Κυριακή 11 Οκτωβρίου 2015

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Γ΄ ΛΥΚΕΙΟΥ



Τάκης Σινόπουλος
Η ζωή του – το υλικό της ποίησής του
       Ο Σινόπουλος έζησε τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
        υπηρέτησε ως στρατιωτικός γιατρός από το 1941.
       Λίγο αργότερα καταδιώχθηκε και φυλακίστηκε ως αντιστασιακός.
       Ακολούθησε ο Εμφύλιος. Θα ήταν αδιανόητο να περάσουν απαρατήρητα όλα αυτά τα γεγονότα από έναν ποιητή που ήταν προσκολλημένος στην καταγραφή του προσωπικού του δράματος,
       «έχτισε» τα ποιήματά του με τα ίδια «υλικά» που διαμόρφωσαν την προσωπικότητά του.
ΤΕΧΝΙΚΗ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ ΤΟΥ

       ποιητής έντονα δραματικός, βαθύτατα λυρικός,
       παράδοξες  περιγραφές και εικονοπλασία
       στην ποίησή του κορυφώνεται το αδιέξοδο,
       σκηνοθετεί τα ποιήματά του, καταγράφοντας συνήθως τραγικές ιστορίες οι οποίες κορυφώνονται σ' ένα ανοιχτό δραματικό τοπίο,
       Παρουσιάζει κυρίως την ανατομία του ανθρώπινου ψυχισμού κι όχι τα γεγονότα αυτά καθαυτά που τον επηρέασαν.


Τάκης Σινόπουλος «Ο καιόμενος»
Το ποίημα του Τάκη Σινόπουλου «Ο καιόμενος» ανήκει στην ποιητική συλλογή Μεταίχμιο Β΄ (1957), όπου ο ποιητής καταγράφει σκέψεις και εμπειρίες από τα χρόνια που ακολούθησαν το τέλος του εμφυλίου πολέμου. Πρόκειται για μία δύσκολη περίοδο τόσο γιατί η χώρα είχε περιέλθει σε δεινή οικονομική κατάσταση όσο και γιατί τα πάθη του εμφυλίου ήταν ακόμη έντονα. Οι συνεχείς διώξεις, άλλωστε, εις βάρος των κομμουνιστών είχαν δημιουργήσει ένα έντονο κλίμα ανελευθερίας, με αποτέλεσμα οι πολίτες ν’ αναγκάζονται να κρύβουν τις πραγματικές τους πεποιθήσεις, προκειμένου να γλιτώσουν απ’ το αντικομμουνιστικό μένος της κυβέρνησης.
Ο ποιητής θέλοντας να δείξει την άκρα αντίθεση ανάμεσα σ’ εκείνους που είναι πρόθυμοι να θυσιάσουν ακόμη και τη ζωή τους για να υπερασπιστούν τις ιδέες τους και σ’ εκείνους που επιλέγουν την παθητική στάση του αμέτοχου παρατηρητή, καταφεύγει στην παραστατικότητα ενός ιδιαίτερου γεγονότος. Αποφεύγει έτσι την πιθανώς λιγότερο δραστική εντύπωση που θα προκαλούσε η θεωρητική προσέγγιση του θέματος και προκρίνει την εντυπωτική δύναμη ενός τέτοιου περιστατικού, όπως είναι η αυτοπυρπόληση ενός ανθρώπου.
«Κοιτάχτε! μπήκε στη φωτιά! είπε ένας απ’ το πλήθος.
Γυρίσαμε τα μάτια γρήγορα. Ήταν
στ’ αλήθεια αυτός που απόστρεψε το πρόσωπο, όταν του
μιλήσαμε. Και τώρα καίγεται. Μα δε φωνάζει βοήθεια.»
Το ποίημα δίνεται αφηγηματικά, με πρόδηλα τα στοιχεία του εσωτερικού μονολόγου, καθώς ο ίδιος ο ποιητής αποκαλύπτει τις σκέψεις που του προκαλεί το πρωτόγνωρο αυτό γεγονός, η απρόσμενη αυτή πράξη αυτοθυσίας.
Με την προτροπή έκπληξης ενός ανθρώπου από το πλήθος -μέρος του οποίου είναι κι ο ίδιος ο ποιητής- οι παριστάμενοι στρέφουν να δουν το αδιανόητο γεγονός της αυτοπυρπόλησης ενός αγνώστου ανδρός. “Γυρίσαμε” τα μάτια γρήγορα, σχολιάζει ο ποιητής, εντάσσοντας με το α΄ πληθυντικό πρόσωπο και τον εαυτό του στο απρόσωπο πλήθος. Η εναλλαγή μεταξύ ρημάτων πρώτου πληθυντικού (γυρίσαμε, μιλήσαμε) και τρίτου ενικού (απόστρεψε, καίγεται, δε φωνάζει), καθιστά σαφέστερη τη διάκριση ανάμεσα στο πλήθος και τη μοναδικότητα του ανθρώπου εκείνου που με την ακραία πράξη του καθηλώνει όλους τους άλλους γύρω του.
Λίγο προτού ο άνθρωπος αυτός τυλιχτεί στις φλόγες οι άλλοι γύρω του, μαζί κι ο ποιητής, είχαν προσπαθήσει να του μιλήσουν, εκείνος ωστόσο είχε στρέψει το πρόσωπό του αλλού. Η απροθυμία του αυτή να επικοινωνήσει με τους ανθρώπους γύρω του, φανερώνει, όχι μόνο την απόλυτη προσήλωση που είχε σε ό,τι ετοιμαζόταν να κάνει, αλλά και την περιφρόνησή του απέναντι στο αμέτοχο πλήθος. Ο άνδρας αυτός γνωρίζει ήδη την παθητικότητα που χαρακτηρίζει την πλειονότητα των συμπολιτών του, γνωρίζει ήδη πως προτιμούν την ασφάλεια που τους παρέχει η υποταγή στη θέληση των κυβερνόντων. Για το λόγο αυτό, άλλωστε, επιλέγει μια τόσο ακραία πράξη, στην προσπάθειά του να δείξει πόσο σημαντικό είναι να παλεύει κανείς για τα πιστεύω και τα ιδανικά του.
Έχει ιδιαίτερη σημασία να προσεχθεί η επιλογή της αυτοπυρπόλησης, καθώς δεν πρόκειται για μια απλή πράξη αυτοχειρίας. Αν επρόκειτο για απλή αυτοκτονία, θα μπορούσε να επιλεχθεί ένας άλλος τρόπος που θα επέφερε έναν ακαριαίο θάνατο. Ωστόσο, εδώ θέλει να τονιστεί η απόλυτη αποφασιστικότητα αυτού του ανθρώπου και η απόλυτη πίστη του στα ιδανικά για τα οποία θυσιάζει τη ζωή του. Έτσι, τον βλέπουμε να τυλίγεται στις φλόγες χωρίς να φωνάζει, χωρίς να ζητά βοήθεια. Υπομένει τους φρικτούς πόνους και την αγωνία του θανάτου, με πλήρη αυτοσυγκράτηση. Θέτει τα πιστεύω του πάνω και πέρα απ’ τη δική του ζωή, την οποία προτιμά να θυσιάσει προκειμένου να συμβάλει στην αφύπνιση των συνανθρώπων του, αλλά και στην πλέον δραματική δήλωση της αξίας που έχει για τον άνθρωπο η ελευθερία να εκφράζει και να διεκδικεί την πραγμάτωση των ιδανικών του.
Ο καιόμενος θα μπορούσε να λειτουργεί ως σύμβολο για όλους εκείνους τους ανθρώπους της αριστεράς, οι οποίοι θυσίασαν τη ζωή τους στην προσπάθειά τους να δημιουργήσουν μια δικαιότερη κοινωνία, στην οποία δε θα πρυτάνευε πια το συμφέρον των οικονομικά ισχυρών, αλλά η αξία του ανθρώπου και οι ανάγκες του απλού πολίτη. Ο καιόμενος θα μπορούσε, συνάμα, να είναι το σύμβολο όλων εκείνων των ανθρώπων που κατορθώνουν να δουν πέρα από τα προσωπικά τους συμφέροντα και τις ατομικές τους επιθυμίες, και προσφέρουν τον εαυτό τους σε μια ιδέα, σ’ έναν αγώνα που αγκαλιάζει όλους τους ανθρώπους.
«Διστάζω. Λέω να πάω εκεί. Να τον αγγίξω με το χέρι μου.
Είμαι από τη φύση μου φτιαγμένος να παραξενεύομαι.»
Παράλληλα με το δράμα του καιόμενου ανδρός, μας δίνονται και οι πρώτες σκέψεις του ποιητή, ο οποίος εκφράζει την επιθυμία να αγγίξει με το χέρι του τον άνθρωπο αυτό∙ ένδειξη του θαυμασμού που αισθάνεται για την πράξη αυτή που μοιάζει να ξεπερνά τα ανθρώπινα μέτρα.
Ο ποιητής διστάζει, ωστόσο, δεν ξέρει αν πρέπει να τον πλησιάσει, αν πρέπει να κάνει κάτι ή όχι. Μέσα του αισθάνεται έντονη περιέργεια γι’ αυτό που συμβαίνει μπροστά του. Είναι, άλλωστε, φτιαγμένος από τη φύση του να παραξενεύεται, όπως σχολιάζει, αλλά δεν είναι σίγουρος για το ποια στάση πρέπει να κρατήσει.
Άξιο προσοχής πως ο ποιητής δεν εκφράζει τη σκέψη να παρέμβει δραστικά για τη σωτηρία του ανδρός. Η πράξη της αυτοπυρπόλησης θα μείνει ως αντικείμενο παρατήρησης, ως αφορμή προβληματισμού, αλλά δε θα παρεμποδιστεί. Η θυσία αυτού του ανθρώπου θα φτάσει μέχρι το τέλος, χωρίς κάποια μάταιη απόπειρα διάσωσης, η οποία θα αλλοίωνε το χαρακτήρα και θα απέτρεπε το πλήρες φανέρωμα της αποφασιστικότητας του ανθρώπου αυτού.  
«Ποιος είναι τούτος που αναλίσκεται περήφανος;
Το σώμα του το ανθρώπινο δεν τον πονά
Ο καιόμενος άνδρας ξεπερνά τις αδυναμίες της ανθρώπινης φύσης, υπερνικά τον βασανιστικό πόνο του φλεγόμενου σώματός του, και  στέκει μες στη φωτιά με την υπερηφάνεια ενός σύγχρονου μάρτυρα. Επιδεικνύει έτσι μιαν αποφασιστικότητα που προκαλεί εξαιρετική εντύπωση σε όποιον τον αντικρίζει.
Η εύλογη απορία για το πώς γίνεται να καίγεται ζωντανός και να μην εκδηλώνει τον πόνο που αισθάνεται, έρχεται να τονίσει με εναργή τρόπο το μέγεθος της αποφασιστικότητάς του, αλλά και την ένταση της πίστης που τον έχει οδηγήσει στην πράξη αυτή. Είναι τόσο απόλυτα αφοσιωμένος στα ιδανικά του, ώστε υπομένει τον φρικιαστικό αυτό θάνατο με πλήρη καρτερία. Σα να λέει σε όσους τον παρατηρούν πως αυτά για τα οποία πεθαίνει, αξίζουν κάθε πιθανή θυσία.
«Η χώρα εδώ είναι σκοτεινή. Και δύσκολη. Φοβάμαι.
Ξένη φωτιά μην την ανακατεύεις, μου είπαν.»
Το ποίημα προχωρά με εναλλαγές ανάμεσα στην περήφανη στάση του ανθρώπου που καίγεται ζωντανός και του ποιητή που τον παρακολουθεί με φόβο και δισταγμό. Από τη μία έχουμε εκείνον που είναι πρόθυμος να πεθάνει για να στηρίξει και να υπερασπιστεί τις ιδέες του, κι από την άλλη έχουμε τον ποιητή -εκφραστή του πλήθους, εκφραστή της πλειονότητας των πολιτών εκείνης της περιόδου-, ο οποίος δεν τολμά να εκφράσει τη συμπάθειά του ή και την ομογνωμοσύνη του με τον καιόμενο.
Η χώρα είναι σκοτεινή και δύσκολη. Η χώρα περνά μια περίοδο κατά την οποία η υποψία και μόνο πως κάποιος έχει αντίθετες πεποιθήσεις απ’ αυτές της κυβέρνησης κινδύνευε με εξορία ο ίδιος και με πλήρη οικονομική εξαθλίωση η οικογένειά του. Οι πολίτες, έτσι, γίνονται εξαιρετικά επιφυλακτικοί και φοβούνται όχι μόνο να εκφράσουν τα πραγματικά πιστεύω τους, αλλά ακόμη και να συσχετιστούν με ανθρώπους που κρίνονται ύποπτοι από τους κυβερνητικούς και την αστυνομία.
Ξένη φωτιά μην την ανακατεύεις, σχολιάζουν οι άνθρωποι της εποχής, εκφράζοντας μια στάση που προτάσσει το όφελος της φιλήσυχης και ασφαλούς ζωής έναντι στην ενεργή διεκδίκηση και υπεράσπιση των ιδανικών και της ελευθερίας. Η πλειονότητα των πολιτών επιλέγει να αδιαφορήσει για τα μεγαλύτερα ιδανικά, προκειμένου να της δοθεί το δικαίωμα να ζήσει έστω την περιορισμένη και ανελεύθερη ζωή του ατομικού βίου. Οι περισσότεροι πολίτες προτιμούν να θυσιάσουν την ελευθερία τους και το δικαίωμά τους να έχουν και να εκφράζουν τις δικές τους απόψεις, με αντάλλαγμα την ευκαιρία να ζήσουν ανενόχλητοι από την εξουσία.
Ανάμεσα στον αγώνα και στην αυτοθυσία για ένα καλύτερο αύριο για όλους και σε μια ζωή περιχαρακωμένη μες στα όρια που θέτει η εξουσία, ελάχιστοι είναι αυτοί που επιλέγουν το δρόμο της διεκδίκησης. Το πλήθος επιλέγει τη στέρηση της ελευθερίας του, επιλέγει να αφήσει τους κυβερνώντες και τους κρατούντες να κάνουν ό,τι θέλουν, αρκεί οι ίδιοι να διασφαλίσουν την ησυχία τους. Σε μια χώρα που οι άνθρωποί της έχουν πολλάκις θυσιαστεί στο όνομα της ελευθερίας, οι κυβερνώντες μέσω του φόβου και της απειλής έχουν κατορθώσει το αδιανόητο, έχουν καταφέρει να υποτάξουν πλήρως τους πολίτες, έχουν καταφέρει να τους καθηλώσουν σ’ ένα πλέγμα φόβου και ανασφάλειας, ώστε να μη διεκδικούν απολύτως τίποτα, ώστε να μην παρεμποδίζουν την ασυδοσία της εξουσίας.
«Όμως εκείνος καίγονταν μονάχος. Καταμόναχος.
Κι όσο αφανίζονταν τόσο άστραφτε το πρόσωπο.
Γινόταν ήλιος.»
Κι όμως σε τι αντίθεση με τους πολλούς βρίσκεται αυτός ο άνθρωπος. Καίγεται μονάχος του καταμόναχος∙ η λέξη μονάχος επαναλαμβάνεται και με επίταση, ώστε να δοθεί με ιδιαίτερη έμφαση το γεγονός πως μόνος του αυτός ο άνδρας τολμά να εκφράσει την αντίθεσή του στο φόβο που έχει επιβάλει η εξουσία, μόνος του αυτός τολμά να πεθάνει για τα ιδανικά του.
Από τη μία το υποταγμένο πλήθος κι από την άλλη αυτός μόνος του να καίγεται ζωντανός, σε μια αυτόβουλη θυσία που έρχεται να δείξει στους άλλους το μόνο δρόμο απέναντι στην ανελευθερία. Ο άνθρωπός αυτός επιλέγει το θάνατο απ’ το να ζει σε μια επιβεβλημένη αδράνεια, χωρίς να έχει το δικαίωμα να διεκδικήσει γι’ αυτόν και τους δικούς του μια καλύτερη ζωή. Ο άνθρωπος αυτός επιλέγει το δρόμο της αντίστασης απέναντι στο φόβο και στην ανασφάλεια, απέναντι στην αντιδημοκρατική κυβέρνηση∙ και το κάνει αυτό με πλήρη αποφασιστικότητα.
Καθώς το σώμα του αφανίζεται απ’ τις φλόγες, το πρόσωπό του αστράφτει, γίνεται ήλιος. Ο άνθρωπος αυτός όσο περισσότερο χάνει τη σωματική του υπόσταση, τόσο περισσότερο γίνεται ένα σύμβολο, ένας ήρωας, σε μια εποχή όπου οι πολίτες έχουν απολέσει την αγωνιστικότητά τους. Η θυσία του θα στέκει ως παράδειγμα, ως διαρκές κίνητρο για εκείνους που θέλουν να αντισταθούν στην απαράδεκτη προσπάθεια της κυβέρνησης να επιβάλει ένα συγκεκριμένο τρόπο σκέψης -τον τρόπο που διασφαλίζει τα συμφέροντά της- διώκοντας μέχρι την πλήρη εξαθλίωση εκείνους που αρνούνται να υποταχθούν στο συστηματικό εκφοβισμό και στη συστηματική στέρηση της ελευθερίας.
«Στην εποχή μας όπως και σε περασμένες εποχές
άλλοι είναι μέσα στη φωτιά κι άλλοι χειροκροτούνε.
Ο ποιητής μοιράζεται στα δυο.»
Ο ποιητής, ωστόσο, αντιλαμβάνεται πως το παράδειγμα του καιόμενου άνδρα θα έχει περιορισμένο μόνο αντίκτυπο, καθώς οι περισσότεροι άνθρωποι δεν είναι διατεθειμένοι να προβούν σε θυσίες και σε ηρωικές πράξεις. Τους είναι πιο εύκολο να περιμένουν από κάποιον άλλο να επιτελέσει το δύσκολο έργο της διεκδίκησης, τους είναι πιο εύκολο να παρατηρούν εκ του ασφαλούς, περιμένοντας από κάποιον άλλον να θυσιαστεί, να παλέψει και ίσως να κερδίσει κάτι, που θα ωφελήσει κι αυτούς.
Το ηρωικό σθένος προηγούμενων εποχών έχει παρέλθει, καθώς οι περισσότεροι άνθρωποι προτιμούν πλέον να κοιτάζουν τη δουλειά τους, να μένουν αμέτοχοι και να μη διακινδυνεύουν την ασφάλεια της περιορισμένης ιδιωτικής τους ζωής. Έτσι, την ώρα που κάποιος άλλος θυσιάζεται για εκείνους, που καίγεται ζωντανός για να τους παρακινήσει σε δράση, εκείνοι κοιτούν έκπληκτοι, νιώθουν ίσως και θαυμασμό για το θάρρος του, κάποτε επικροτούν κιόλας την πράξη του, αλλά δεν εγκαταλείπουν τη σιγουριά της απάθειάς τους.
Ο κίνδυνος που συνοδεύει την προσπάθεια διεκδίκησης, ο φόβος απέναντι στην πανταχού παρούσα κυβέρνηση, κάμπτει την αγωνιστικότητα των πολιτών, οι οποίοι έχουν μεταλλαχθεί πια σε φιλήσυχους και αμέτοχους παρατηρητές. Η θυσία του άλλου ανθρώπου γίνεται κυρίως ένα ακόμη θέαμα άξιο προσοχής, αλλά σε καμία περίπτωση δεν έχει τόση δύναμη, ώστε να τους βγάλει από το τέλμα της απραξίας. Έτσι, το δικαίωμα στην ελευθερία, το δικαίωμα σε μια δικαιότερη κοινωνία, κατακρημνίζεται μπροστά στους δουλικά φερόμενους πολίτες, που αδυνατούν να αντιληφθούν την αξία μιας κοινωνίας ελεγχόμενης, όχι από τους άπληστους κρατούντες, αλλά από τους ίδιους τους πολίτες.
Κι ο ποιητής μοιράζεται στα δυο. Ο ποιητής μετέχει και του δράματος του καιόμενου ανδρός, αλλά και της απάθειας του πλήθους, που στέκει εκεί χειροκροτώντας, χωρίς ωστόσο να παρακινείται σε δράση, χωρίς ωστόσο να παραδειγματίζεται από τη θυσία του συμπολίτη τους.
Ο ποιητής αντιλαμβάνεται πλήρως την αξία της θυσίας αυτού του ανθρώπου και αισθάνεται κι ο ίδιος την ανάγκη να συμμετάσχει στον έξοχο αγώνα του. Καιόμενος υπ’ αυτή την έννοια δεν είναι μόνο ο άνδρας που καίγεται ζωντανός, αλλά και κάθε άλλος άνθρωπος που νιώθει μέσα του την ανάγκη να αντισταθεί και να παλέψει για τη ζωή που του στέρησαν. Καιόμενος είναι κάθε πολίτης που αισθάνεται την αγανάκτησή του να τον πνίγει και είναι έτοιμος να διεκδικήσει το δικαίωμα στην ελευθερία και στην προάσπιση του συλλογικού συμφέροντος. Κι αν ο ποιητής δε φτάνει σε κάποια πιο δραστική μορφή αγώνα, καταγράφει ωστόσο το γεγονός της θυσίας του συνανθρώπου του και καταγγέλλει την απραξία των πολλών.
Ο ποιητής συνάμα παραμένει κομμάτι του πλήθους, μετέχει κι αυτός της απραξίας που χαρακτηρίζει τη στάση των πολλών, καθώς αντιλαμβάνεται τους λόγους για τους οποίους έχουν περιέλθει σ’ αυτήν την κατάσταση απάθειας. Γνωρίζει πως το ιδανικό θα ήταν οι άνθρωποι να παραδειγματίζονταν απ’ τις θυσίες εκείνων που πέθαναν για μια κοινωνία καλύτερη, ωστόσο γνωρίζει κιόλας το φόβο που νιώθουν οι πολίτες για τη ζωή τους. Έχει βιώσει κι εκείνος την απόλυτη τρομοκρατία που έχει επιβάλει η κυβέρνηση με τη βοήθεια της αστυνομίας.
Η απραξία του πλήθους αν και κατακριτέα, δεν είναι ωστόσο ακατανόητη. Είναι γέννημα των συστηματικών διώξεων και της ανηλεούς τιμωρίας των αντιφρονούντων. Ο ποιητής, οπότε, αντιλαμβάνεται, κατανοεί και αποδέχεται, τόσο την αποφασιστικότητα εκείνων που θυσιάζονται για τα ιδανικά τους, όσο και το φόβο εκείνων που επιλέγουν να παραμείνουν αμέτοχοι παρατηρητές.
Ο Λίνος Πολίτης γράφει στην Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας για τον Τάκη Σινόπουλο τα εξής: «Ο Τάκης Σινόπουλος (γενν. 1917) από την πρώτη του συλλογή (1951) έδειξε την υφή της ποίησής του καθώς και την καταγωγή του από τον υπερρεαλισμό, τον Eliot, τον Ezra Pound και το Σεφέρη. Φύση ανήσυχη και βαθιά προβληματιζόμενη, καταφεύγει σε καινούριες ολοένα αναζητήσεις και βρίσκει διαφορετικό κάθε φορά τρόπο να εκφραστεί. Βασικό πάντως στοιχείο στην ποίησή του παραμένει η αίσθηση της μοναξιάς, μιας μοναξιάς υπαρξιακής. Ο ποιητικός του λόγος είναι εξαιρετικά επιμελημένος και διαυγής, με λογική διάρθρωση και μελετημένη αρχιτεκτονική και με στοιχεία προσωπικής γραφής, “από τα ελάχιστα πειστικά δείγματα ποιότητας που έχει να προβάλει η γενιά μας” [Μ. Αναγνωστάκης]. Στις νεώτερες, μετά το 1967 (σύντομες όπως οι περισσότερες) συλλογές του, προβάλλει σε πολλά σημεία και η εμπειρία της δικτατορίας. (Συγκεντρωτική έκδοση: Συλλογή Ι, 1951-1964, 1976).


ΜΙΛΤΟΣ ΣΤΑΧΤΟΥΡΗΣ

ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΓΡΑΦΗΣ ΤΟΥ


1. αντιλυρική γραφή
2. το κάθε ποίημά του αποτελεί μια ιστορία που εκφράζει ένα μήνυμα
3. εικόνες του παραλόγου: το παράλογο όμως, δεν προκύπτει από εικόνες που φτάνουν με ένα αχαλίνωτο τρόπο από το υποσυνείδητό του, αλλά στηρίζονται σε υλικό της πραγματικότητας και της αλήθειας.

Ο Μίλτος Σαχτούρης επηρεάστηκε από την Κατοχή και τον εμφύλιο σπαραγμό των Ελλήνων. Για να μπείτε στο κλίμα του εμφύλιου σπαραγμού, παρακολουθείστε ένα τρέιλερ από την ελληνική ταινία "Ψυχή βαθιά" του σκηνοθέτη Παντελή Βούλγαρη:


Μίλτος Σαχτούρης «Η Αποκριά»

Το ποίημα ανήκει στην ποιητική συλλογή Με το πρόσωπο στον τοίχο, που κυκλοφόρησε το 1952. Στα ποιήματα της συλλογής αυτής έχουν περάσει οι εμπειρίες του ποιητή από τη στρατιωτική του ζωή και την τραγωδία του εμφυλίου πολέμου (1946-1949). Να προσέξετε ότι το ποίημα κινείται ανάμεσα σε δύο πραγματικότητες: η μία είναι η πραγματικότητα της αποκριάς. Σ’ αυτήν όμως εμπλέκεται η πραγματικότητα του εμφυλίου πολέμου και, γενικότερα, της εφιαλτικής εποχής του.

Μακριά σ’ έν’ άλλο κόσμο γίνηκε αυτή
                                                η αποκριά
το γαϊδουράκι γύριζε μες στους έρημους δρόμους
όπου δεν ανέπνεε κανείς
πεθαμένα παιδιά ανέβαιναν ολοένα στον ουρανό
κατέβαιναν μια στιγμή να πάρουν τους αετούς τους
                                                που τους είχαν ξεχάσει
έπεφτε χιόνι
γυάλινος χαρτοπόλεμος
μάτωνε τις καρδιές
μια γυναίκα γονατισμένη
ανάστρεφε τα μάτια της σα νεκρή
μόνο περνούσαν φάλαγγες στρατιώτες εν δυο
εν δυο παγωμένα δόντια

Το βράδυ βγήκε το φεγγάρι
αποκριάτικο
γεμάτο μίσος
το δέσαν και το πέταξαν στη θάλασσα
μαχαιρωμένο
Μακριά σ’ έν’ άλλο κόσμο γίνηκε αυτή
                                                η αποκριά.

Ο Μίλτος Σαχτούρης ακολουθεί τη νεοϋπερρεαλιστική τάση της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς. Ο ποιητικός του λόγος, αν και δεν είναι προϊόν αυτόματης γραφής, παραμένει δύσκολος στην κατανόηση, καθώς ο Σαχτούρης δημιουργεί τα ποιήματά του παραθέτοντας εικόνες, πραγματικές ή μη, χωρίς ειρμό.
Ο ποιητής θέλοντας να αποδώσει τη σκληρότητα της γερμανικής κατοχής, αλλά και τον παραλογισμό του εμφυλίου πολέμου, θρυμματίζει τις εικόνες της πραγματικότητας που βιώνει. Παρά το γεγονός, πάντως, ότι η ανασύνθεση των εικόνων του ποιήματος, ώστε να δημιουργηθεί μια ιστορία με λογική αλληλουχία, είναι συχνά αδύνατη, τα ποιήματα του Σαχτούρη επιτυγχάνουν το σημαντικότερο, επιτυγχάνουν να μεταδώσουν τη συναισθηματική ένταση του ποιητή.
Σ’ ένα κόσμο όπου κυριαρχεί η τυφλή βία κι ανθρώπινη ζωή δεν λογαριάζεται καθόλου, σε μια χώρα που συγκλονίζεται από έναν φονικό και αδυσώπητο εμφύλιο πόλεμο, ο ποιητής αδυνατεί να βρει λογικούς ειρμούς. Έτσι, στην ποίησή του αντικατοπτρίζεται ο πόνος των ανθρώπων κι η βαθιά τους απογοήτευση, καθώς βιώνουν το μίσος του πολέμου και τον παραλογισμό του εμφυλίου, χωρίς να μπορούν να κάνουν κάτι για να σταματήσουν αυτές τις απάνθρωπες καταστάσεις.
Στην ποίηση του Σαχτούρη εκείνο που προέχει είναι η μετάδοση των συναισθημάτων. Ο φόβος, ο πόνος, η απογοήτευση, αλλά και η πνευματική και ψυχική σύγχυση του ανθρώπου που αντικρίζει τους Έλληνες να σκοτώνονται μεταξύ τους, οδηγώντας την πατρίδα τους στο χάος και την εγκατάλειψη. Ο ποιητής δεν μπορεί και δε θέλει να καταλάβει για ποιο λόγο αιματοκυλίζεται η χώρα του, κι αυτή την αδυναμία κατανόησης την αποδίδει με τον ιδιαίτερο τρόπο σύνθεσης των ποιημάτων του.
Το ποίημα «Η Αποκριά» αποτελεί ένα χαρακτηριστικό δείγμα της γραφής του Σαχτούρη, με την ποιητική ιστορία να ξετυλίγεται άναρχα μέσα από εικόνες πραγματικές αλλά και φανταστικές.
Ο τίτλος του ποιήματος, αν και σε πρώτη ανάγνωση μας παραπέμπει στο εορταστικό έθιμο του μασκαρέματος, στην πορεία διευρύνεται νοηματικά και αποκτά συμβολικές διαστάσεις. Η αποκριά του ποιήματος δεν είναι μόνο μια πραγματική αποκριά, είναι παράλληλα και μια εξωλογική κατάσταση, μια μαγική αποκριά όπου οι συνθήκες και οι περιορισμοί της πραγματικότητας αίρονται. Ο παραλογισμός της εποχής ωθεί συχνά τον ποιητή να περνά πέρα από τον απτό πόνο της πραγματικότητας και να παρουσιάζει με μη ρεαλιστικές εικόνες το πόσο βαθιά έχουν επηρεαστεί οι άνθρωποι της εποχής του από το μίσος και τη φονική διάθεση που επικρατεί. Μιας και οι λέξεις δεν επαρκούν για να εκφράσουν την πληγή που έχει ανοίξει ο εμφύλιος στις ψυχές των Ελλήνων, ο ποιητής δημιουργεί απόκοσμες εικόνες που μεταδίδουν εναργέστερα το στοίχειωμα του μυαλού απ’ όλες αυτές τις φρικτές εμπειρίες.
Ο τίτλος του ποιήματος παράλληλα αποδίδει την αλλαγή των ανθρώπων, την υιοθέτηση νέων ρόλων στα πλαίσια του πολέμου. Σε αντίθεση με το αθώο μασκάρεμα του εθίμου, ο εμφύλιος πόλεμος αναγκάζει τους ανθρώπους να προχωρήσουν σε μια βαθύτερη αλλαγή της υπόστασής τους. Οι νέοι της εποχής γίνονται στρατιώτες, γίνονται φονιάδες, οι άμαχοι πολίτες και τα παιδιά τρέπονται σε τραγικά θύματα, χωρίς να έχουν δυνατότητα αντίδρασης. Οι μέχρι πρότινος σύμμαχοι απέναντι στον κοινό εχθρό, γίνονται πια θανάσιμοι εχθροί.

Μακριά σ’ έν’ άλλο κόσμο γίνηκε αυτή
                                                η αποκριά
το γαϊδουράκι γύριζε μες στους έρημους δρόμους
όπου δεν ανέπνεε κανείς
πεθαμένα παιδιά ανέβαιναν ολοένα στον ουρανό
κατέβαιναν μια στιγμή να πάρουν τους αετούς τους
                                                που τους είχαν ξεχάσει

Ο ποιητής μεταθέτει τοπικά, σ’ έναν άλλο κόσμο, τα γεγονότα που θα περιγράψει, εκφράζοντας έτσι τη διάθεση απώθησης της φρικτής αυτής εμπειρίας. Τη στιγμή που συνθέτει το ποίημά του τον χωρίζουν λίγα μόλις χρόνια από τα γεγονότα της αποκριάς αυτής, εντούτοις, τα παρουσιάζει σα να έχουν συμβεί σε μια άλλη εποχή, σ’ έναν άλλο κόσμο, όπως ακριβώς κάθε άνθρωπος επιχειρεί να αφήσει στο παρελθόν και να ξεχάσει κάθε δυσάρεστη εμπειρία. 
Η πρώτη εικόνα του ποιήματος με το γαϊδουράκι που γυρίζει μέσα στους έρημους δρόμους είναι ρεαλιστική και αποδίδει το σκηνικό εγκατάλειψης κι ερήμωσης που επικρατούσε σε πόλεις και χωριά της Ελλάδας. Η χώρα μετρούσε ήδη πολλές απώλειες από τα χρόνια της κατοχής, κατάσταση που επιδεινώθηκε με τις συγκρούσεις και τις τυφλές δολοφονίες του εμφυλίου. Δεν ήταν, άλλωστε, λίγες οι φορές που οι κάτοικοι μιας περιοχής την εγκατέλειπαν -προσωρινά έστω- γνωρίζοντας πως επίκειται εχθρική επιδρομή από την αντίπαλη παράταξη.
Ο τέταρτος στίχος «όπου δεν ανέπνεε κανείς» επιτείνει την αίσθηση του θανάτου και με την απολυτότητά του, δημιουργεί ένα μακάβριο σκηνικό, όπου ένα γαϊδουράκι, χωρίς κανείς να το οδηγεί, περπατά σε μια περιοχή, που δε ζει πια κανείς.
Η κυριαρχία του θανάτου επιβεβαιώνεται και με την εικόνα που ολοκληρώνει την πρώτη στροφή. Παιδιά πεθαμένα ανεβαίνουν στον ουρανό και κατεβαίνουν μόλις για μια στιγμή για να πάρουν τους αετούς τους, που τους είχαν ξεχάσει.
Η εικόνα των παιδιών που ανεβαίνουν στον ουρανό, αν και δεν αντιστοιχεί προς την πραγματικότητα, παρουσιάζει ωστόσο την κρυφή επιθυμία του ποιητή πως τα αθώα θύματα του εμφυλίου και της κατοχής θα διατηρήσουν την παιδική τους ψυχή και τη διάθεσή τους για παιχνίδι, ακόμη και στο ύστατο ταξίδι τους.
Τα πεθαμένα παιδιά και η πλήρης απουσία ζωής στην περιοχή όπου το γαϊδουράκι τριγυρίζει μόνο του, μας παραπέμπουν περισσότερο σε αποτρόπαιες εικόνες όπου οι Γερμανοί κατακτητές είχαν προχωρήσει σε μαζικές εκτελέσεις πληθυσμών, μη εξαιρώντας τα παιδιά και τις γυναίκες.
Οι θάνατοι των παιδιών, πάντως, που θα μπορούσαν να είναι αποτέλεσμα της πείνας και του κρύου -παράπλευρες απώλειες μιας εξαθλιωμένης χώρας- δίνονται από τον ποιητή με τρόπο που να μη συνδέει τα παιδιά με τη μακάβρια εικόνα του θανάτου. Τα παιδιά πετούν, ανεβαίνουν προς τον ουρανό, όπως ακριβώς στην ηλικία τους νομίζουν πως συμβαίνει όταν κάποιος πεθαίνει. Ο ποιητής τα διασώζει έτσι από την πραγματική εικόνα του θανάτου και τους επιτρέπει μιαν υπέρβαση, αντάξια της αθώας ψυχής τους.

έπεφτε χιόνι
γυάλινος χαρτοπόλεμος
μάτωνε τις καρδιές
μια γυναίκα γονατισμένη
ανάστρεφε τα μάτια της σα νεκρή
μόνο περνούσαν φάλαγγες στρατιώτες εν δυο
εν δυο παγωμένα δόντια

Το χιόνι είναι σα γυάλινος χαρτοπόλεμος -συνειρμική σύνδεση με την αποκριά- που ματώνει τις καρδιές. Το κρύο εκείνων των φονικών χειμώνων, παίρνει ζωές και συνάμα αντικατοπτρίζει τη συναισθηματική κατάσταση των ανθρώπων της εποχής. Η παγωνιά που επικρατεί έξω είναι ίδια με την παγωνιά που επικρατεί στις ψυχές των ανθρώπων.
Αντιμέτωπη με το φονικό καιρό και με τη φονική δράση των ανθρώπων, μια γυναίκα γονατισμένη αναστρέφει τα μάτια της σα νεκρή. Ενώ το βλέμμα της θα μπορούσε να υποδηλώνει μιαν ικεσία, μια παράκληση προς το Θεό, η απουσία ζωής τονίζει την απουσία ελπίδας. Η γυναίκα αυτή που αντικρίζει παντού το θάνατο γύρω της, δεν έχει πια τη δύναμη να ζητήσει βοήθεια, δεν έχει πια την πίστη πως μπορεί να λάβει βοήθεια από κάπου. Έτσι, με την απονεκρωμένη ματιά της -όπως απονεκρωμένη είναι κι η ψυχή της- αντιπροσωπεύει τους περισσότερους ανθρώπους της εποχής, που ζούσαν τον εφιάλτη του πολέμου, μη έχοντας πια καμία ελπίδα και καμία δύναμη να αντιδράσουν.
Η μόνη κίνηση, που υποδηλώνει την ύπαρξη ζωής, είναι οι στρατιώτες, οι φορείς του θανάτου, που περνούν συγκροτημένοι σε φάλαγγες με στρατιωτικό βηματισμό, υποφέροντας κι εκείνοι απ’ το κρύο. Η αναφορά στα «παγωμένα δόντια» λειτουργεί εν μέρει κυριολεκτικά μιας και το σκηνικό στο οποίο εκτυλίσσονται τα γεγονότα του ποιήματος είναι χειμωνιάτικο, εντούτοις δεν μπορούμε να παραβλέψουμε και την υπονοούμενη αναφορά στις παγωμένες ψυχές των στρατιωτών, που σκορπούν το θάνατο, χωρίς συναίσθηση της συμφοράς που προκαλούν.

Το βράδυ βγήκε το φεγγάρι
αποκριάτικο
γεμάτο μίσος
το δέσαν και το πέταξαν στη θάλασσα
μαχαιρωμένο
Μακριά σ’ έν’ άλλο κόσμο γίνηκε αυτή
                                                η αποκριά.

Η τελευταία στροφή του ποιήματος περιλαμβάνει την πιο σημαντική εικόνα του ποιήματος, η οποία αναδεικνύει με ιδιαίτερα παραστατικό τρόπο το μίσος που έχει τυφλώσει τους ανθρώπους. Μόλις βγαίνει στο νυχτερινό ουρανό το αποκριάτικο φεγγάρι, οι άνθρωποι το δένουν και το πετούν στη θάλασσα μαχαιρωμένο.
Το φεγγάρι, που με την επιβλητική παρουσία του στον ουρανό, αποτελεί μια καίρια υπενθύμιση της μηδαμινότητας των ανθρώπων και συνάμα της κοινής πορείας τους, δεν γίνεται ανεκτό πια. Οι άνθρωποι αδιαφορούν για όσα τους ενώνουν, αδιαφορούν απέναντι στο γεγονός πως επί της ουσίας είναι όλοι ίσοι κι εξίσου ασήμαντοι μπροστά στην απεραντοσύνη του σύμπαντος.
Το μίσος που κατακλύζει τις ψυχές τους, τους ωθεί να βλέπουν παντού εχθρούς, γι’ αυτό και αντικρίζοντας το φεγγάρι θεωρούν πως είναι εχθρικό, πως είναι γεμάτο μίσος γι’ αυτούς και φυσικά για τις επονείδιστες πράξεις τους. Ό,τι μπορούν μεταξύ τους να το αιτιολογούν και να το εκλογικεύουν, δε θα μπορούσαν ποτέ να το υποστηρίξουν απέναντι σ’ έναν αντικειμενικό παρατηρητή, απέναντι σε κάποιον που με φρίκη αντικρίζει τον παραλογισμό του εμφυλίου πολέμου. Έτσι, μαχαιρώνουν το φεγγάρι και το πετούν στη θάλασσα, μη επιτρέποντας την ύπαρξη κανενός κριτή και κανενός παρατηρητή για τις πράξεις τους.
Το φεγγάρι, που θα μπορούσε να είναι η έσχατη ευκαιρία για να συνειδητοποιήσουν οι άνθρωποι πόσο έχουν χάσει τον έλεγχο των πράξεών τους, πόσο έχουν αφήσει το μίσος να θολώσει την κρίση τους, φονεύεται, καθώς οι άνθρωποι προτιμούν να εθελοτυφλούν μπροστά στις αλήθειες της ζωής.
Το ποίημα κλείνει με σχήμα κύκλου, καθώς ο ποιητής επαναλαμβάνει τους πρώτους στίχους, τονίζοντας για μιαν ακόμη φορά πως η αποκριά αυτή συνέβη μακριά σ’ έναν άλλο κόσμο.
Σ’ έναν άλλο κόσμο οι Έλληνες μπλέχτηκαν σ’ έναν αδελφοκτόνο και ανελέητο εμφύλιο πόλεμο, σε μιαν άλλη εποχή οι Έλληνες τυφλώθηκαν τόσο πολύ από το μίσος τους, ώστε να προκαλέσουν έναν τόσο αιματηρό διχασμό.

Οι εικόνες του ποιήματος που ανταποκρίνονται στην αποκριά, όπως τη γνωρίζουμε, είναι ελάχιστες και δεν μπορούμε να τις απομονώσουμε από τις εικόνες της μαγικής αποκριάς. Έχουμε, πάντως, την αναφορά στο γαϊδουράκι, στους χαρταετούς των παιδιών και στο χαρτοπόλεμο. Ενώ, ρεαλιστικές -έστω κι αν δε σχετίζονται με την αποκριά- είναι οι εικόνες της γονατισμένης γυναίκας, των στρατιωτών και του φεγγαριού.
Θα πρέπει, βέβαια, να έχουμε υπόψη μας πως ακόμη και οι εικόνες που αναφέρονται στην πραγματική αποκριά, αποδίδουν με σαφήνεια το εφιαλτικό κλίμα της εποχής του εμφυλίου, αν τις αντικρίσουμε στο πλαίσιο που τις εντάσσει ο ποιητής. Έτσι, το γαϊδουράκι περπατά σε έρημους δρόμους, όπου δεν αναπνέει κανείς, τα παιδιά με τους αετούς είναι πεθαμένα, κι ο χαρτοπόλεμος δεν είναι παρά το χιόνι που ματώνει τις καρδιές των ανθρώπων σα γυάλινος χαρτοπόλεμος.

Η νεοϋπερρεαλιστική ποίηση

Οι ποιητές που ανήκουν στην τάση αυτή έμειναν ανεπηρέαστοι από τις ιδεολογικές διαμάχες της εποχής τους και τους φανατισμούς, όχι όμως και από το δράμα που εκτυλισσόταν γύρω τους. Υπόστρωμα και αυτής της ποίησης, στους κυριότερους τουλάχιστον εκπροσώπους της, είναι η κατοχική και η μετακατοχική περίοδος, απαλλαγμένη όμως από καθετί το επικαιρικό. Γενικότερα, η μεταπολεμική υπερρεαλιστική ποίηση αφομοιώνει, ανανεώνει και προωθεί σημαντικά την υπερρεαλιστική του μεσοπολέμου. Οι μεταπολεμικοί δηλαδή υπερρεαλιστές είναι στην αρχή επηρεασμένοι από την ποίηση του Εμπειρίκου, του Εγγονόπουλου και, εν μέρει, του Ελύτη. Βαθμιαία όμως θα διαμορφώσουν τη δική τους ποιητική και θα διαφοροποιηθούν.

Οι βασικές τους διαφορές εντοπίζονται κυρίως στη γλώσσα και τη θεματογραφία. Ο μεσοπολεμικός υπερρεαλιστής ρίχνει όλο του το βάρος στη γλώσσα και προσπαθεί, καταφεύγοντας στις γνωστές μεθόδους του υπερρεαλισμού, να εντυπωσιάσει. Αντίθετα, ο μεταπολεμικός υπερρεαλιστής, επηρεασμένος και από τη γύρω του πραγματικότητα, δεν θεωρεί τη γλώσσα ως μέσο με το οποίο θα προκαλέσει έκπληξη, αλλά ως όργανο που θα τον βοηθήσει να συλλάβει και να εκφράσει τη γύρω του εφιαλτική πραγματικότητα. Η στάση επίσης των μεσοπολεμικών υπερρεαλιστών είναι σε γενικές γραμμές, και στην αρχική φάση της ποίησής τους, αισιόδοξη απέναντι στη ζωή. Οι μεταπολεμικοί υπερρεαλιστές, αντίθετα, χωρίς να μένουν ανεπηρέαστοι από αυτή τη διάθεση, σιγά σιγά, κάτω από την επίδραση των δραματικών γεγονότων της εποχής τους, αποκτούν μια τραγική αίσθηση της ζωής, που στα βαθύτερα συστατικά της θα περάσει στην ποίησή τους. Γενικά, η νεοϋπερρεαλιστική ποίηση δεν διαφοροποιείται μόνο από την αντίστοιχή της του Μεσοπολέμου, αλλά και από την αντιστασιακή και την υπαρξιακή. Η αντιστασιακή κινδυνεύει από εξωαισθητικές και ιδεολογικές σκοπιμότητες. Η υπαρξιακή φαίνεται να χάνει την επαφή της με τα πράγματα και να ρέπει προς μια ιδεαλιστική διάχυση. Αντίθετα, η νεοϋπερρεαλιστική ποίηση κατόρθωσε να κρατηθεί, απαλλαγμένη από οποιεσδήποτε προκαταλήψεις ή επιρροές, μέσα στα πράγματα. 


ΕΛΕΝΗ ΒΑΚΑΛΟ, ΠΩΣ ΕΓΙΝΕ ΕΝΑΣ ΚΑΚΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ








Το μάτι του πατέρα μου
Ο πατέρας μου είχε ένα γυάλινο μάτι.
Τις Κυριακές που καθότανε σπίτι έβγαζε από την τσέπη του
κι άλλα μάτια, τα γυάλιζε με την άκρη του μανικιού του και φώ-
ναζε τη μητέρα μου να διαλέξει. Η μητέρα μου γελούσε.
Τα πρωινά ο πατέρας μου ήταν ευχαριστημένος. ‘Επαιζε το μάτι
στη φούχτα του πριν το φορέση και έλεγε πως είναι ένα καλό μάτι.
‘Ομως εγώ δεν ήθελα να τον πιστέψω.
Ερριχνα ένα σκούρο σάλι στους ώμους μου τάχα πως κρυώ-
νω κι ήταν για να παραμονέψω. Στο τέλος τον είδα μια μέρα να
κλαίει. Δεν είχε καμιά διαφορά από ένα αληθινό μάτι.
Αυτό το ποίημα
δεν είναι για να το διαβάσουν
όσοι δεν μ’ αγαπούνε
ακόμη
κι από κείνους
που δεν θα με ξέρουν
αν δεν πιστεύουνε πως υπήρξα
σαν
και κείνους.
Ύστερα από την ιστορία με τον πατέρα μου, υποψιαζόμουνα και όσους είχαν αληθινά μάτια.


Εξομολόγηση
Η εξομολόγησή μου για πρώτη φορά
Ας γραφεί με το αληθινό όνομα της
Ε ξ ο μ ο λ ό γ η σ η
Και όχι καθόλου προσπάθεια ποιητική
Αφού έτσι πρέπει
Να πονέσω
Ακόμα πιο πολύ
Γι’ αυτό
Μπορούσα να αμύνομαι
Τώρα το λέω μοναξιά
Σχετικά προσθέτω στις αναμνήσεις μου πως είχα κάποτε ένα σκυλί.
Σκεφτόμουνα πως δε θα ήτανε τίποτα πιο ωραίο απ’ το να είσαι σκυλί.
Έτσι όπως τα χτυπάς και υποτάζονται.
Είναι αρκετός καιρός.
Κι όσο γι’ αυτά που σας άφησα
Σήμερα
Να υπονοηθούν
Δεν είναι από αγάπη
Το θέλησα
Γιατί στο δάσος βουλιάζει κανείς
Μόνο για να μπορέσω
Από κάπου να βγω
(Στιγμή μεγάλης αναπνοής)
Αυτό το ποίημα
Είναι η τελευταία μου επαναστατική πράξη
Πριν υποκύψω
Στων αλλοφύλων τις συμβουλές

Πώς έγινε ένας κακός άνθρωπος

Θα σας πω πώς έγινε
Έτσι είναι η σειρά

Ένας μικρός καλός άνθρωπος αντάμωσε στο
δρόμο του έναν χτυπημένο
Τόσο δα μακριά από κείνον ήτανε πεσμένος και λυπήθηκε
Τόσο πολύ λυπήθηκε
που ύστερα φοβήθηκε

Πριν κοντά του vα πλησιάσει για να σκύψει να
τον πιάσει, σκέφτηκε καλύτερα
Τι τα θες τι τα γυρεύεις
Κάποιος άλλος θα βρεθεί από τόσους εδώ γύρω,
να ψυχοπονέσει τον καημένο
Και καλύτερα να πούμε
Ούτε πως τον έχω δει

Και επειδή φοβήθηκε
Έτσι συλλογίστηκε
1η ενότητα: Από την ενότητα αυτή γίνεται φανερό πως η ποιήτρια σκοπεύει να αναπτύξει το θέμα της αφηγηματικά, με τη μορφή παραμυθιού.

2η ενότητα: Η ποιήτρια πιστεύει πως ο φόβος αλλοτριώνει την ανθρώπινη ψυχή. Έτσι, ένας καλός άνθρωπος είναι δυνατόν να μεταβάλλει τον τρόπο σκέψης και συμπεριφοράς του, όταν καταβάλλεται από το φόβο. Βέβαια, πρέπει να τονιστεί πως ο άνθρωπος αυτός είναι «μικρός», υποταγμένος δηλαδή στο κοινωνικό κατεστημένο και τόσο αδύναμος που δεν μπορεί να αντιταχθεί σε αυτό.

Όσο για τον πεσμένο άνθρωπο, το νεκρό, είναι φανερό πως αυτός ήρθε σε σύγκρουση με το κατεστημένο και νικήθηκε. Όσο για την ήττα του, αυτή είναι τόσο προσωπική - υλική, αφού βρήκε το θάνατο, όσο και ηθική, αφού ο αγώνας του δε βρήκε μιμητές. Ο καλός άνθρωπος που τον συνάντησε συγκινήθηκε αλλά φοβήθηκε τόσο, ώστε να μην αντιδράσει.

Η ποιήτρια τονίζει τελικά πως αυτός που επιβιώνει είναι ο εφησυχασμένος άνθρωπος, αυτός που δεν αντιτάσσεται ποτέ στη βούληση των ισχυρών. Σύμφωνα πάντως με τη Σφαέλλου, η Βακαλό υποστηρίζει την άποψη του Ρουσσό ότι ο άνθρωπος γεννιέται καλός και αγνός και ότι φθείρεται από τους κακούς νόμους, την κακή παιδεία, το κατεστημένο. Την ίδια επίδραση είχε και στην ψυχή του ανθρώπου ο νόμος των ισχυρών.

3η ενότητα: Η φράση αυτή - που αποτελεί και τον επίλογο του ποιήματος - είναι χαρακτηριστική ως προς το μήνυμα που θέλει να στείλει η ποιήτρια. Από εδώ και πέρα η ζωή του ανθρώπου αυτού θα μεταβληθεί, καθώς θα συμπεριφέρεται με ανάλογο τρόπο. Θα υποτάσσεται στην εξουσία και δε θα αντιδρά απέναντι σε τίποτε. Η ζωή του θα είναι σαν αυτή του παραμυθιού: πλασματική, ρηχή, χωρίς νόημα και προοπτική.

ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ - ΤΕΧΝΟΤΡΟΠΙΑ

1. Τεχνική: Με καθαρά αφηγηματικό τρόπο και τεχνική παραμυθιού η ποιήτρια αποδίδει τις ιδέες της στο ποίημα. Αυτό αποδεικνύει όχι μόνο ο τελευταίος στίχος αλλά και άλλα στοιχεία, όπως: «Ένας μικρός καλός άνθρωπος αντάμωσε στο δρόμο», «κάποιος άλλος θα βρεθεί από τόσους εδώ γύρω να ψυχοπονέσει τον καημένο», «τάχα δε θα είναι φταίχτης, ποιον χτυπούν χωρίς να φταίξει», «άρχισε λοιπόν και κείνος».
Επίσης, η ποιήτρια καταφεύγει στην ποιητική παραβολή με αλληγορικό τρόπο και
στον εσωτερικό μονόλογο («Τι τα θες ούτε πως τον έχω δει», «Τάχα με τους
άρχοντες»), για να αισθητοποιήσει τις ιδέες της.

2. Ύφος: Το ύφος της είναι λιτό και απλό.

3. Γλώσσα: Η γλώσσα λαϊκή.

πηγή: Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Γ΄Λυκείου, εκ. Βολανάκη


Μ. ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ, ΝΕΟΙ ΤΗΣ ΣΙΔΩΝΟΣ


Η ΖΩΗ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ
       Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1952.
       Σπούδασε ιατρική
       Τα χρόνια της Κατοχής πήρε μέρος στην Αντίσταση
       Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου φυλακίστηκε, καταδικάστηκε σε θάνατο για παράνομη πολιτική δράση, αλλά αποφυλακίστηκε το 1951.
       Δρα πολιτικά στο χώρο της ανανεωτικής αριστεράς ,
       Ανήκει στην ομάδα εκείνων που γράφουν κοινωνική ποίηση, με βάση τις δραματικές εμπειρίες τους της Κατοχής και της Αντίστασης, καθώς και του εμφυλίου που ακολούθησε με το ψυχροπολεμικό κλίμα. 

ΤΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ ΤΟΥ
1)Η πεζολογία ( πελώριοι, άμετροι στίχοι)
2) Η πικρή ειρωνεία, ο σαρκασμός
3) Ο διαλογικός, «κουβεντιαστός» τόνος.
6) Η αίσθηση ότι ο αγώνας, για ένα καλύτερο μέλλον δεν τελειώνει ποτέ. ( «Κι ήθελε ακόμη πολύ φως να ξημερώσει. Όμως εγώ δεν παραδέχτηκα την ήττα. (…) Όρθιος και μόνος σαν και πρώτα π ε ρ ι μ έ ν ω».

 7) Η περιγραφή του συμβιβασμού με τις πραγματικές συνθήκες ζωής.   
 8) Η ενόχληση του Αναγνωστάκη από την προσαρμογή στις ευτελείς συνθήκες της ζωής
 9) Η γλώσσα είναι άλλοτε καθημερινή (κανονικά, καλά, ζουμί, παιδάκια, ξεσκάσετε, αδελφέ) και άλλοτε «καβαφίζουσα», δηλαδή μιμείται τη γλώσσα του Καβάφη (αρτιμελή, εν γένει, πάσχοντος, δικαιούσθε, προώρως). 
 10) Η ρεαλιστική γραφή , η σαφήνεια και κυριολεξία του λόγου.

ΠΑΡΑΛΛΗΛΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ που θα διαβάσουμε παρακάτω, είναι γραμμένο το 1920. Η σκηνοθεσία μάς μεταφέρει στο 400 μ.Χ. στην πλούσια Σιδώνα, εξελληνισμένη πόλη στα παράλια της Φοινίκης που έχει πια καταστεί ρωμαϊκή επαρχία. Πέντε εύποροι και καλλιεργημένοι νεαροί διασκεδάζουν σε ένα σπίτι. Έχουν φέρει κι έναν ηθοποιό που τους απαγγέλλει ποιήματα. Ανάμεσα σε άλλα ποιήματα ο ηθοποιός απαγγέλλει και το επίγραμμα που, κατά την παράδοση, έγραψε ο Αισχύλος για να χαραχτεί στον τάφο του:
                Ασχύλον Εφορίωνος θηναον τόδε κεύθει
μνμα καταφθίμενον πυροφόροιο Γέλας·
λκν δ' εδόκιμον Mαραθώνιον λσος ν εποι
κα βαθυχαιτήεις Μδος πιστάμενος.
                Το επίγραμμα σημαίνει: «Αυτό το μνήμα σκεπάζει τον Αισχύλο, το γιο του Ευφορίωνα, Αθηναίο που πέθανε στη σιτοφόρα Γέλα· για την ευδόκιμη ανδρεία του μπορεί να μιλήσει το άλσος του Μαραθώνα και ο Πέρσης με την πυκνή χαίτη, που τη γνώρισε καλά». Το επίγραμμα αυτό αποτελεί και το επίκεντρο του ποιήματος του Καβάφη.
Κ.Π. Καβάφης, Νέοι της Σιδώνος 400 μ.Χ.

               
 Ο ηθοποιός που έφεραν για να τους διασκεδάσει
απήγγειλε και μερικά επιγράμματα εκλεκτά.
Η αίθουσα άνοιγε στον κήπο επάνω
κ' είχε μιαν ελαφρά ευωδία ανθέων
που ενώνονταν με τα μυρωδικά
των πέντε αρωματισμένων Σιδωνίων νέων.

Διαβάσθηκαν Μελέαγρος, και Κριναγόρας, και Ριανός.
μα σαν απήγγειλεν ο ηθοποιός,
«Αισχύλον Ευφορίωνος Αθηναίον τόδε κεύθει»-
(τονίζοντας ίσως υπέρ το δέον
το «αλκήν δ' ευδόκιμον», το «Μαραθώνιον άλσος»),
πετάχθηκεν ευθύς ένα παιδί ζωηρό,
φανατικό για γράμματα, και φώναξε:
«Α δεν μ' αρέσει το τετράστιχον αυτό.
Εκφράσεις τοιούτου είδους μοιάζουν κάπως σαν λειποψυχίες.

Δόσε -κηρύττω- στο έργον σου όλην την δύναμί σου,
όλην την μέριμνα, και πάλι το έργον σου θυμήσου
μες στην δοκιμασίαν, ή όταν η ώρα σου πια γέρνει.
Ετσι από σένα περιμένω κι απαιτώ.
Κι όχι απ' τον νου σου ολότελα να βγάλεις
της Τραγωδίας τον Λόγο τον λαμπρό-
τι Αγαμέμνονα, τι Προμηθέα θαυμαστό,
τι Ορέστου, τι Κασσάνδρας παρουσίες,
τι Επτά επί Θήβας - και για μνήμη σου να βάλεις
μόνο που μες στων στρατιωτών τες τάξεις, τον σωρό
πολέμησες και συ τον Δάτι και τον Αρταφέρνη».




Μαρία Κέντρου Αγαθοπούλου
Ο Mοτοσικλετιστής

Αφού ακούσετε τα παρακάτω τραγούδια, μπορείτε να περιγράψετε τυχόν συναισθήματα των μοτοσυκλετιστών και τον τρόπο που αντιμετωπίζουν τη ζωή;





Εισαγωγικά για το κείμενο
Το ποίημα ανήκει στη συλλογή ποιημάτων Θαλασσινό Ημερολόγιο, 1981. Θεματικοί άξονες του ποιήματος αλλά και της συλλογής γενικότερα, είναι η νεότητα, η φθορά των γηρατειών και ο θάνατος.
Ενότητες – Διάρθρωση του κειμένου
Α’ ενότητα: « Τι ν’ απόγινε ......κρανίο »: Η ποιήτρια θυμάται το μοτοσικλετιστή που διατάρασσε τον ύπνο της ιδίας και των γειτόνων με το θόρυβο της μηχανής του. Τα πρόσωπα είναι ο νεαρός μοτοσικλετιστής, οι γείτονες συμπεριλαμβανομένης και της ποιήτριας. Ο χώρος -γειτονιά ποιήτριας-  και ο χρόνος  -νύχτα- είναι πραγματικότητα.
Β’ ενότητα: « Προχτές ..........περίλυπος »: Η ανάμνηση γίνεται παραίσθηση. Κινείται στη σφαίρα της φαντασίας. Τα πρόσωπα είναι η ποιήτρια και ο μοτοσικλετιστής μέσα από τη φαντασία της. Ο χώρο εμφάνισης του μοτοσικλετιστή τώρα είναι ο ουρανός -είναι άγγελος- και ο χρόνος είναι το πρόσφατο παρελθόν –«προχτές το μεσονύχτι».
Γ’ ενότητα : « Βγάλε μου .......... το αναπόφευκτο »: Συνεχίζουμε στη σφαίρα της φαντασίας με τα ίδια πρόσωπα. Δεσπόζει όμως ο μοτοσικλετιστής ενώ η  ποιήτρια - αφηγήτρια περνά σε δεύτερο πλάνο. Της ζητά να του βγάλει μια φωτογραφία για το κορίτσι του και της αποκαλύπτει το βίαιο θάνατο του, απαντώντας έτσι στην ερώτηση της 1ης στροφής.
Ανάλυση – ερμηνεία ποιήματος 
(α) η ποιήτρια και η στάση της απέναντι στο μοτοσικλετιστή
Στην 1η ενότητα η περιγραφή κινείται στα πλαίσια του πραγματικού. Η ποιήτρια θυμάται ένα νεαρό μοτοσικλετιστή που θορυβούσε τα βράδια με τη μηχανή και ενοχλούσε τη γειτονιά.
Από το 1ο στροφικό σύνολο συνάγουμε στοιχεία για την ποιήτρια και τη στάση της:
-φαίνεται ότι είναι άνθρωπος μέσης ή μεγαλύτερης ηλικίας με λόγια παιδεία, γιατί χρησιμοποιεί επεξεργασμένη γλώσσα
-αποστασιοποιείται από το νεαρό μοτοσικλετιστή, τον αντιμετωπίζει με ηρεμία, αναρωτιέται για την τύχη του
-τον αντικρίζει με μια ποιητική ματιά: χρησιμοποιεί τη λέξη «θορυβοποιός» σαν να δηλώνει δημιουργία ( τραγουδοποιός, δραματοποιός) και τη φράση «μηχανικό του ζώο», φράση από παραμύθια
-δηλώνει την αντίθεση ανάμεσα στη έλλειψη αίσθησης του κινδύνου που χαρακτηρίζει τη νεότητα («να κραδαίνει, να σείει απειλητικά, την άσφαλτο, χωρίς φρένο») και στην ωριμότητα ή τα γηρατειά που βασανίζονται από τη σκέψη (« φρένες, στο σακατεμένο κρανίο»). Η λεκτική αντίθεση «χωρίς φρένο» και «φρένες» επιτείνει την αντίθεση των δύο ηλικιών και του τρόπου σκέψης τους. Η ποιήτρια δεν παρουσιάζει καθόλου κολακευτικά την ίδια και τους συνομήλικους  της, αντίθετα τονίζει την εικόνα της κούρασης και της φθοράς. 
(β) Αντιθέσεις και συναισθήματα χαμηλών τόνων
Η ποιήτρια τονίζει την αντίθεση ανάμεσα στην ορμητικότητα της νεότητας και στη στασιμότητα της ώριμης ηλικίας. Αυτό γίνεται έντεχνα σε χαμηλούς τόνους, με τη χρήση κάποιων λέξεων. Δεν παραπονιέται για την ηλικία στην οποία βρίσκεται, αλλά ούτε και θαυμάζει υπερβολικά τη νεότητα. Δείχνει συμπάθεια στο νεαρό μοτοσικλετιστή.
(γ) Το όραμα της ποιήτριας
Με αφορμή τη πραγματικότητα η ποιήτρια κατασκευάζει μια εικόνα καθαρά ονειρική. Μέσα από τη φαντασία της βλέπει ένα όραμα: βλέπει τον νεαρό νεκρό, να διασχίζει σαν άγγελος πάνω στη μηχανή του «τους δρόμους τ’ ουρανού» και να κοιτά την ίδια λυπημένος. (Στην πρώτη ενότητα όμως δε δίνονται στοιχεία που να αποδεικνύουν το θάνατο του νεαρού.) Αυτή η εικόνα δηλώνει:
-τη γοητεία που ασκεί στην ποιήτρια η εικόνα του νεκρού νεαρού ως αγγέλου που ο θόρυβος της μηχανής του φτάνει από τον ουρανό στη γη, μια εικόνα ωραιοποιημένη
-τη θλίψη του θανάτου που είναι αποτυπωμένη στο πρόσωπο του νεαρού 
Η φανταστική αυτή εικόνα εκφράζει συναισθήματα της ποιήτριας για ορισμένα χαρακτηριστικά της νεότητας. Την ορμητικότητα, τον ερωτισμό, την έλλειψη φόβου. Από την άλλη όμως δείχνει και συμπάθεια στο νεαρό αφού μαζί το δυναμισμό συνοδεύουν και πολλοί κίνδυνοι, ακόμα και αυτοκαταστροφή, θάνατος.
(δ) Ο μοτοσικλετιστής απευθύνεται στην ποιήτρια
Στην τρίτη ενότητα του ποιήματος ο νεαρός απευθύνεται στην ποιήτρια μέσα από ένα φανταστικό μονόλογο. Εδώ, μέσα από μια αντικειμενική παρουσίαση του, εμφανίζονται κι άλλα χαρακτηριστικά της νεότητας:
-ελαφρότητα,
-αφέλεια,
-άγνοια,
-μεγάλη ζωτικότητα,
-ναρκισσισμός,
-αυταρέσκεια όταν ζητά να του βγάλει φωτογραφία για το κορίτσι του όπου να φαίνονται η ομορφιά του, τα ρούχα και η μηχανή του,
® ίλιγγος, έντονα συναισθήματα αυτής της ηλικίας 
Παράλληλα
-η αίσθηση του εφήμερου της νεότητας,  γιατί αυτό που θα μείνει από τον νεαρό είναι μια φωτογραφία,
-θάνατος ως κάτι το αναπόφευκτο σε σχέση με το νέο ® ίλιγγος θανάτου
(ε) Συμπέρασμα
Η ποιήτρια συνθέτει το ποίημα της γοητευμένη από την εικόνα ενός μοτοσικλετιστή που, στην ακμή της νεότητας του, παραδίνεται στον ίλιγγο της ταχύτητας ριψοκινδυνεύοντας τη ζωή του. Την γοητεύει η εικόνα της ακμάζουσας νεότητας που είναι τόσο γεμάτη ζωή και επιζητά τόσο τις έντονες συγκινήσεις, ώστε να αψηφά το θάνατο.
Η ίδια απέχει από την παρακμή που συνοδεύει την ωριμότητα. Ωστόσο αποστασιοποιείται τόσο από το νεαρό, όσο και από το φόβο του κινδύνου και του θανάτου που νιώθουν οι ώριμοι. Το ποίημα της «φωτογραφίζει» τη γοητεία για του νεανικού ίλιγγου, αλλά και τη στοχαστικότητα και την τρυφερή συμπάθεια της ώριμης ηλικίας για τη νεότητα. 
(στ) Γλώσσα – ύφος
Η γλώσσα του ποιήματος είναι γνήσια και απέριττη, προσεγγίζοντας την πεζότητα του καθημερινού λόγου. Βρίσκεται στα όρια της συγκίνησης και του στοχασμού αλλά πάντοτε τα ελέγχει. Ο ρυθμός είναι λίγο βραδύς.
(ζ) Στοιχεία δομής – στοιχεία αφήγησης
Το ποίημα δομείται με βάση ένα διάλογο που υποβόσκει από την αρχή του ποιήματος ανάμεσα στην ποιήτρια και το μοτοσικλετιστή. Αρχικά η επαφή είναι εξ αποστάσεως (ανάμνηση), στη συνέχεια γίνεται οπτική και στο τέλος εξελίσσεται σ’ ένα ζωντανό διάλογο.
Επίσης το ποίημα δομείται και με την ακολουθία τριών εικόνων:
(α) την εικόνα του νεαρού που διασχίζει τη γειτονιά κάνοντας θόρυβο
(β) την εικόνα του νεαρού μοτοσικλετιστή στον ουρανό
(γ) την εικόνα του μοτοσικλετιστή να ποζάρει για την αγαπημένη του
Η ποιήτρια /αφηγήτρια συμμετέχει στη δράση, αρχικά έμμεσα (ανάμνηση) και στη συνέχεια άμεσα (διάλογος), άρα έχουμε αφηγητή ομοδιηγητικό. 

Απαντήσεις στις ερωτήσεις του σχολικού βιβλίου
1) Το ποίημα αποτελείται από τρεις εικόνες. Ποιες είναι αυτές, τι απεικονίζει η καθεμιά και σε ποιο επίπεδο συμβαίνουν (στο πραγματικό, στο φανταστικό ή και στα δύο αυτά).
1η   εικόνα: ένας νεαρός μοτοσικλετιστής που διασχίζει τη γειτονιά τη νύχτα και θορυβεί, εικόνα την οποία θυμάται η αφηγήτρια. Κινείται στο χώρο του πραγματικού.
2η   εικόνα : η ποιήτρια οραματίζεται το νεαρό να διασχίζει νεκρός με τη μηχανή του τον ουρανό. Κινείται στο επίπεδο του πραγματικού και του φανταστικού.
3η   εικόνα : ο νεαρός ποζάρει για μια φωτογραφία στη μηχανή του. Κινείται στο επίπεδο του φανταστικού.

2) Ποιες διαστάσεις παίρνει ο μοτοσικλετιστής στη φαντασία της ποιήτριας;
Η ποιήτρια θεωρεί τον νεαρό «ήρωα – σύμβολο» της νεανικής ηλικίας, η οποία χαρακτηρίζεται από συγκεκριμένη στάση ζωής. Έλκεται από έντονα συναισθήματα για έντονα βιώματα και πληρότητα, τον έρωτα και την ομορφιά και απεχθάνεται την στασιμότητα και  την ανία που οδηγούν στην φθορά και την παρακμή. Αυτή τη στάση ζωής ακολουθεί και ο μοτοσικλετιστής, ο οποίος στη φαντασία της ποιήτριας παίρνει διαστάσεις ξεχωριστού ανθρώπου, που όντας στην ακμή της νιότης επιζητεί έντονη ζωή,  έστω και αυτό σημαίνει θάνατο.

3) Ποιο συναίσθημα διακατέχει την ποιήτρια, πως το εκφράζει και πως κατορθώνει να μας συγκινήσει;
Στο ποίημα υπάρχει ένα κράμα συναισθημάτων που εκφράζονται με αντιθετικές εικόνες.
Η ποιήτρια νιώθει γοητεία και θαυμασμό («τρέχει στον ουρανό») για τον νεαρό. Επίσης έγνοια, ανησυχία, συμπόνια  και θλίψη («την κοιτά περίλυπος») για το εφήμερο της νεότητας και το αμετάκλητο του θανάτου ( ζητά να του βγάλει φωτογραφία, αυτή θα μείνει) 

ΠΗΓΗ: http://myodyssey.spidernet.net/main/default.aspx?tabID=145&itemID=2264&mid=1678