους πολέμους και σήμερα στη λεγόμενη
«Οικονομία της Αγοράς», δηλαδή έναν τρόπο να ζεις για να αγοράζεις και να
καταναλώνεις.
Οντας άνθρωπος ιδιαίτερα προικισμένος, προέβλεπε την απώλεια της ποιητικής αίσθησης της ζωής και την
προσέγγιση ή ερμηνεία της ελευθερίας αποκλειστικά μέσα από ένα πλέγμα
πολιτικής, κοινωνίας και οικονομίας.
[…]
Αν μιλούσαμε λίγο για τη φιλοσοφική του όραση θα λέγαμε ότι ο Σαραντάρης επέμεινε κυρίως στη σημασία
της ανθρώπινης ύπαρξης και τη συναίσθησή της ως μεγάλης αξίας, ως μιας
ενέργειας απαραίτητης ώστε ο άνθρωπος να
μπορέσει να ζήσει αληθινά, ποιητικά, πνευματικά και υπεύθυνα. Είναι απόλυτα
προσανατολισμένος στην αναδημιουργία του ανθρώπου στη βάση της αγάπης, της
θυσίας και της Ανάστασης. Μας καλεί να κινηθούμε πέρα από την ηδονή, σε ένα
είδος υπέρβασης της φύσης και κάθε νατουραλισμού για να φτάσουμε στην πλήρη ακεραίωση μέσα στο Φως της Πίστης και της
Αγάπης.
Συνακόλουθα, μας καλεί να
εξέλθουμε από τον κόσμο των ιδεών και των θεωριών του δυτικού πολιτισμού
για να αντικρίσουμε θαρρετά και πραγματικά το γεγονός του θανάτου και την
υπέρβασή του. Να βρούμε μια προσωπική
σχέση με την ουσία της ζωής και του κόσμου, αλλά ακόμη και, θα έλεγα,
προπαντός, με τα μυστικά ρεύματα μέσα από τα οποία το μύχιο και εν πολλοίς
άβρετο εγώ μας ανεβαίνει στην επιφάνεια.
Το Σαραντάρη τον συνέδεε μια ερωτική φιλία με την ποιήτρια Μελισσάνθη. Το γράμμα αυτό είναι το τελευταίο που της έστειλε από το νοσοκομείο των Ιωαννίνων, πριν πεθάνει.
Γιάννενα 20/1/41
Αγαπητή μου φίλη,
Νοσηλεύομαι από βρογχίτιδα εδώ και λίγες μέρες. Δεν κατέχω, αν θα μείνω λίγο ή πολύν καιρό. ή αν ύστερα θα πάρω άδεια να έρθω στην Αθήνα ή όχι. Σ' ευχαριστώ, αν και πολύ καθυστερημένα, για τα γράμματά σου, που μου έκαναν πολύ καλό σε στιγμές που ένοιωθα τον εαυτό μου ολομόναχο.
Θα 'θελα να σ' έβλεπα, να κουβεντιάσω μαζί σου. Άλλοτε έκανες λάθος μεγαλώνοντας άλλους στα γράμματά σου, αυτή τη φορά έκανες λάθος μεγαλώνοντας εμένα. Αλλά, ας ελπίσουμε ν' ανταμώσουμε γρήγορα ο ένας τον άλλο, να σφίξουμε τα χέρια μας, ας ελπίσουμε πως θα έχουμε υγεία.
Γ. Σαραντάρης
Στρατ. Σαραντάρης Γεώργιος
Νοσοκομείον "Παιδαγωγικής Ακαδημίας"
Ιωάννινα
από το περιοδικό Ευθύνη, τχ. 234
Ιούνιος 1991
Γ. ΣΑΡΑΝΤΑΡΗ, ΔΕΝ ΕΙΜΑΣΤΕ ΠΟΙΗΤΕΣ ΣΗΜΑΙΝΕΙ
Ο Γιώργος Σαραντάρης θέλοντας να τονίσει τον εξαιρετικά σημαντικό ρόλο των ποιητών προσεγγίζει το θέμα του μέσω ενός αρνητικού ορισμού, παρουσιάζοντας έτσι, όχι ποια είναι τα χαρακτηριστικά του ποιητή, αλλά τι σημαίνει να μην είναι κάποιος ποιητής. Με την προσέγγιση αυτή η ιδιαίτερη προσφορά των ποιητών δίνεται με μεγαλύτερη έμφαση, καθώς ο αναγνώστης σε κάθε αρνητική διατύπωση αναζητά νοητά το αντίθετό της, για να σχηματίσει στη σκέψη του τον πλήρη ορισμό του ποιητή.
Όπως γίνεται αντιληπτό απ’ τις σκέψεις που καταγράφει ο Σαραντάρης οι ποιητές δε νοούνται πλέον ως πνευματικοί άνθρωποι που απέχουν από τα ζητήματα της καθημερινότητας, ασχολούμενοι αποκλειστικά με το ποιητικό τους έργο. Οι ποιητές κατέχουν πια πρωταρχικό ρόλο στους αγώνες της κοινωνίας, πρωτοστατούν στον αγώνα της ζωής και μέσα από το έργο τους καθοδηγούν και τους άλλους ανθρώπους, προσφέροντάς τους τη δυνατότητα να κατανοήσουν καλύτερα όσα συμβαίνουν γύρω τους.
Οι ποιητές, ως ευαίσθητοι δέκτες των μηνυμάτων της πραγματικότητας, αντιλαμβάνονται γοργά τις επερχόμενες εξελίξεις και φροντίζουν μέσω του έργου τους για την αφύπνιση των συνανθρώπων τους. Οι ποιητές δε στέκουν ως αμέτοχοι παρατηρητές, αλλά με αυξημένη αίσθηση καθήκοντος, καταγγέλλουν τα κακώς κείμενα και δίνουν μιαν αδιάκοπη μάχη ενάντια σ’ εκείνους που επιχειρούν την εκμετάλλευση και την υπονόμευση των πολιτών.
Ο πρόωρα χαμένος ποιητής, που το έργο του είχε εκτιμηθεί ιδιαίτερα από τον Οδυσσέα Ελύτη, αντικρίζει την ποιητική ιδιότητα, όπως αυτή διαμορφώνεται στις συνθήκες της νέας εποχής. Το 1938, άλλωστε, που δημοσιεύεται το ποίημα, η Ελλάδα βρίσκεται υπό καθεστώς δικτατορίας, ενώ ο ερχομός του νέου μεγάλου πολέμου είναι πια ορατός. Ο Σαραντάρης, επομένως, επιθυμεί να καταστήσει σαφές πως στις δύσκολες αυτές στιγμές οι ποιητές θα βρίσκονται, όχι αποσυρμένοι στα γραφεία τους, αλλά στην πρώτη γραμμή, υπερασπιζόμενοι τα δίκαια των ανθρώπων.
Αν η άποψη που επικρατούσε τότε ήθελε τους ποιητές να ασχολούνται μόνο με τις ποιητικές τους δημιουργίες, αποσκοπώντας στην προσωπική τους προβολή, ο Σαραντάρης έρχεται να δώσει μια διαφορετική εικόνα για τους θεράποντες της ποιητικής τέχνης. Με μια μαχητική διάθεση, που σύντομα θα φανεί στην ποίηση του Μανόλη Αναγνωστάκη, αλλά και γενικότερα στους ποιητές της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, ο Σαραντάρης παρουσιάζει την αγωνιστική πτυχή της υπόστασης των ποιητών.
Στο συγκεκριμένο ποίημα, βέβαια, η έμφαση δίνεται στη δυνατότητα των ποιητών -με την έννοια ποιητής να διευρύνεται σε βαθμό που να συμπεριλαμβάνει όλους εκείνους που είναι σε θέση να κατανοούν τη μαγεία και την ομορφιά της ζωής- να μετέχουν στη βίωση της ζωής, στην απόλαυση του θείου αυτού δώρου.
«Δεν είμαστε ποιητές σημαίνει φεύγουμε,
σημαίνει εγκαταλείπουμε τον αγώνα,»
Το να μην είναι κάποιος ποιητής σημαίνει πως δεν έχει το κουράγιο και το ψυχικό σθένος να δώσει τους καίριους και δύσκολους αγώνες της ζωής∙ σημαίνει πως εγκαταλείπει την προσπάθεια κι επιλέγει την ευκολία της απομόνωσης. Το δικαίωμα όμως στις ευλογίες και στην ευδαιμονία της ζωής δε χαρίζεται στους ανθρώπους, αλλά αποκτιέται μέσα από συνεχή προσπάθεια. Έτσι, εκείνος που επιθυμεί να μετέχει στην ομορφιά της ζωής, οφείλει ν’ αντιμετωπίσει με κάθε γενναιότητα και τις δυσκολίες της ζωής.
Μέσα σ’ ένα δικτατορικό καθεστώς και μ’ έναν νέο πόλεμο να πλησιάζει καθίσταται ολοένα και πιο σαφές πως αν οι άνθρωποι, αν οι ποιητές της ζωής, θέλουν να έχουν τη δυνατότητα να χαρούν και ν’ απολαύσουν, θα πρέπει συνάμα να είναι έτοιμοι και να παλέψουν, ν’ αγωνιστούν.
«παρατάμε τη χαρά στους ανίδεους,»
Είναι σίγουρα εύκολο να αποθαρρυνθεί κάποιος αν αναλογιστεί τις ποικίλες απαιτήσεις που έχει η ζωή, αν αναλογιστεί πόσος καθημερινός κόπος απαιτείται προκειμένου να του προσφέρεται η δυνατότητα να γευτεί τις χαρές της ζωής. Εντούτοις, το να εγκαταλείψει την προσπάθεια και να αποδεχτεί πως δεν έχει τη δύναμη να παλέψει για όσα του αναλογούν, αυτό σημαίνει πως είναι πρόθυμος να παραχωρήσει τη χαρά της ζωής σ’ εκείνους που δεν είναι σε θέση να την εκτιμήσουν όσο πραγματικά της αξίζει.
Τη χαρά της ζωής, την έκταση της ευδαιμονίας που κρύβει η ζωή, μπορούν να την εκτιμήσουν μόνο εκείνοι που έχουν αγωνιστεί για κάθε μικρή γεύση της, μόνο εκείνοι που έχουν εργαστεί σκληρά για να διασφαλίσουν το δικαίωμα σε αυτή. Αντιθέτως, εκείνοι που λαμβάνουν άκοπα μερίδιο στις χαρές της ζωής, δεν μπορούν ν’ αντιληφθούν πόσο πολύτιμο είναι το δώρο που λαμβάνουν, κι ως εκ τούτου δεν μπορούν να υμνήσουν και να τιμήσουν την ομορφιά της ζωής, όπως μπορεί ένας ποιητής, όπως μπορεί εκείνος που έχει δώσει όλους τους δίκαιους αγώνες.
«τις γυναίκες στα φιλιά του ανέμου
και στη σκόνη του καιρού.»
Η εγκατάλειψη του αγώνα της ζωής, η δειλία μπροστά στο συνεχή αγώνα που απαιτεί η ζωή, σημαίνει παράλληλα και εγκατάλειψη του έρωτα. Το να μην έχει κάποιος το κουράγιο να παλέψει για τα της καθημερινότητας, σημαίνει πως δεν έχει το κουράγιο να διεκδικήσει και τον έρωτα, σημαίνει πως στερεί τον εαυτό του και συνάμα τις αγαπημένες γυναίκες απ’ το υπέροχο δώρο του έρωτα.
Είναι σα να εγκαταλείπει κάποιος νέες κι όμορφες γυναίκες στα αδιάφορα φιλιά του ανέμου και στο άδοξο γήρας, αφού θα έχουν χάσει τη νιότη και τη φρεσκάδα του κορμιού τους, χωρίς να έχουν γευτεί την ευδαιμονία του έρωτα, χωρίς να έχει βρεθεί εκείνος που θα αποθεώσει την ομορφιά του κορμιού τους.
«Σημαίνει πως φοβόμαστε
και η ζωή μάς έγινε ξένη,
ο θάνατος βραχνάς.»
Το να μην είναι κάποιος ποιητής σημαίνει πως αντικρίζει τη ζωή με φόβο, σημαίνει πως ό,τι συνιστά την ιδιαίτερη κατάσταση της ζωής, το δυναμικό δηλαδή εκείνο συνδυασμό απολαύσεων και δυσκολιών, τον φοβίζουν και τον ωθούν στην αποχή και στην αδράνεια.
Όμως το να μην είναι κάποιος πρόθυμος να σταθεί με δυναμισμό απέναντι στη ζωή, το να βλέπει τα δρώμενα της ζωής σαν κάτι ξένο, σαν κάτι που δεν τον αφορά, είναι η μεγαλύτερη δυστυχία, καθώς το μόνο που του απομένει είναι η απάνθρωπα ψυχοφθόρα αναμονή του τέλους. Αν ο άνθρωπος δεν είναι έτοιμος να διεκδικήσει την ομορφιά της ζωής, αν δεν είναι έτοιμος να αγωνιστεί για τις στιγμές της χαράς, τότε απομένει στερημένος από καθετί όμορφο και τελείως απροστάτευτος μπροστά στο φόβο του θανάτου.
Οι άνθρωποι, άλλωστε, δεν έχουν άλλο τρόπο ν’ αντικρίσουν τη βεβαιότητα του θανάτου τους, πέρα απ’ την επίγνωση πως όσο είχαν την ευκαιρία απόλαυσαν τη ζωή τους και την έζησαν στην πληρότητά της. Έτσι, το να ζει κάποιος -ή καλύτερα να επιβιώνει- χωρίς να απολαμβάνει τις ομορφιές της ζωής, χωρίς έστω να προσπαθεί γι’ αυτό, είναι σα να βρίσκεται σε μια διαρκή εναγώνια αναμονή του τέλους.
Read more: http://latistor.blogspot.com/2012/08/blog-post_26.html#ixzz3QU0Oueg6
Νίκος Εγγονόπουλος «ΝΕΑ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΤΟΥ ΙΣΠΑΝΟΥ ΠΟΙΗΤΟΥ ΦΕΝΤΕΡΙΚΟ ΓΚΑΡΘΙΑ ΛΟΡΚΑ ΣΤΙΣ 19 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ ΤΟΥ 1936 ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΧΑΝΤΑΚΙ ΤΟΥ ΚΑΜΙΝΟ ΝΤΕ ΛΑ ΦΟΥΕΝΤΕ»
...una acciόn vil y disgraciado
Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα
| Μια μεγαλοφυΐα που μετέτρεψε την ταλαιπωρία του σε τέχνη
'Είναι καιρός η Ισπανία
να αντιμετωπίσει τις ευθύνες της απέναντι στην ιστορία της.'
“Δε ζει
μόνο με ψωμί ο άνθρωπος. Αν ήμουν πεινασμένος και αβοήθητος στο δρόμο, δε θα ζητούσα
ένα ψωμί. Θα ζητούσα μισό ψωμί και ένα βιβλίο.”
Δεν υπήρξε δίκη. Ήταν πολύ νέος. Ο θάνατός του ήταν
βάναυσος. Το σώμα του δε βρέθηκε ποτέ. Συν το ότι ο Λόρκα υποσχόταν πολλά στη
διαμόρφωση και εξέλιξη του ισπανικού πολιτισμού κάνει ακόμα πιο δυσβάσταχτο τον
απολογισμό του θανάτου του στους θαυμαστές του. Το παράπονο του ίδιου του
Λόρκα; «Έπειτα κατάλαβα ότι είχα δολοφονηθεί. Με έψαξαν σε καφετέριες,
νεκροταφεία και εκκλησίες…αλλά δε με βρήκαν. Δε με βρήκαν ποτέ; Όχι. Ποτέ δε με
βρήκαν.» (από τον Ποιητή στη Νέα Υόρκη) Προφητικό; Ίσως.
Στα 38 του μόλις χρόνια,
ο Λόρκα ήταν ήδη πολυταξιδεμένος και κατασταλαγμένος όσον αφορά τόσο την
προσωπική όσο και λογοτεχνική του ταυτότητα. Στο ιστορικό του μετράει πολλές
ποιητικές συλλογές, θεατρικά έργα και περιοδείες με τη θεατρική του ομάδα «La
Barraca» στις αγροτικές περιοχές της Ισπανίας. Κορυφαίες δημιουργίες του
αποτελούν «Το Σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα», «Ο Ματωμένος Γάμος» και η «Γέρμα»,
τραγωδίες με πυρήνα τους το ανθρώπινο στοιχείο και θέμα τους την κοινωνική
καταπίεση πάνω σε αυτό. Οι βασανισμένοι ήρωες του Λόρκα «ανεξήγητα» προσπαθούν
να ξεφύγουν από ζωές που δεν επέλεξαν και αγάπες αδιέξοδες. «Ήταν μια ακριβής
μεταφορά της θλίψης του, γιατί ήταν μια μεγαλοφυΐα που μετέτρεψε την ταλαιπωρία
του σε τέχνη». (Ίαν Γκίμπσον)
Ο επί 40 χρόνια
βιογράφος του όμως, Ίαν Γκίμπσον, υπογραμμίζει πως «η Ισπανία δεν μπορούσε να
αποδεχτεί πως ο μεγαλύτερος Ισπανός ποιητής όλων των εποχών ήταν ομοφυλόφιλος.
Η ομοφοβία υπήρχε και στα δύο στρατόπεδα του εμφυλίου και ύστερα από αυτόν.
Ήταν ένα εθνικό πρόβλημα. Τον Λόρκα τον φθονούσαν για το ταλέντο του, επειδή
είχε λεφτά και ήταν επιτυχημένος. Όταν ανέλαβε ο στρατός, η εκτέλεσή του ήταν
θέμα χρόνου. Ένας επιτυχημένος, προοδευτικός ομοφυλόφιλος δεν ήταν αποδεκτός
στην Ισπανία του Φράνκο». Μάρτυρες της δολοφονίας του λένε πως οι εκτελεστές
του καρφίτσωσαν στο πτώμα του ένα σημείωμα που δήλωνε τις πολιτικές του
πεποιθήσεις και την ομοφυλοφιλία του.
Ωστόσο, η ομοφυλοφιλία
του ως πιθανή αιτία δολοφονίας του άρχισε να εξετάζεται τα τελευταία κυρίως
χρόνια και οι σχετικές υποθέσεις είναι λίγο παρακινδυνευμένες. Γεγονός είναι
όμως ότι τα ποιήματα του Λόρκα λογοκρίνονταν για να εμφανίζεται ο ίδιος ως
«στρέιτ», ακόμα και μετά το '80, όταν πια η σεξουαλική του ταυτότητα είχε γίνει
γνωστή. Αφ' ενός γιατί κανείς δεν ήθελε να έρθει σε ρήξη με την οικογένειά του,
που προσπαθούσε να εξαλείψει αυτό το δεδομένο από τη ζωή και τη δουλειά του,
και αφ' ετέρου γιατί οι περισσότεροι ακαδημαϊκοί φοβούνταν πως οποιαδήποτε νύξη
θα τους στερούσε την πρόσβαση στα αρχεία του μεγάλου ποιητή.
«Η ίδια η οικογένεια του ποιητή εμποδίζει τις ανασκαφές.»
Το
μεγάλο μυστήριο όμως είναι μέχρι και σήμερα το σημείο ταφής του. Οι προσπάθειες
να αποκαλυφθεί ο τάφος του Λόρκα παραμένουν άκαρπες. Η ίδια η οικογένεια του
ποιητή εμποδίζει τις ανασκαφές για να μην «ξυθούν» παλιές πληγές. Δεν είναι
λίγοι όμως αυτοί που ισχυρίζονται ότι εκείνοι που παρέδωσαν τον ποιητή στους
φαλαγγίτες προέρχονταν από τη συντηρητική οικογένεια του πατέρα του. Η μοναδική
ανασκαφή για τα λείψανα του Λόρκα έγινε το 2009 και ήταν αποτυχημένη. Μέλη της
ομάδας αναγκάστηκαν να υπογράψουν συμβόλαιο εχεμύθειας που τους επέβαλαν τα
ανίψια του Λόρκα ώστε να μη μάθει κανείς πού έσκαβαν. Από τότε δεν έγινε καμία
άλλη προσπάθεια για τον εντοπισμό του τάφου και η τοπική κυβέρνηση δέχθηκε
σφοδρές επικρίσεις επειδή χρηματοδότησε την ανασκαφή. «Δεν θέλαμε ο φόνος του
να θεωρηθεί ένα έγκλημα πάθους, αλλά να παραμείνει πολιτικό έγκλημα. Ήταν
δύσκολο για τον πατέρα μου να αποδεχθεί τη σεξουαλική ταυτότητα του θείου μου»,
δήλωσε πρόσφατα η Λάουρα Γκαρθία Λόρκα, κόρη του αδερφού του ποιητή.
«Ο Λόρκα ανήκει στην ανθρωπότητα και όχι στην οικογένειά του.»
Μόνο πρόσφατα ένας ιστορικός από τη Γρανάδα ισχυρίζεται ότι γνωρίζει πλέον το ακριβές σημείο όπου οι φασίστες έθαψαν τον Λόρκα κι ότι έχει λύσει ένα από τα μεγάλα μυστήρια στην ιστορία της Ισπανίας. Τώρα ζητεί από τις Αρχές και τους απογόνους του ποιητή να άρουν τις επιφυλάξεις τους και να δώσουν άδεια για νέα ανασκαφή καθότι όπως υποστηρίζει «ο Λόρκα ανήκει στην ανθρωπότητα και όχι στην οικογένειά του. Είναι ένα έμβλημα που έδωσε τη ζωή του για την Ισπανία. Είναι μάρτυρας». Ο Μιγκέλ Καμπαγέρο Πέρεθ πέρασε τρία χρόνια κάνοντας φύλλο και φτερό τα αρχεία της αστυνομίας και του στρατού για να φωτίσει τις συνθήκες της εκτέλεσης του Λόρκα.
Παρόλα αυτά, ένα είναι σίγουρο. Ο τραγικός και πρόωρος θάνατος του μεγάλου αυτού συγγραφέα και ποιητή, αλλά και το σπουδαίο έργο που άφησε πίσω του, έκαναν το έργο του πολύ γρήγορα γνωστό. Τα ποιήματά του έγιναν σύμβολο αντίστασης στο φασισμό σε ολόκληρη την Ευρώπη. Το έργο του έγινε ιδιαίτερα γνωστό και στην Ελλάδα. Μεταφράστηκε από πολλούς και άξιους συγγραφείς (Γκάτσο, Ελύτη) και μελοποιήθηκε από τους σημαντικότερους συνθέτες (Χατζηδάκη, Θεοδωράκη, Ξαρχάκο). Η ποίηση του Λόρκα δεν έπαψε ποτέ να συγκινεί και να διαβάζεται γιατί είναι μια ποίηση αληθινή. Το έργο του κυκλοφόρησε ελεύθερα στην πατρίδα του το 1975, αφού πέθανε ο Φράνκο. Όπως και να’ χει όμως, ο θάνατός του έριξε μια σκιά στα σύγχρονα ισπανικά γράμματα.
ΠΗΓΗ: http://www.arive.gr/subs/we_like/literature_poetry/federico_garcia_lorca/federico_garcia_lorca.html
Νίκος Εγγονόπουλος «ΝΕΑ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ
ΤΟΥ ΙΣΠΑΝΟΥ ΠΟΙΗΤΟΥ ΦΕΝΤΕΡΙΚΟ ΓΚΑΡΘΙΑ ΛΟΡΚΑ ΣΤΙΣ 19 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ ΤΟΥ 1936 ΜΕΣΑ ΣΤΟ
ΧΑΝΤΑΚΙ ΤΟΥ ΚΑΜΙΝΟ ΝΤΕ ΛΑ ΦΟΥΕΝΤΕ»
...una acciόn vil y disgraciado
Η Τέχνη κι η ποίηση δεν μας βοηθούν να ζήσουμε:
η τέχνη και η ποίησις μας βοηθούνε
να πεθάνουμε
περιφρόνησις απόλυτη
αρμόζει
σ’ όλους αυτούς τους θόρυβους
τις έρευνες
τα σχόλια επί σχολίων
που κάθε τόσο ξεφουρνίζουν
αργόσχολοι και ματαιόδοξοι γραφιάδες
γύρω από τις μυστηριώδικες κι αισχρές συνθήκες
της εκτελέσεως του κακορίζικου του Λόρκα
υπό των φασιστών
μα επί τέλους! πια ο καθείς γνωρίζει πως
από καιρό τώρα
-και προ παντός στα χρόνια τα δικά μας τα
σακάτικα-
είθισται
να δολοφονούν τους ποιητάς
[una acciόn vil y disgraciado: μια πράξη άναντρη και απεχθής]
Τον Ιούλιο του 1936 ξεσπά εμφύλιος πόλεμος
στην Ισπανία ανάμεσα στους εθνικιστές που υποστήριζαν τον Φράνκο –μετέπειτα
δικτάτορα της Ισπανίας από το 1939 έως και το 1975- και τους δημοκρατικούς που
υποστήριζαν τον νεοεκλεγέντα Πρόεδρο της Δημοκρατίας Μανουέλ Αθάνια. Οι
εθνικιστές του Φράνκο λάμβαναν βοήθεια από το φασιστικό καθεστώς της Ιταλίας
και το ναζιστικό καθεστώς της Γερμανίας, ενώ οι δημοκρατικοί από την
κομμουνιστική Σοβιετική Ένωση.
Η επικράτηση του Φράνκο έφερε την Ισπανία
στον κύκλο των ολοκληρωτικών καθεστώτων της Ευρώπης, λίγο προτού ξεκινήσει ο
Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος στη Γηραιά Ήπειρο.
Στις 19 Αυγούστου 1936 δολοφονείται στη
Γρανάδα ο Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, σημαντικότατος ποιητής και θεατρικός
συγγραφέας, που με την επαναστατική του διάθεση και την προσήλωσή του στα
δικαιώματα των πολιτών είχε προκαλέσει τη δυσαρέσκεια των εθνικιστών. Το
απροσδόκητο της εκτέλεσης του ποιητή, το γεγονός ότι δε βρέθηκε ποτέ ο τόπος
ενταφιασμού του, αλλά και η απουσία μιας ουσιαστικής εξήγησης για τη δολοφονία
του, δημιούργησαν μεγάλο ενδιαφέρον στην κοινή γνώμη τόσο στην Ισπανία όσο και
σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες.
Κι είναι το ενδιαφέρον αυτό που θα γίνει
αντικείμενο εκμετάλλευσης από πολλές εφημερίδες, δημοσιογράφους και
αρθρογράφους της εποχής, που θα θελήσουν να εμπορευματοποιήσουν το θάνατο του
μεγάλου ποιητή με υποτιθέμενες ειδήσεις για τον τόπο ταφής του, αλλά και
πιθανές εξηγήσεις για τη δολοφονία του. Τα σχετικά δημοσιεύματα διαδέχονται το
ένα το άλλο, χωρίς επί της ουσίας να προσφέρουν κάποια ουσιαστική πληροφόρηση,
μιας και τα μεγάλα ερωτήματα γύρω απ’ τη δολοφονία παρέμειναν αναπάντητα.
Ο Νίκος Εγγονόπουλος ενοχλημένος από το
χρησιμοθηρικό ενδιαφέρον των εφημερίδων, στηλιτεύει με τους στίχους του την
ασεβή τους προσπάθεια να κερδίσουν απ’ το θάνατο του ποιητή. Συνθέτει, λοιπόν,
ένα ποίημα που με τον μακροσκελή τίτλο του μιμείται τα πρωτοσέλιδα των
εφημερίδων και τους τίτλους των άρθρων που υπόσχονται «νέες» πληροφορίες, χωρίς
να έχουν στην πραγματικότητα να προσθέσουν τίποτε το καινούριο στην υπόθεση της
δολοφονίας.
Έτσι, ο ποιητής τιτλοφορεί το ποίημά του
«Νέα περί του θανάτου του Ισπανού ποιητού Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα...»,
εμπαίζοντας τα φτηνά τεχνάσματα των δημοσιογράφων, που με κάθε τρόπο επιχειρούν
να προσελκύσουν το ενδιαφέρον των αναγνωστών τους.
Ο Εγγονόπουλος δεν έχει νέα για το θάνατο
του ποιητή, έχει όμως να εκφράσει την αγανάκτησή του απέναντι στους
δημοσιογράφους και φυσικά την πικρία του για τη διωγμό που βιώνουν οι ποιητές.
Η Τέχνη κι η ποίηση δεν μας βοηθούν να ζήσουμε:
η τέχνη και η ποίησις μας βοηθούνε
να πεθάνουμε
Ο Εγγονόπουλος στους αρκτικούς στίχους του
ποιήματος προχωρά σε μια καίρια διαπίστωση για τη θέση των ποιητών και των
καλλιτεχνών εν γένει. Η Τέχνη (με κεφαλαίο το πρώτο γράμμα, όπως το συνήθιζε ο
Καβάφης, που βρισκόταν σε μια διαρκή επικοινωνία με τη «θεοποιημένη» τέχνη του)
και η ποίηση δε βοηθούν τους ποιητές να ζήσουν, δεν τους προσφέρουν κάποιου
είδους ευκολία ή ανταμοιβή. Αντιθέτως, η τέχνη και η ποίησις (διαφορετική γραφή
των δύο λέξεων στο δεύτερο στίχο, καθώς η τέχνη με μικρό το πρώτο γράμμα κι η
ποίησις με την κατάληξη της καθαρεύουσας, χάνουν την ιδιαίτερη αξία τους και
γίνονται καθημερινές δύσκολες ενασχολήσεις, όχι πια καλλιτεχνικές εκφάνσεις)
βοηθούν τους ποιητές να πεθάνουν.
Το κόστος που πληρώνουν οι ποιητές και οι
καλλιτέχνες είναι βαρύτατο, ιδίως σε περιόδους που η ελευθερία της σκέψης και η
προσπάθεια των ποιητών να προασπιστούν τα συμφέροντα και τα δικαιώματα των
πολιτών εκλαμβάνεται ως εχθρική ενέργεια από τους κατέχοντες την εξουσία. Οι
ποιητές δολοφονούνται, διώκονται και οδηγούνται στην εξαθλίωση, όταν επιχειρούν
με την τέχνη τους να προχωρήσουν και να απελευθερώσουν τη σκέψη των ανθρώπων,
όταν επιχειρούν να διαρρήξουν το σκοτάδι και τη μοιρολατρία των ανθρώπων που
δεν έλαβαν το πολύτιμο αγαθό της παιδείας.
Πέρα, βέβαια, από τις διώξεις των ποιητών
σε περιόδους ανελευθερίας, υπάρχουν και οι πιο προσωπικές πληγές των δημιουργών
που επιχειρούν να δώσουν μια νέα πνοή στην τέχνη τους. Ο ίδιος ο Εγγονόπουλος
γνώρισε τη χλεύη από αναγνώστες και ομοτέχνους του, όταν συνέθεσε τα πρώτα
υπερρεαλιστικά του ποιήματα. Κι ενώ με τη δική του διάθεση να δοκιμαστεί σε
νέους τρόπους γραφής, ανανεώθηκε ο ελληνικός ποιητικός λόγος, ο ίδιος βίωσε
εξαιρετικά επώδυνες καταστάσεις.
περιφρόνησις απόλυτη
αρμόζει
σ’ όλους αυτούς τους θόρυβους
τις έρευνες
τα σχόλια επί σχολίων
που κάθε τόσο ξεφουρνίζουν
αργόσχολοι και ματαιόδοξοι γραφιάδες
γύρω από τις μυστηριώδικες κι αισχρές
συνθήκες
της εκτελέσεως του κακορίζικου του Λόρκα
υπό των φασιστών
Η δεύτερη κι εκτενέστερη στροφή του
ποιήματος εκφράζει την αγανάκτηση του ποιητή απέναντι σ’ εκείνους τους
«ματαιόδοξους» γραφιάδες, που προσπαθούν να εκμεταλλευτούν τη δολοφονία του
Λόρκα, γράφοντας «σχόλια επί σχολίων», με την ελπίδα να βγουν απ’ την αφάνεια.
Ο ποιητής θεωρεί πως μόνο περιφρόνηση
αρμόζει σ’ όλον αυτό το «θόρυβο», τις έρευνες και τα σχόλια σχετικά με τις
συνθήκες της εκτέλεσης του Λόρκα. Είναι εμφανής εδώ η απαξίωση του Εγγονόπουλου
απέναντι στους δημοσιογράφους, που γράφουν ακατάπαυστα, δημιουργώντας επί της
ουσίας θόρυβο και όχι ενημέρωση, μιας κι ο βασικός τους στόχος είναι να
πουλήσουν μερικά φύλλα παραπάνω.
Η απαξίωση του ποιητή γίνεται αντιληπτή κι
από τις λέξεις που επιλέγει για να χαρακτηρίσει τους δημοσιογράφους/γραφιάδες
της εποχής του: «αργόσχολοι», «ματαιόδοξοι», «γραφιάδες», που δεν δημοσιεύουν
τα κείμενά τους, αλλά τα «ξεφουρνίζουν». Ο Εγγονόπουλος δεν αναγνωρίζει καμία
αξία σ’ όλους αυτούς τους δημοσιογραφίσκους και φυσικά δεν καταδέχεται καν να
τους αποκαλέσει δημοσιογράφους. Παραμένουν στο επίπεδο του αργόσχολου γραφιά,
που τίποτε το ουσιαστικό δεν παρέχουν με τις ανυπόστατες φλυαρίες τους.
μα επί τέλους! πια ο καθείς γνωρίζει πως
από καιρό τώρα
-και προ παντός στα χρόνια τα δικά μας τα
σακάτικα-
είθισται
να δολοφονούν τους ποιητάς
Η καταληκτική στροφή του ποιήματος με την
έντονη αναφώνηση του ποιητή στρέφει την προσοχή των αναγνωστών σε αυτό που έχει
πραγματική σημασία. Το ζητούμενο, δηλαδή, δεν είναι το πώς έγινε η εκτέλεση του
Λόρκα ή που ενταφιάστηκε το σώμα του, αλλά στο γεγονός ότι οι δολοφονίες των
ποιητών δεν είναι πια κάτι το ασυνήθιστο. Ο ποιητής, μάλιστα, τονίζει πως η
κατάσταση αυτή αν κι έχει ξεκινήσει από καιρό, ειδικά στα δικά του χρόνια, τα
οποία χαρακτηρίζει σακάτικα, έχει πια εδραιωθεί.
Για να αντιληφθούμε καλύτερα τι εννοεί ο
ποιητής με το στίχο: -και προ παντός στα χρόνια τα δικά μας τα σακάτικα-, θα
πρέπει να λάβουμε υπόψη μας τη χρονική περίοδο στην οποία αναφέρεται. Η
δολοφονία του Λόρκα γίνεται το 1936 και το ποίημα του Εγγονόπουλου εκδίδεται το
1957, πρόκειται οπότε για μια εικοσαετία που καλύπτει την εμφάνιση των
ολοκληρωτικών καθεστώτων στην Ευρώπη και το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ενώ
ειδικότερα για την Ελλάδα τη Γερμανική Κατοχή (1941-1944) και τον Εμφύλιο
πόλεμο (1946-1949). Η εμπειρία του εμφυλίου πολέμου, άλλωστε, παρά τον
τερματισμό των εχθροπραξιών το 1949, συνέχισε για αρκετά χρόνια ακόμη να
βασανίζει την Ελλάδα με διώξεις και εξορίες πνευματικών ανθρώπων, αλλά και με
μια διάχυτη διάθεση μισαλλοδοξίας. Οι Έλληνες είχαν χάσει την αθωότητά τους και
η ελευθερία της πνευματικής δημιουργίας είχε υποστεί ένα καίριο πλήγμα.
Ο Εγγονόπουλος, επομένως, γράφει στη σκιά
μιας εξαιρετικά δύσκολης περιόδου για την Ελλάδα, και με πικρία επισημαίνει πως
όλοι πια γνωρίζουν πως είθισται να δολοφονούνται οι ποιητές είτε κυριολεκτικά
είτε μεταφορικά, μιας και πολλές ιδέες πνίγονταν εν τη γενέσει τους απ’ τους
ποιητές που δεν ήθελαν να οξύνουν τα πνεύματα ή να υποστούν νέες διώξεις.
Είναι, λοιπόν, «σακάτικα» τα χρόνια του ποιητή, καθώς η ελευθερία της
έκφρασης υπάρχει μόνο στο βαθμό που δεν ενοχλεί τους κρατούντες.
ΠΗΓΗ: http://latistor.blogspot.com/2012/04/19-1936.html#ixzz3Q6YkVyG7
Στρατής
Μυριβήλης [Η μυστική παπαρούνα]
Η
Ζωή εν τάφω του Στρατή Μυριβήλη τοποθετείται στη σειρά των αντιπολεμικών
βιβλίων που πήγασαν από τις οδυνηρές εμπειρίες του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου
(1914-1918), ενός πολέμου που όχι μονάχα στοίχισε εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς
και τραυματίες, αλλά πρόσθεσε και μια άλλη πικρή εμπειρία, που προερχόταν από
τη μακροχρόνια παραμονή των στρατιωτών στα χαρακώματα της πρώτης γραμμής.
Ανάλογα βιβλία που βγήκαν από τον ίδιο πόλεμο είναι η Φωτιά του Γάλλου Ανρί
Μπαρμπύς και το περισσότερο γνωστό Ουδέν νεότερον από το Δυτικό Μέτωπο του
Γερμανού Έριχ Μαρία Ρεμάρκ.
Ο
συγγραφέας έζησε τον πόλεμο των χαρακωμάτων στο Μακεδονικό Μέτωπο (στην περιοχή
Μοναστηρίου της Σερβίας) ως εθελοντής. Το βιβλίο είναι γραμμένο με τη μορφή
σειράς επιστολών που υποτίθεται ότι έγραψε ο λοχίας Αντώνης Κωστούλας, για να
τις στείλει σε κάποια γυναίκα, χωρίς ποτέ να μπορέσει να τις ταχυδρομήσει. Τα
χειρόγραφα, λέει ο συγγραφέας, τα περιμάζεψε, όταν σκοτώθηκε ο συμπολεμιστής
του λοχίας, και τα εξέδωσε. Φυσικά πρόκειται για «πλαστοπροσωπία», δηλαδή για συγγραφικό
τρόπο που χρησιμοποιεί ο Μυριβήλης, για να εκθέσει τις δικές του εμπειρίες.
Στο
α΄ απόσπασμα (Η μυστική παπαρούνα) ο αφηγητής υποφέρει από ένα παλιό τραύμα
(από τους πολέμους 1912-13) που άνοιξε και τον αναγκάζει να μένει μέρα-νύχτα
στο αμπρί του (= όρυγμα στο εσωτερικό τοίχωμα του χαρακώματος). «Πιάνεται
-γράφει- ώρες ώρες το πόδι ως απάνω στο μερί κι ένας σκληρός πόνος μου
σουβλίζει το κόκαλο. Πάνουθέ μου ο βράχος ολοένα στάζει. Χτες ξεπατώσαμε τόνα
σανίδι κι αδειάσαμε μ’ ένα κουτί της κονσέρβας όλο το νερό που ‘χε συναχτεί
στάλα στάλα στη λακούβα του. Ήταν ένα νερό σάπιο, βρώμικο κι ολόμαυρο. Σαν τ’
απονέρια που κατασταλάζουν το χειμώνα στα παλιά νεκροταφεία, σουρωμένα μέσα στα
βουλιαγμένα μνημούρια. Μύριζε μούχλα, σβησμένη πίπα κι αποτσίγαρο...».
Ερωτήσεις
σχολικού:
1. Στην αρχή του κεφαλαίου ο
αφηγητής λέει: «Θα προτιμούσα να ξέρω πως ζούνε γύρω μου κρυμμένοι άνθρωποι, κι
ας ήτανε μόνο οχτροί». Σε ποια γενικότερη ιδέα μας οδηγεί αυτή η διαπίστωση του
αφηγητή;
Ο
αφηγητής έχοντας απομείνει μόνος του στο χαράκωμα, λόγω του τραύματός του,
αισθάνεται για μια στιγμή πως τον έχουν πραγματικά εγκαταλείψει όλοι κι είναι
ολομόναχος. Η αίσθηση αυτή τον τρομάζει και σκέφτεται πως θα ήθελε να ξέρει πως
υπάρχουν κι άλλοι άνθρωποι γύρω του, έστω κι αν αυτοί ήταν οι εχθροί του.
Η
διαπίστωση αυτή του αφηγητή μας παραπέμπει στην έμφυτη και ισχυρή ανάγκη των
ανθρώπων να συνυπάρχουν με άλλους ανθρώπους. Η ανάγκη αυτή της κοινωνικότητας,
που έχει επισημανθεί ήδη από τα χρόνια της αρχαιότητας, αποτελεί βασικό
στοιχείο της ανθρώπινης υπόστασης. Ο Αριστοτέλης στο έργο του Πολιτικά έχει
διατυπώσει την άποψη ότι ο άνθρωπος είναι από τη φύση προορισμένος να ζει σε
πόλη (ὁ ἄνθρωπος φύσει πολιτικόν ζῷον), ενώ στα Ηθικά Νικομάχεια σχολιάζει: «Θα ήταν πολύ παράξενο να λέμε ότι είναι ευτυχισμένος
ο άνθρωπος που ζει μόνος με τη μοναξιά του∙ κανένας δεν θα ήθελε να ζει σε
απόλυτη μοναξιά, ακόμη κι αν είχε όλα τα καλά του κόσμου∙ γιατί ο άνθρωπος
είναι ένα ον προορισμένο από τη φύση να ζει σε πολιτική κοινωνία, μαζί με
άλλους».
Το
γεγονός, άλλωστε, ότι ο αφηγητής ήθελε να υπάρχουν γύρω του κι άλλοι άνθρωποι,
ακόμη κι αν αυτοί είναι μόνο εχθροί, τονίζει αφενός με ιδιαίτερη έμφαση την
ένταση της ανάγκης του για την παρουσία κι άλλων ανθρώπων κι αφετέρου
αναδεικνύει την ξεχωριστή συναισθηματική κατάσταση των πολεμιστών που ήταν
αναγκασμένοι να περνούν ολόκληρες μέρες κρυμμένοι στα χαρακώματα, χωρίς επί της
ουσίας να γνωρίζουν τι συμβαίνει στον κόσμο γύρω τους. Η απομόνωση αυτή
επιτείνει την αίσθηση της μοναξιάς και κορυφώνει την ανάγκη της
συντροφικότητας.
2. Να βρείτε τις παρομοιώσεις και
τους χαρακτηρισμούς που αποδίδονται α) στους γεώσακους β) στην παπαρούνα∙ τι
εκφράζουν στην πρώτη και τι στη δεύτερη περίπτωση;
α) Ο αφηγητής αντικρίζοντας τα τσουβάλια
με το χώμα -τα χρησιμοποιούσαν ως οχύρωση για τα χαρακώματα που είχαν πολύ
πέτρα και δεν μπορούσαν να τα σκάψουν σε βάθος-, παρατηρεί πως από τον τόσο
καιρό που βρίσκονται εκεί τα περισσότερα έχουν πια καταστραφεί.
Οι
παρομοιώσεις με τις οποίες ο αφηγητής αποδίδει τη φθορά των γεώσακων είναι οι
ακόλουθες:
«Σαν
τα ξεθαμμένα ρούχα των πεθαμένων που ξεφτάνε, σταχτωμένα, με το πρώτο άγγιγμα.»
Ο αφηγητής σχολιάζει πως τα τσουβάλια έχουν φθαρεί σε τέτοιο βαθμό από την
έκθεση στα νερά και τον ήλιο, ώστε όταν περνάει το δάχτυλό του πάνω τους, η
λινάτσα (το υλικό με το οποίο είναι φτιαγμένα) λιώνει, όπως λιώνουν τα ρούχα
των πεθαμένων ανθρώπων, όταν τους ξεθάβουν μετά από χρόνια. Τα ρούχα με τα
οποία έχουν ντύσει τον νεκρό, διατηρούν τη μορφή τους κατά την εκταφή, αλλά
στην πραγματικότητα έχουν γίνει στάχτη, έχουν αποσυντεθεί, κι έτσι με το πρώτο
άγγιγμα διαλύονται.
«Κάτου
από το δυνατό φεγγάρι μοιάζουν με ψοφίμια σκυλιών, άλλα πρησμένα κι άλλα
ξαντεριασμένα, σωριασμένα τόνα πάνου στ’ άλλο.» Τα τσουβάλια δεν έχουν
καταστραφεί όλα, έτσι κάποια είναι φουσκωμένα, όπως όταν τα πρωτογέμισαν κι
άλλα έχουν σχεδόν αδειάσει, δημιουργώντας μια περίεργη εικόνα στο φως του
φεγγαριού. Μοιάζουν με πτώματα σκύλων από τα οποία κάποια φαίνονται πρησμένα,
όπως πρήζονται τα νεκρά σώματα τις πρώτες μέρες και κάποια φαίνονται σαν να
τους έχουν αφαιρεθεί τα σωθικά, όπως φαίνεται το πτώμα καθώς η διαδικασία της
σήψης προχωρά. Αυτά τα τελευταία ο αφηγητής τα χαρακτηρίζει «σαχλά», έτσι όπως
κρέμονται μισοάδεια.
Είναι
βέβαια εμφανές από τον τρόπο που επιλέγει ο αφηγητής να παρουσιάσει τους
φθαρμένους γεώσακους ότι εκφράζει εδώ την απέχθεια και τα αρνητικά του
συναισθήματα για ό,τι σχετίζεται με τον πόλεμο. Οι παρομοιώσεις που παραπέμπουν
σε νεκρούς και σε πτώματα που σαπίζουν, απηχούν εικόνες και βιώματα από την
πολεμική εμπειρία του αφηγητή και εξωτερικεύουν όλη τη δυσαρέσκεια, τη φρίκη
και τον αποτροπιασμό του για την καταστροφική φύση του πολέμου.
Με
έμμεσο τρόπο κι ενώ φαινομενικά μιλά για τους γεώσακους, ο αφηγητής μας
μεταδίδει την αίσθηση της φθοράς, του θανάτου και της σήψης (εξωτερικής, αλλά
και εσωτερικής) που κυριαρχεί στο πεδίο της μάχης.
β) Στον αντίποδα της αρνητικής εικόνας
των φθαρμένων γεώσακων ο αφηγητής παρουσιάζει με θέρμη την ομορφιά και την
ευδαιμονία που του προσφέρει η απρόσμενη θέαση ενός λουλουδιού, που έχει
φυτρώσει μέσα στα σαπισμένα τσουβάλια.
«Τ’
άγγισα με χτυποκάρδι, όπως αγγίζεις ένα βρέφος στο μάγουλο.» Με την πρώτη
παρομοίωση που αναφέρεται στην παπαρούνα ο αφηγητής επιχειρεί να αποδώσει την
τρυφερότητα και τη συγκίνηση με την οποία την άγγιξε. Όπως αγγίζεις το μάγουλο
ενός βρέφους που μοιάζει τόσο ευάλωτο και ανησυχείς μήπως το ενοχλήσεις ή το
ξαφνιάσεις, με την ίδια προσοχή και τρυφερότητα ο αφηγητής αγγίζει για πρώτη
φορά το υπέροχο αυτό λουλούδι. Η παπαρούνα είναι στα μάτια του αφηγητή σαν κάτι
το εξαιρετικά εύθραυστο που θα μπορούσε να το πληγώσει με μια απότομη κίνηση,
γι’ αυτό και τονίζει την απαλότητα με την οποία έτεινε το χέρι του για να την
ακουμπήσει.
«Μια
τόση δα μεγάλη, καλοθρεμμένη παπαρούνα, ανοιγμένη σαν μικρή βελουδένια φούχτα.»
Ο αφηγητής θέλοντας να τονίσει αφενός το ιδιαίτερο σχήμα που λαμβάνουν τα
πέταλα του λουλουδιού κι αφετέρου την τρυφερή και απαλή υφή τους, παρομοιάζει
την παπαρούνα με μια βελουδένια χούφτα. Ένα εξαιρετικά απαλό λουλούδι με το
σχήμα που παίρνει το εσωτερικό της παλάμης του χεριού όταν λυγίζουμε τα
δάχτυλα.
«Είναι
σαν να πεταλουδίζουν πάνω στην επιδερμίδα τα ματόκλαδα μιας αγαπημένης
γυναίκας.» Ο αφηγητής αγγίζει και πάλι το λουλούδι κι αισθάνεται στην επαφή
μαζί του την τρυφερότητα, τη συγκίνηση και την ανεπαίσθητη εκείνη κίνηση, σαν
το φτερούγισμα μιας πεταλούδας, που αισθάνεται κάποιος όταν αγγίζουν πάνω στο
δέρμα του οι βλεφαρίδες μιας αγαπημένης γυναίκας. Όπως τρεμοπαίζουν οι
βλεφαρίδες της γυναίκας, που έρχονται αίφνης σ’ επαφή με το σώμα του αγαπημένου
της, έτσι αισθάνεται το ιδιαίτερο θρόισμα των πετάλων του λουλουδιού στο
άγγιγμα του χεριού του.
Έχει
ιδιαίτερη αξία να σημειωθεί πως και οι τρεις παρομοιώσεις που χρησιμοποιούνται
από τον αφηγητή συσχετίζουν το λουλούδι με μια ανθρώπινη παρουσία. Η μοναξιά
του αφηγητή και η ανάγκη του για επαφή μ’ ένα αγαπημένο πρόσωπο τον ωθούν σε
μια διακριτική ενανθρώπιση του λουλουδιού. Με την ίδια συγκίνηση που θα
αντίκριζε ένα αθώο και αγνό πλάσμα, όπως είναι ένα βρέφος, ή μια αγαπημένη
γυναίκα, μετά από την παρατεταμένη του παραμονή σ’ αυτό το χώρο της φθοράς και
του θανάτου, αντικρίζει τώρα το όμορφο αυτό λουλούδι.
Η
συγκίνηση πάντως του αφηγητή και η ανάγκη του να εκθειάσει την ομορφιά της
παπαρούνας και την αναπάντεχη ευδαιμονία που του χάρισε η θέασή της, δεν
περιορίζονται στις παρομοιώσεις. Ο αφηγητής φροντίζει να παρουσιάσει με
ποικιλία χαρακτηρισμών το λουλούδι που τον γέμισε χαρά.
Έτσι,
η παπαρούνα χαρακτηρίζεται «μεγάλη» και «καλοθρεμμένη», για να τονιστεί η
ζωτικότητά της και ένταση της ζωής που την κατακλύζει, σε άμεση αντίθεση με το
κλίμα θανάτου που κυριαρχεί στο χώρο.
Το
λουλούδι παρουσιάζεται, όχι μόνο ως καλοθρεμμένο, αλλά και γεμάτο χαρά, χρώματα
και γεροσύνη (δυνατό και υγιές). Η χαρά που αποδίδεται στο λουλούδι, δεν είναι
παρά η συναισθηματική κατάσταση που προκαλείται στον αφηγητή από την ομορφιά
της παπαρούνας. Εμφανής κι εδώ η συσχέτιση του λουλουδιού με την ανθρώπινη
παρουσία, που τόσο έχει ανάγκη ο αφηγητής.
Η
γεροσύνη, η δύναμη του λουλουδιού, τονίζεται και με την αναφορά στο κοτσάνι του
(τσουνί) το οποίο χαρακτηρίζεται «ντούρο», στητό δηλαδή και ανθεκτικό. Στοιχεία
που φέρνουν σταθερά σε αντίθεση την ομορφιά, την υγεία και τη ζωντάνια του
λουλουδιού, με το θάνατο που κυριαρχεί ολόγυρά του.
Σε
ό,τι αφορά τα χρώματα της παπαρούνας ο αφηγητής φροντίζει να μας παρουσιάσει
αναλυτικά τις αντιθέσεις που σχηματίζουν τα διάφορα μέρη του. Τα πέταλά της
έχουν βαθύ κόκκινο χρώμα «άλικο», το κέντρο στο εσωτερικό των πετάλων έχει ένα
μαύρο σταυρό, ενώ οι στήμονες του άνθους, που παρουσιάζονται ως βλεφαρίδες,
έχουν χρώμα μαβί (βαθύ γαλάζιο).
Τα
πέταλά της είναι τρυφερά και μαζί με το δεύτερο άνθος που για την ώρα είναι
ακόμη ένας κλεισμένος κόμπος, θα αποτελούν δύο υπέροχα λουλούδια στο περιβόλι
του Θανάτου. Στην αναφορά αυτή του προσωποποιημένου θανάτου και στο περιβόλι
του (τα χαρακώματα και συνολικά το πεδίο μάχης), εντοπίζουμε την ιδιαίτερη αξία
της παπαρούνας και της αντίθεσης που παρουσιάζει η ζωτικότητάς της με το χώρο
που αποτελεί ιδιοκτησία του Θανάτου.
3. Τι θέλει να πει ο αφηγητής
λέγοντας: «... τούτο το λουλούδι, που μ’ αυτό μου αποκαλύφτηκε απόψε ο Θεός».
Ο
αφηγητής που βρίσκεται στο χαράκωμα εξαντλημένος συναισθηματικά από τη διαρκή
παρουσία του θανάτου, της φθοράς και του πόνου, ανακαλύπτοντας το όμορφο και
γεμάτο ζωή λουλούδι, πλημμυρίζεται από συναισθήματα χαράς κι αισιοδοξίας. Η
παπαρούνα αυτή μοιάζει σαν ένα σημάδι του Θεού, που έρχεται να υπενθυμίσει την
εξίσου ισχυρή παρουσία της ζωής, ακόμη και σ’ ένα χώρο όπως είναι το πεδίο της
μάχης, στο οποίο ο Θάνατος μοιάζει να έχει πάντα τον πρώτο λόγο.
Η
παπαρούνα συμβολίζει την ελπίδα για το μέλλον, την ελπίδα για την επιστροφή σε
μια κατάσταση ειρήνης και ζωντάνιας, όπου θα σκορπιστούν οι εικόνες της φονικής
δράσης του πολέμου και όπου ο θάνατος θα υποχωρήσει. Εκεί που μέχρι πρότινος ο
θάνατος αποτελούσε την κυρίαρχη παρουσία, η παπαρούνα φέρνει ένα μήνυμα ζωής και
χαράς, προσφέροντας μια πολύτιμη συναισθηματική στήριξη στον κλονισμένο
αφηγητή. Άλλωστε, τα απολυτρωτικά δάκρυα του αφηγητή τονίζουν το βαθμό στον
οποίο είχε χάσει κάθε ελπίδα και είχε παραδοθεί στο κλίμα της απαισιοδοξίας και
της φθοράς. Η μοναδική αυτή παπαρούνα που γεννήθηκε πάνω στα σαπισμένα
τσουβάλια, ήταν αρκετή για να επαναφέρει στη σκέψη του αφηγητή την ελπίδα για
την αναγεννητική δύναμη της ζωής.
Η
φράση αυτή του αφηγητή λαμβάνει βέβαια και διαφορετικές προεκτάσεις αν λάβουμε
υπόψη μας τη συνέχεια του κειμένου, που δεν δίνεται στο σχολικό βιβλίο: «Κλαίγω
από χαρά και λύπη. Κ’ έχω ένα γλυκό μυστικό που ξεχειλίζει την καρδιά μου. Μια
παπαρούνα ανθίζει για μένα, Κύριε, μες από τον μουχλιασμένο γεώσακο του
χαρακώματος. Είναι ένα «ζήτω!» που βγαίνει από το στόμα ενός σκελετού. Είναι
εκεί, πινακίδα Β1, κοντά στην έξοδο των συρματοπλεγμάτων, και τη συλλογιέμαι.
Είναι μια κόκκινη σημαιούλα της φλογερής ζωής, μου κάνει τα σινιάλα της. Είναι
μια υπόσχεση, Κύριε. Είναι μια καλοσημαδιά, δεν είν’ έτσι; Είναι μια άκρη της
βασιλικής πορφύρας Σου! Σ’ αγγίζω, Θεέ μου, κι ας μη σε καταλαβαίνω.
Κουκουλώνομαι
με την κουβέρτα, σφαλνώ τα μάτια για να χαρώ πιο μοναχός της χαρά μου. Η καρδιά
μου χτυπά χορευτικά. Η καρδιά μου χτυπά λυπημένα και τρυφερά. Γιατί απόψε να νιώθω
περισσότερο πως πέθανε ο Γιγαντής; Τον κλαίγω με καυτερά δάκρυα. Όμως πάλι η
ψυχή μου χαμογελά, κρυφά και σημαντικά. Έχει ένα γλυκό μυστικό. Η ψυχή ζει! Ζει
η ψυχή!»
4. Πώς εξηγείται τη μεγάλη χαρά με
την οποία τελειώνει τη διήγησή του ο αφηγητής; Γιατί θυμάται το παιδικό
τραγούδι;
Η
παπαρούνα που βρίσκει ο αφηγητής μέσα στα κατεστραμμένα τσουβάλια τον γεμίζει
χαρά και αισιοδοξία, καθώς αποτελεί ένα σαφές μήνυμα ελπίδας και ζωής, μέσα στο
γενικότερο κλίμα θανάτου. Ο τρόπος άλλωστε με τον οποίο παρουσιάζει την ένταση
της χαράς του, με την ψυχή του να χορεύει σαν πεταλούδα και τη διάθεσή του να
κάνει μια μεγάλη φωταψία (στα χαρακώματα υπάρχει υποχρεωτική συσκότιση, ώστε να
μη δίνεται στόχος στους εχθρούς), δείχνει πόσο ανάγκη είχε ο αφηγητής να αισθανθεί
την ύπαρξη της ελπίδας στη ζωή του.
Η
ένταση της χαράς του μάλιστα εκφράζεται μ’ ένα παιδικό τραγούδι που έρχεται στη
σκέψη του, το οποίο λειτουργεί κυρίως ως εκδήλωση ευγνωμοσύνης για το φως του
φεγγαριού που τη νύχτα αυτή τον οδήγησε να ανακαλύψει την κρυμμένη παπαρούνα.
Συνάμα, το τραγούδι υποδηλώνει τον σχεδόν παιδικό ενθουσιασμό που έχει
κατακλύσει την ψυχή του αφηγητή, που μέσα στο χαράκωμά του, μέσα στην καρδιά
του πολέμου, αισθάνεται μια ευδαιμονία και μια αισιοδοξία με τη δύναμη που μόνο
ένα μικρό παιδί θα μπορούσε να αισθανθεί.
5. Όπως είδαμε στο εισαγωγικό
σημείωμα, ο Μυριβήλης στην αφήγησή του χρησιμοποιεί «πλαστοπροσωπία». Τι
επιδιώκει μ’ αυτόν τον τρόπο;
Ο
συγγραφέας, αν και δίνει την ιστορία του με πρωτοπρόσωπη αφήγηση που ενισχύει
την αίσθηση του αυτοβιογραφικού στοιχείου, επιλέγει να παρουσιάσει το κείμενό
του ως μια σειρά επιστολών ενός συμπολεμιστή του, του λοχία Αντώνη Κωστούλα,
που απευθύνονται σε κάποια γυναίκα. Το συγγραφικό αυτό τέχνασμα της
πλαστοπροσωπίας, που αποδίδει την ιστορία του ίδιου του συγγραφέα σε κάποιο
άλλο πρόσωπο, είναι σύνηθες στη λογοτεχνία και αποτελεί έναν τρόπο
αποστασιοποίησης του συγγραφέα από τις σκέψεις και τα λόγια του αφηγητή.
Η
ιστορία δοσμένη ως το κείμενο ενός άλλου προσώπου, διατηρεί την αλήθεια του
αυτοβιογραφικού κειμένου (πρωτοπρόσωπη αφήγηση), ενώ παράλληλα δεν
προσλαμβάνεται απ’ τους αναγνώστες ως ένα εντελώς προσωπικό βίωμα του
συγγραφέα. Έτσι, τα γεγονότα της ιστορίας χάνουν τον υποκειμενικό χαρακτήρα που
θα τους προσέδιδε η θέασή τους ως αυτοβιογραφικών στοιχείων του συγγραφέα και
αποκτούν περισσότερη αντικειμενικότητα και καθολικότητα.
Ο
συγγραφέας, δηλαδή, επιθυμεί να δηλώσει στους αναγνώστες του πως δεν έχει
σημασία αν οι εμπειρίες και τα γεγονότα που αφηγείται συνέβησαν στον ίδιο ή
όχι, καθώς στα πλαίσια του πολέμου οι εμπειρίες αυτές είναι κοινές για πάρα
πολλά άτομα. Η συναισθηματική κατάσταση του αφηγητή, ο πόνος, η μοναξιά, η
απελπισία και η διαρκής παρουσία του θανάτου, αποτελούσαν κοινό βίωμα για όλους
τους στρατιώτες. Η αλήθεια επομένως όσων καταγράφονται στην ιστορία αυτή δε θα
πρέπει να περιορίζεται αποκλειστικά και μόνο στον ίδιο τον συγγραφέα.
[Σε
ό,τι αφορά πάντως το πρόσωπο του αφηγητή θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας τα εξής:
Ο αφηγητής δεν είναι τίποτε περισσότερο από μια περσόνα, ένα μυθοπλαστικό
υποκείμενο, μια αυτόνομη κατασκευασμένη μυθοπλαστική ταυτότητα που μιλά και
ανήκει στον κόσμο του λογοτεχνικού έργου, όπως και τα πρόσωπα∙ ενδεχομένως
να επιδέχεται κάποιου είδους σύγκριση ή να εμφανίζει κάποια μορφή συγγένειας με
το υπαρκτό, με το ιστορικό πρόσωπο που ονομάζουμε συγγραφέα, αλλά σε καμία
περίπτωση δεν ταυτίζεται με αυτόν.]
Ηλίας
Βενέζης «Το νούμερο 31328» (ερωτήσεις σχολικού)
Ηλίας
Βενέζης ψευδώνυμο του Ηλία Μέλλου. Γεννήθηκε στο Αϊβαλί (Κυδωνιές) της Μικράς
Ασίας και έζησε όλο το δράμα της μικρασιατικής καταστροφής. Ένα χρόνο αργότερα
εγκαταστάθηκε στην Αθήνα όπου εργάστηκε ως υπάλληλος στην Τράπεζα, ενώ
παράλληλα επιδόθηκε στη λογοτεχνία. Το πεζογραφικό του έργο, που διακρίνεται
για την τρυφερότητα, τη νοσταλγία και το χαμηλόφωνο τόνο του, αναφέρεται κυρίως
στη «χαμένη πατρίδα» και τις δυσκολίες των προσφύγων να προσαρμοστούν στην
καινούρια πατρίδα τους.
Κεφάλαιο
ΙΖ
Βρισκόμαστε
στο 1922. Η μικρασιατική καταστροφή έχει συντελεστεί. Η ελληνική Ανατολή
παραδόθηκε στο αίμα και στη φωτιά και οι Έλληνες έχασαν τις προαιώνιες εστίες
τους. Όσοι γλίτωσαν από το θάνατο σύρθηκαν αιχμάλωτοι στα βάθη της Ασίας, για
να δουλέψουν στα «εργατικά τάγματα».
Ανάμεσά
τους είναι και ο ίδιος ο συγγραφέας αυτού του βιβλίου που για δεκατέσσερις
μήνες έζησε τις δραματικές περιπέτειες που μας αφηγείται. Από το βιβλίο, μαζί
με τη φρίκη και την καταδίκη της ανθρώπινης αγριότητας, βγαίνουν και εικόνες
ζεστής ανθρωπιάς, συμπαράστασης και αλληλεγγύης. Πρωτοεκδόθηκε το 1931.
Αφηγηματικές
Τεχνικές:
- Ο αφηγητής
της ιστορίας είναι δραματοποιημένος, συμμετέχει δηλαδή στα αφηγούμενα γεγονότα, και συνάμα αυτοδιηγητικός,
καθώς αφηγείται περιστατικά στα οποία είτε πρωταγωνιστεί είτε τα
παρακολουθεί ως αυτόπτης μάρτυρας.
Σύμφωνα,
λοιπόν, με τους αφηγηματικούς τύπους που ορίζει ο Genette, έχουμε έναν εξωδιηγητικό-ομοδιηγητικό
τύπο αφηγητή. Πρόκειται δηλαδή για έναν αφηγητή πρώτου βαθμού (βασικός
αφηγητής), ο οποίος διηγείται την ιστορία του. [Παράδειγμα αυτού του τύπου
αποτελούν όλες οι αυτοβιογραφικές αφηγήσεις.]
- Η αφήγηση
δίνεται σε πρώτο πληθυντικό πρόσωπο, με τον αφηγητή να εντάσσει τον εαυτό του στο σύνολο των Ελλήνων
αιχμαλώτων που βιώνουν από κοινού τις ίδιες εμπειρίες. Η πρωτοπρόσωπη
αφήγηση ενισχύει την αίσθηση πως τα αφηγούμενα γεγονότα αποτελούν προσωπικά
βιώματα του αφηγητή και τους προσδίδει έτσι την αλήθεια της προσωπικής
εμπειρίας.
- Η διήγηση,
αν και πρωτοπρόσωπη, οπότε θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως μίμηση,
εμπλουτίζεται και με τη χρήση διαλόγου, οπότε έχουμε μεικτό τρόπο
αφήγησης.
- Εκτός από
τους διαλόγους, ο αφηγητής χρησιμοποιεί επίσης ελεύθερο πλάγιο
λόγο. Στον ελεύθερο πλάγιο λόγο, οι λέξεις ή οι φράσεις ενός ήρωα
μεταφέρονται από τον αφηγητή χωρίς την ύπαρξη κάποιου λεκτικού ρήματος που
να τις εισάγει, χωρίς δηλαδή να υπάρχει ρήμα εξάρτησης, όπως στον πλάγιο
λόγο.
Για
παράδειγμα, όταν ο αφηγητής λέει «Δεν ξέραν με τι τρόπο να μας φχαριστήσουν για
την ορμήνια», αποδίδει ουσιαστικά τα λόγια των Τούρκων, ενσωματώνοντας τα στην
αφήγησή του, χωρίς να τα δώσει σε ευθύ λόγο ή να τα εξαρτήσει από κάποιο
λεκτικό ρήμα.
Επίσης,
όταν σχολιάζει την αντίδραση του Διοικητή: «Τόσα χρόνια μπίνμπασης δε θυμόταν
κάτι παρόμοια φοβερό», εντάσσει στην αφήγησή του λόγια που ειπώθηκαν από το
Διοικητή. [Το σημείο αυτό είναι ένα παράδειγμα πως ο ελεύθερος πλάγιος λόγος
μπορεί να δημιουργήσει την εντύπωση ότι ο αφηγητής παραβιάζει την εσωτερική
εστίαση, λειτουργώντας ως παντογνώστης. Στην πραγματικότητα, λοιπόν, ο αφηγητής
δε γνωρίζει τις σκέψεις του άλλου προσώπου, απλώς μεταφέρει τα λόγια του, χωρίς
όμως να χρησιμοποιήσει κάποιο ρήμα εξάρτησης που να δηλώνει ότι πρόκειται για
μεταφορά πληροφορίας που εκφράστηκε λεκτικά από το άλλο πρόσωπο.]
- Στην
αφήγηση εντοπίζουμε επίσης και σχόλια του αφηγητή. Για
παράδειγμα στη φράση: «Μονάχα ο αράπης- ε, αυτός ήταν μαύρος», ό,τι
ακολουθεί μετά την παύλα αποτελεί σχόλιο του αφηγητή.
- Η αφήγηση
δίνεται με εσωτερική εστίαση, έχουμε δηλαδή περιορισμένη θέαση
της πραγματικότητας και ο αφηγητής μας παρουσιάζει μόνο ό,τι αντιλήφθηκε
και βίωσε ο ίδιος. Έτσι, στις διηγήσεις με εσωτερική εστίαση ο αφηγητής δε
μπορεί να γνωρίζει τις μύχιες σκέψεις και τα συναισθήματα των άλλων
προσώπων, όπως γίνεται στις διηγήσεις με μηδενική εστίαση, όπου ο αφηγητής
είναι παντογνώστης.
- Τα
γεγονότα της ιστορίας δίνονται με τη σειρά που έγιναν (γραμμική αφήγηση), χωρίς
να υπάρχουν αναχρονίες στην αφήγηση, χωρίς δηλαδή ο αφηγητής να κάνει
αναδρομές στο παρελθόν ή αναφορές σε μελλοντικά γεγονότα (προλήψεις).
- Οι
χρονικοί προσδιορισμοί «Μια μέρα», «Την άλλη μέρα», «Το ίδιο βράδυ»,
αποκαλύπτουν πως τα κεντρικά γεγονότα της ιστορίας καλύπτουν ουσιαστικά
ένα διάστημα δύο ημερών. Ενώ ο προσδιορισμός «με τον καιρό» υποδηλώνει την επιτάχυνση
στην αφήγηση (την παράλειψη δηλαδή γεγονότων δευτερεύουσας σημασίας),
καθώς ο αφηγητής συνοψίζει σε μερικές παραγράφους γεγονότα πολλών ημερών.
- Ενώ στα
γεγονότα των βασικών επεισοδίων της ιστορίας (το αίτημα των μαφαζάδων στο
Διοικητή, το μαστίγωμά τους, το επεισόδιο με το σκοπό) έχουμε μοναδική
αφήγηση (αφήγηση μια φορά αυτού που στην ιστορία συνέβη μια
φορά), όταν ο αφηγητής συνοψίζει τα γεγονότα των επόμενων ημερών [Έτσι με
τον καιρό, χωρίς να το καταλαβαίνουμε, τυφλά αρχίσαμε, οι μαφαζάδες κι
εμείς, να ερχόμαστε σιμά. Να πλησιάζουμε. Τα βράδια έρχουνται πιο τακτικά
και κάνουν παρέα μαζί μας. Λέμε μαζί τα βάσανά μας. ...], έχουμε θαμιστική
αφήγηση, καθώς ο αφηγητής αφηγείται μία φορά γεγονότα που συνέβησαν
αρκετές φορές.
Ερωτήσεις:
1.
Ο συγγραφέας λέει ότι κανονικά πρέπει να μισούν τους Τούρκους σκοπούς. Εντούτοις
προσπαθούν να τους βοηθήσουν. Τι είναι αυτό που τους συνδέει;
Οι
Έλληνες αιχμάλωτοι αισθάνονται εύλογα μίσος για τους Τούρκους, μιας κι είναι
αυτοί που τους έχουν φέρει σε μια τόσο δεινή θέση. Το μίσος τους όμως είναι
γενικευμένο και απρόσωπο, και φανερώνει περισσότερο τον πόνο που αισθάνονται
για τις τρομερές απώλειες που τους προκάλεσε ο τουρκικός στρατός. Έτσι, όταν
στα εργατικά τάγματα έρχονται σ’ επαφή με τους μαφαζάδες, με τους Τούρκους
σκοπούς, που ζουν μαζί τους υπό άθλιες συνθήκες, παρόλο που ξέρουν ότι είναι κι
αυτοί τμήμα του τουρκικού στρατού, τους είναι δύσκολο να τους μισήσουν
πραγματικά.
Αν
και νιώθουν πως πρέπει να τους κρατούν σε απόσταση και πως πρέπει να τους
μισούν, εντούτοις βλέπουν πως κι εκείνοι βιώνουν μια δική τους σκλαβιά, αφού
βρίσκονται εκεί παρά τη θέλησή τους, κι αντιλαμβάνονται σιγά-σιγά πως όσα τους
ενώνουν είναι περισσότερα και ουσιαστικότερα από όσα τους χωρίζουν. Οι Τούρκοι
φύλακες παύουν να είναι μέρος του απρόσωπου τουρκικού εχθρού, αποκτούν στα
μάτια των Ελλήνων ανθρώπινη υπόσταση και γίνονται κομμάτι της καθημερινότητάς
τους.
Έτσι,
παρά το γεγονός πως αυτοί είναι οι αιχμάλωτοι κι εκείνοι είναι οι φύλακές τους,
γίνεται από νωρίς σαφές πως βρίσκονται στην ίδια μοίρα και πως μαζί θα
μπορέσουν να αντιμετωπίσουν καλύτερα τις δυσκολίες της κοινής «αιχμαλωσίας»
τους. Οι Έλληνες επομένως βοηθούν τους Τούρκους σκοπούς, όχι γιατί έχουν δώσει
άφεση στον εχθρό, αλλά γιατί αναγνωρίζουν πως οι άνθρωποι αυτοί βιώνουν μαζί
τους την ίδια δυστυχία.
2.
Να επισημάνετε χωρία του κειμένου στα οποία ο συγγραφέας τονίζει τα κοινά
σημεία που υπάρχουν ανάμεσα στους σκλάβους και τους φύλακες.
- Οι Τούρκοι
φύλακες, άνθρωποι μεγάλης ηλικίας, είναι εκείνοι που κατά τη διάρκεια του
πολέμου το είχαν σκάσει στα βουνά για να μην πολεμήσουν και τους οποίους,
με το πέρας των εχθροπραξιών, η τουρκική κυβέρνηση άρχισε να εντοπίζει
προκειμένου να υπηρετήσουν μέρος της οφειλόμενης θητείας τους. Το γεγονός,
λοιπόν, ότι οι Τούρκοι φύλακες δε βρίσκονται εκεί με τη θέλησή τους,
αποτελεί έναν πρώτο κοινό σημείο με τους Έλληνες αιχμαλώτους.
«Στην
αρχή τους είπαν πως θα υπηρετήσουν τρεις μήνες. Οι μήνες γίναν έξι, γίναν εφτά,
οχτώ, κι αυτοί ολοένα μέναν μαζί μας και ζυμώνουνταν.»
- Οι Τούρκοι
φύλακες μαθαίνοντας πως η δική τους σειρά είχε απολυθεί απ’ το στρατό,
ζητούν από τους Έλληνες συμβουλή για το τι πρέπει να κάνουν κι
ακολουθώντας την υπόδειξή τους ζητούν από το Διοικητή το χαρτί της
απόλυσης. Ο Διοικητής, που θα εξαγριωθεί από το θράσος των στρατιωτών του,
θα τους τιμωρήσει μαζί με κάποιους Έλληνες τσαουσάδες, μαστιγώνοντάς τους.
Η τιμωρία είναι κοινή για τους Τούρκους φύλακες και τους Έλληνες
υπαξιωματικούς, τονίζοντας ακόμη περισσότερο την κοινή τους πορεία.
Άλλωστε, μετά το μαστίγωμα ο Διοικητής δίνει την εντολή να εργαστούν οι
μαφαζάδες δέκα μέρες μαζί με τους σκλάβους.
«-
Σε τι λοιπόν ξεχωρίζανε αν ήταν Χριστιανοί για Τούρκοι; Σε τι ξεχωρίζανε; Εμείς
ήμαστε γεσήρ, ήμαστε δεμένοι. Εμ αυτοί που ήταν λεύτεροι; Το αίμα αυλάκωσε και
τα εννιά κορμιά -τι διαφορά είχε;»
- Το
επεισόδιο με το όπλο του σκοπού αναδεικνύει την αλληλεγγύη που έχει
αναπτυχθεί ανάμεσα στους Τούρκους σκοπούς και τους Έλληνες.
- Με το
πέρασμα του χρόνου οι Τούρκοι σκοποί συγχρωτίζονται ολοένα και περισσότερο
με τους Έλληνες αιχμαλώτους, περνούν μαζί τις δύσκολες ώρες της
νοσταλγίας, βιώνουν από κοινού τις ίδιες στερήσεις και δείχνουν με κάθε
τρόπο τη μεταξύ τους συμπαράσταση.
«Έτσι
με τον καιρό, χωρίς να το καταλαβαίνουμε, τυφλά αρχίσαμε, οι μαφαζάδες κι
εμείς, να ερχόμαστε σιμά. Να πλησιάζουμε. Τα βράδια έρχονται πιο τακτικά και
κάνουν παρέα μαζί μας. Λέμε μαζί τα βάσανά μας. Και στην κουβέντα δε μας λεν
πια “γεσήρ”. Με τη βαριά ανατολίτικη φωνή τους το πρεφέρνουν γεμάτο θερμότητα
και καλοσύνη: - Αρκαντάς (σύντροφε).»
- Ακόμη κι ο
φόβος που έχουν οι μαφαζάδες για τους Έλληνες τσαουσάδες είναι ένα σημείο
επαφής με τους Έλληνες αιχμαλώτους. Φύλακες κι αιχμάλωτοι μισούν και
φοβούνται τους Έλληνες που με κάθε τρόπο προσπαθούν να είναι αρεστοί στην
τουρκική διοίκηση.
«-Τι
να κάνουμε, αρκαντάς; Ο θεός να μας λυπηθεί, κι εσάς κι εμάς. Να μας λυπηθεί.
“Κι εσάς κι εμάς”. Το λεν πια σχεδόν μόνιμα. Άρχισαν να μη μπορούν να
ξεχωρίσουν τις δυο μοίρες, τη δική τους και τη δική μας. Τρέμουν τους
αξιωματικούς τους και τους τσαουσάδες τους δικούς μας. Αυτούς τους μισούμε κι
εμείς. Ικετεύουν για το “μεμλεκέτ”, ένα καλύβι κάπου. Κι εμείς.»
- Επιπλέον,
οι στερήσεις είναι κοινές τόσο για τους Τούρκους φύλακες όσο και για τους
Έλληνες.
«Όλοι
τους είναι φουκαράδες. Μα πολύ. Δεν τους δίνουν τίποτα για χαρτζιλίκι. Φαίνεται
τους κλέβουν οι αξιωματικοί. Υποφέρνουν απ’ όλες τις στερήσεις, ακόμα κι απ’
τον καπνό. Εμείς μαζεύουμε αποτσίγαρα λεύτερα –αυτοί, όσο να ‘ναι διστάζουν. Δε
θέλουν να ταπεινωθούν τόσο. Μα, άμα δεν τους βλέπουμε...»
3.
Τι συμπεράσματα μπορούμε να βγάλουμε α) από το επεισόδιο με την επιτροπή και β)
από το επεισόδιο με το όπλο του σκοπού;
- Το
επεισόδιο με την επιτροπή λειτουργεί ως η πρώτη ουσιαστική ένδειξη για
τους Έλληνες αιχμαλώτους πως οι Τούρκοι φύλακες βρίσκονται στην ίδια μοίρα
μ’ αυτούς. Η βάναυση τιμωρία που τους επιβάλλει ο Διοικητής και φυσικά η
άρνησή του να τους αφήσει να επιστρέψουν στις ιδιαίτερες πατρίδες τους,
καθιστά σαφές στους Έλληνες πως κι οι μαφαζάδες είναι αιχμάλωτοι και
κρατούνται στο τάγμα εργασίας χωρίς να το θέλουν.
- Παράλληλα,
το γεγονός ότι οι Τούρκοι φύλακες στρέφονται στους Έλληνες για να ρωτήσουν
πως θα πρέπει να διαχειριστούν το ζήτημα της απόλυσής τους, δείχνει την
εμπιστοσύνη που έχουν στους αιχμαλώτους, τους οποίους προφανώς
εμπιστεύονται περισσότερο από τους ομοεθνείς τους, αξιωματικούς.
- Οι
μαφαζάδες είναι άπειροι στα θέματα του στρατού και δέχονται με χαρά τη
συμβουλή των Ελλήνων, η οποία όμως βασιζόταν στον τρόπο λειτουργίας του
ελληνικού στρατού. Όπως θα φανεί από την αντίδραση του Διοικητή, ήταν
ανήκουστο για τα τουρκικά δεδομένα να διατυπώνουν οι στρατιώτες αιτήματα:
«Τόσα χρόνια μπίνμπασης δε θυμόταν κάτι παρόμοια φοβερό.»
- Στον
τουρκικό στρατό κυριαρχεί η λογική της απόλυτης υποταγής, με το Διοικητή
να έχει κάθε εξουσία απέναντι στους στρατιώτες. Ο Διοικητής μπορεί να
παρατείνει τη θητεία τους κατά βούληση, μπορεί να τους τιμωρεί με
υπέρμετρη σκληρότητα και ουσιαστικά να παραβιάζει κάθε έννοια ανθρώπινου
δικαιώματος. Το γεγονός, άλλωστε, ότι τους μαστιγώνει και κατόπιν δίνει
την εντολή να εργαστούν μαζί με τους Έλληνες, δείχνει πως τους θεωρεί και
τους αντιμετωπίζει ως σκλάβους.
- Οι
μαφαζάδες αισθάνονται -δικαιολογημένα- φόβο απέναντι στο Διοικητή και γι’ αυτό
ομολογούν, χωρίς δεύτερη σκέψη, πως οι Έλληνες σκλάβοι ήταν εκείνοι που
τους συμβούλευσαν να ζητήσουν την απόλυσή τους. Η ομολογία τους αυτή
οφείλεται βέβαια στο φόβο τους, αλλά και στο γεγονός πως δεν αισθάνονται
ότι έχουν κάποιο λόγο να προστατέψουν τους Έλληνες. Όσο κι αν οι δύο
ομάδες έχουν έρθει κοντά, δεν έχει ακόμη αναπτυχθεί μεταξύ τους ένας
ικανός δεσμός αλληλεγγύης.
β)
Κατά
τη διάρκεια της βάναυσης τιμωρίας των μαφαζάδων, ο Διοικητής βάζει έναν
στρατιώτη, που είναι της ίδιας σειράς με τους μαφαζάδες, να συνεχίσει το
μαστίγωμα. Ο στρατιώτης, όπως είναι φυσικό, υποφέρει με τον πόνο που προκαλεί
στους συμπατριώτες και φίλους του. Έτσι, το ίδιο βράδυ, συντετριμμένος ψυχικά
κι εξουθενωμένος από την επώδυνη αυτή εμπειρία, αν και έχει σκοπιά, αποκοιμιέται.
Ο
επιλοχίας που κάνει τη νυχτερινή έφοδο και βλέπει το σκοπό να κοιμάται, παίρνει
το όπλο του και το δίνει σ’ έναν υπηρέτη που βρισκόταν εκεί κοντά. Αμέσως μετά
σπεύδει να ειδοποιήσει τον αξιωματικό, προκειμένου να τιμωρηθεί βαρύτατα ο
Τούρκος σκοπός, που αποκοιμήθηκε εν ώρα υπηρεσίας.
Η
άμεση επέμβαση των Ελλήνων στρατιωτών, που ξύπνησαν τον Τούρκο σκοπό και
ανάγκασαν τον υπηρέτη να του δώσει πίσω το όπλο, συνετέλεσε ώστε ο Τούρκος
σκοπός να γλιτώσει την τιμωρία.
Η
επέμβαση αυτή των Ελλήνων υποδηλώνει πως τα αισθήματα αλληλεγγύης ανάμεσα στους
Έλληνες και τους Τούρκους μαφαζάδες είχαν πια εδραιωθεί. Οι Έλληνες, έχοντας
δει το μαστίγωμα των Τούρκων σκοπών, τους θεωρούν πια περισσότερο δικούς τους
παρά εχθρούς. Έτσι, παρά το γεγονός ότι οι μαφαζάδες υπό τις απειλές του
Διοικητή, είχαν αποκαλύψει πως το αίτημα για απόλυση προέκυψε ύστερα από
συμβουλή των Ελλήνων, δεν τους κρατούν κακία και βοηθούν το σκοπό που
κινδυνεύει.
Είναι
εμφανή σ’ αυτό το περιστατικό τα συναισθήματα συμπόνιας, κατανόησης και
αλληλεγγύης που διαπνέουν τις πράξεις των Ελλήνων αιχμαλώτων. Ενώ, μέσα από
αυτό το επεισόδιο θα μπορέσουν πια κι οι Τούρκοι φύλακες να εμπιστευτούν πλήρως
τους Έλληνες αιχμαλώτους. Η πράξη, επομένως, των Ελλήνων θα λειτουργήσει
καταλυτικά, ώστε να εξαλειφθεί οποιαδήποτε καχυποψία να είχαν απέναντί τους οι
Τούρκοι φύλακες.
4.
Ποια είναι η συναισθηματική διάθεση που κυριαρχεί σ’ αυτό το κεφάλαιο του
βιβλίου;
Σ’
ένα βιβλίο όπου ο συγγραφέας καταγράφει την αγριότητα του τουρκικού στρατού και
τη φρίκη των ταγμάτων εργασίας, τα οποία είχαν ως στόχο την εξαθλίωση και την
εξόντωση των Ελλήνων αιχμαλώτων, δε λείπουν και οι διηγήσεις που έρχονται να
αναδείξουν τη δύναμη της ανθρώπινης ευαισθησίας και της αλληλεγγύης.
Ο
συγγραφέας αφενός διαπνέεται από αντιμιλιταριστική διάθεση κι αφετέρου επιθυμεί
να τονίσει πως η σκληρότητα του τουρκικού στρατού και της ανώτερης διοίκησης
δεν εξέφραζε όλους τους Τούρκους. Ανεξάρτητα, δηλαδή, από τις σκοπιμότητες της
πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας, οι απλοί άνθρωποι δεν ένιωθαν μίσος για
τους Έλληνες, ούτε θεωρούσαν την εξόντωσή τους ως θεμιτή επιδίωξη.
Μέσα,
λοιπόν, από τη συνύπαρξη των Ελλήνων αιχμαλώτων και των Τούρκων σκοπών, ο
συγγραφέας επιχειρεί να αναδείξει τα κοινά στοιχεία των δύο λαών, τις κοινές
επιθυμίες και ανάγκες τους, καταρρίπτοντας τη στερεότυπη άποψη που θέλει τους
δύο λαούς να τρέφουν ασίγαστο μίσος μεταξύ τους.
Ο
εχθρός για τους Έλληνες αιχμαλώτους και για τους μαφαζάδες, είναι κοινός και
εντοπίζεται στο πρόσωπο του αδίσταχτου Διοικητή, αλλά και των Ελλήνων
τσαουσάδων. Ο εχθρός των ανθρώπων δεν είναι ο αλλοεθνής, αλλά εκείνος που δεν
τους σέβεται, εκείνος που τους κακομεταχειρίζεται και φυσικά εκείνος που
επιχειρεί να τους εκμεταλλευτεί, για να πετύχει τις δικές του σκοπιμότητες.